
Της Άλκηστις Σουλογιάννη
«Δε σ’ αρέσει να είσαι παντού, ταυτόχρονα;» Andrew Crumey, Μόμπιους Ντικ
Τώρα ο Βαγγέλης είναι παντού ταυτόχρονα, αφού ατσάλινος (σύμφωνα με τον Αντώνη Φωστιέρη, βλ. Σκοτεινός έρωτας) ο γαλαξίας των άφαντων πραγμάτων τον άρπαξε με την ουρά του και τον σήκωσε στον μακρινόν ορίζοντα ενός πολυδιάστατου προσωπικού χωρόχρονου. Σ’ αυτόν τον χωρόχρονο ο Βαγγέλης διασταύρωσε πολλαπλώς τις διαδρομές του μέσα από τις περιοχές της δημιουργικής γραφής, της φιλοσοφίας, της φιλολογικής επιστήμης και της συνακόλουθης ακαδημαϊκής διδασκαλίας.
Ο κριτικός λόγος του Βαγγέλη όπως έχει αποτυπωθεί στις μελέτες του για τη νεοελληνική λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα μέχρι τα πλέον νεωτερικά κείμενα, ανέπτυξε έντονη διαλεκτική σχέση με μια δόκιμη γλώσσα εξαιρετικά λεπτών αποχρώσεων που έχει αποδώσει την ευαισθησία, τον στοχασμό και την αισθητική του δημιουργού στη σύνθεση των πρωτότυπων ποιητικών και αφηγηματικών έργων του. Αυτός ο σύνθετος χαρακτήρας της διανοίας του Βαγγέλη προσδιόρισε και τον πνευματώδη προφορικό λόγο του, όπως αναπτυσσόταν στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, στις αίθουσες συνεδρίων, στις δημόσιες και στις ιδιωτικές συζητήσεις, και διατηρούσε αμείωτο το ενδιαφέρον των συνομιλητών του φίλων, μαθητών, μελών της επιστημονικής και γενικότερα πολιτισμικής κοινότητας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο παραμένει χαρακτηριστική η εμπλοκή του Βαγγέλη σε ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα αλλά και εντελώς διαφορετικά θέματα, όπως είναι η κριτική αντιμετώπιση της Αυτοβιογραφίας της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου ή η «ανασύσταση» του δημιουργικού εργαστηρίου του Μ. Καραγάτση στην έκδοση του ημιτελούς μυθιστορήματος Το 10.
Το ίδιο πλαίσιο έχει προσδιορίσει και τη χαρτογράφηση των εκλεκτικών συγγενειών του Βαγγέλη, όπως αυτές ανιχνεύονται στο μεταφραστικό του έργο που αποτελεί παραδειγματική εφαρμογή δημιουργικής διαχείρισης. Η τοπιογραφία των επιλογών του: Claude Levi-Strauss, Paul Ricoeur, Jean Baudrillard από τη διανόηση του 20ου αιώνα, αλλά και William Blake και κυρίως Samuel Taylor Coleridge από την ποίηση της στροφής του 18ου προς τον 19ο αιώνα, δηλώνει τον συσχετισμό των γνωστικών πεδίων που τον απασχολούσαν: φιλοσοφία, ερμηνευτική, ανθρωπολογία, επιστήμες του πολιτισμού, τέχνη στο σύνολο των εκφάνσεών της (συμπεριλαμβανομένης της τέχνης του λόγου), σε συγχρονική και σε διαχρονική διάσταση.
Οι επιλογές που προσδιόρισαν το βαρύ γνωστικό φορτίο του Βαγγέλη, οδήγησαν και στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων και των αξιών της ζωής του. Ο Βαγγέλης επέλεξε να ζήσει μια ζωή πυκνή και πολυεπίπεδη σε παράλληλα και ταυτόχρονα συστήματα βίου, με υψηλή αισθητική και με άκρα ευαισθησία σε συνδυασμό με μια απέραντη στωικότητα.
Αυτή η άκρα ευαισθησία είχε ως αναπόφευκτο τίμημα την επιθετική σωματική φθορά (στην οποία αντιστάθηκε μέχρι τέλους το λαμπερό μυαλό του).
Η απελπιστικά πρόωρη απώλειά του συγκλόνισε οδυνηρά όσους είχαμε την εύνοια των συνθηκών να επικοινωνήσουμε μαζί του (η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου θα έλεγε για τον Βαγγέλη με ευγνωμοσύνη: «Αναγνώστα! Εις μίαν τοιαύτην περίστασιν τί λογής ταραχήν νομίζεις να αισθάνθηκεν η καρδία μου;»).