
Μυθιστόρημα γραμμένο από οκτώ καταξιωμένους Ευρωπαίους συγγραφείς κι εμπνευσμένο από τους «αγανακτισμένους» της Πλατείας Συντάγματος με τον τίτλο Syntagma Square έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο και περιμένει να μεταφραστεί από τους αναγνώστες του ή μαζεύοντας χρήματα από δωρεές. Την Ελλάδα εκπροσωπεί ο Αλέξης Πανσέληνος.
Επιμ. Λεωνίδας Καλούσης
Το μυθιστόρημα αποτελείται από οκτώ αυτοτελή διηγήματα-κεφάλαια που υπογράφονται από τους Ίνγκε Μέγιερ-Ντίτριχ (Γερμανία), Μάρκο Τρούτζι (Ιταλία), Μάριο Κρέσπο (Ισπανία), Άλαν Μόναγκαν (Ιρλανδία), Νούνο Καμαρνέιρο (Πορτογαλία), Ρουξάντρα Τσεζερεάνου (Ρουμανία), Σοφί Σούλτσε (Γαλλία) και τον δικό μας Αλέξη Πανσέληνο. Η σχετική πρωτοβουλία ανήκει στην chroniqu.es SAS και υποστηρίζεται από το Γαλλικό Κέντρο Κινηματογράφου καθώς και από την Γενική Αντιπροσωπεία για τη Γαλλική Γλώσσα και τις Γλώσσες της Γαλλίας.
Περισσότερα για το όλο εγχείρημα θα βρείτε στη διεύθυνση http://syntagmasquare.bearstech.com/?q=fr.
Ακολουθεί απόσπασμα από το διήγημα του Αλέξη Πανσέληνου που έχει την πρωτοτυπία να έχει ως αφηγητή τον πιο διάσημο σκύλο της πόλης, τον επονομαζόμενο «Λουκάνικο».
« [....] Δεν μου τυχαίνει συχνά να λέω ιστορίες, αν και έχουν δει πολλά τα ματάκια μου. Στο σινάφι μας ο καθένας έχει τις δικές του και οι περισσότεροι δεν ενδιαφέρεται να ακούσουν του αλλουνού. Εγώ έχω πολλά μάθει από τους άλλους και ξέρω, ας πούμε, πως η ζωή στην πόλη είναι λιγότερο επικίνδυνη απ' όσο στην εξοχή. Στην πόλη οι άνθρωποι είναι πολυάσχολοι και έχουν τόσα στο μυαλό τους που δεν περισσεύει καιρός να τα βάλουν μαζί σου – γιατί πολλοί φοβούνται και σιχαίνονται το σινάφι μας, που τριγυρνάει χωρίς αφεντικό και χωρίς λουρί στο δρόμο. «Ούτε Θεό ούτε Αφέντη» λεν οι πιτσιρικάδες με τα γυαλιά και τις κουκούλες κι εμένα αυτό μ' αρέσει και μου πάει. Κανείς δεν νιώθει ανησυχία αν σε δει να κοιμάσαι κουλουριασμένος έξω από ένα μαγαζί ή σ' ένα κεφαλόσκαλο στον ήλιο. Και τον περισσότερο καιρό η ζωή μας περνά έτσι, αραχτά.
Το στέκι το δικό μου και της παρέας μου είναι το καλύτερο. Η μεγαλύτερη και πιο φωτεινή πλατεία της πόλης. Έχει πάντα κόσμο στα μαγαζιά γύρω, μπόλικο πηγαινέλα στις εισόδους των μεγάλων ξενοδοχείων, άφθονους κορμούς δέντρων για κατούρημα και περιστέρια που τσιμπολογάνε στα πλακάκια και χαζεύουν από τα παραπέτα και τις στέγες της περιοχής, ειδοποιώντας μας για οτιδήποτε ασυνήθιστο, που θα 'πρεπε να μας κάνει πιο προσεχτικούς. Η πλατεία είναι μεγάλη και τη μοιραζόμαστε αρκετοί από μας, αγόρια και κορίτσια. Έχω τη δικιά μου μεριά στο κατέβασμα της σκάλας που βγάζει στην Αμαλίας, μπροστά από το μεγάλο κίτρινο κτίριο της Βουλής, που μοιάζει με παλιά στρατώνα και έχει μπροστά του, φωτισμένο κάθε βράδυ, κολλημένο στον τοίχο το τσίτσιδο σώμα ενός άντρα με κράνος και ασπίδα. Μάλλον πρέπει να πήγε από τέτανο, έτσι καθώς το σώμα του καμπυλώνει σε τόξο, σαν μέσα σε έναν τελευταίο σπασμό. Τα βράδια που όλα ησυχάζουν, αν κάνει ζέστη την πέφτω για ύπνο στα ψηλότερα σκαλιά. Ο ήχος από τα αραιά βήματα στο πεζοδρόμιο με νανουρίζει υπέροχα. [....]»
