
«Ιστορίες (γεμάτες συναισθήματα) από τις πατρίδες μας»
Ενθουσιώδες σημείωμα για το εφημεριδοπεριοδικό «Οι φιλίες των παιδιών» της ΣΤ΄ τάξης του 35ου Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών
Της Παυλίνας Μάρβιν
Το τέταρτο τεύχος του εφημεριδοπεριοδικού «οι Φιλίες των παιδιών», κυκλοφόρησε τον Ιούνιο που μας πέρασε. Ήλθε στα χέρια μου αναπάντεχα ως δώρο (δώρο, μεταφορικά και κυριολεκτικά) για να μου θυμίσει αυτό που δεν θέλω να ξεχνάω: ότι αυτό που λέμε «μαγεία και λογοτεχνία» δεν βρίσκεται μόνο στα βιβλιοπωλεία, στις βιβλιοθήκες, στα σπουδαστήρια των επιστημόνων, αλλά επίσης άφθονo στην καθημερινή πράξη και πολλάκις αθησαύριστo στην παιδική γραφή και σκέψη.
Πάνω από δεκαπέντε παιδιά συντάσσουν, επιμελούνται, κάνουν ρεπορτάζ και εν γένει συνεργάζονται προκειμένου να δουν τυπωμένο το μικρό τους, καλόγουστο ασπρόμαυρο έντυπο, με κείμενα επί παντός επιστητού: (φιλο)λογικό καφενείο, περιβαλλοντικό ρεπορτάζ, διηγήσεις με και για λύκους, ποιήματα, ιστορίες από μακρινές πατρίδες, σχόλια για τον κινηματογράφο, συνέντευξη, γράμματα στην Υπουργό παιδείας και πολιτική από (και για) τα παιδιά, χώρεσαν σε 17 πλούσιες σελίδες.
Γ ι α τ η ζ ω ή σ τ η ν Π ο λ ω ν ί α / Α λ ε ξ ά ν δ ρ α Ζ ί μ ν ι α κ
Ρώτησα τη μαμά για την χώρα την Πολωνία, πώς ήταν η καθημερινή της ζωή και μου είπε διάφορα. Ξυπνούσε στις 7 η ώρα από τη Δευτέρα μέχρι το Σάββατο. Το σχολείο ξεκινούσε 8 η ώρα αλλά επειδή ήταν μακριά ξυπνούσε νωρίς. Το Σάββατο όταν ήταν 17 και 18 χρονών πήγαινε στη δουλειά και έφτιαχνε βιβλία από τις 9 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα. Μετά πήγαινε σπίτι, έτρωγε φαγητό, ξεκουραζόταν και πήγαινε μια μεγάλη βόλτα με το σκύλο της. Επειδή οι άνθρωποι μες στην εβδομάδα δουλεύουν από τις 6 το πρωί μέχρι τις 4 το μεσημέρι είναι κουρασμένοι και πηγαίνουν για μια βόλτα ή για ψώνια. Μετά πηγαίνουν σπίτι. Όμως την Κυριακή έβγαιναν για μια μεγάλη βόλτα στα καφενεία ή στις ταβέρνες. Τον ελεύθερο χρόνο τους τον περνούσαν μαζί. Πήγαιναν εκδρομές, έβλεπαν τηλεόραση και πήγαιναν μαζί με την οικογένειά τους στα πάρκα. Αυτό που της άρεσε πιο πολύ ήταν ότι είχε πάρα πολλά πάρκα και πολλή πρασινάδα. Είχε και βουνά και μπορούσες να πας να κάνεις σκι. Αυτό που δεν της άρεσε είναι ότι μόνο στη βόρεια Πολωνία είχε θάλασσα ενώ εκεί που έμενε ήταν πολύ μακριά από τη θάλασσα. Αυτό που θα ήθελε να αλλάξει είναι το κλίμα, να είναι πιο ζεστό και να είναι πιο κοντά στη θάλασσα. Θυμάται τις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, ότι δεν υπήρχαν αμάξια, μόνο οι πλούσιοι είχαν αμάξια κι ότι η ζωή ήταν πιο χαλαρή.
Με χιούμορ και φαντασία είναι γραμμένα τα κείμενα για καλούς και για κακούς λύκους, όλα από μαθητές της Β΄ τάξης. Οι περιπλανήσεις τους στα παιδικά βιβλία, οι φόβοι, οι μύθοι που φέρουν, αποτυπώνονται στις σύντομες ιστορίες και τα ποιήματα.
Φ υ λ ά ξ ο υ α π ό τ ο υ ς λ ύ κ ο υ ς / Ι λ λ ί α ς Β έ ρ μ π ε ν ε τ ς
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Μαρία και μία μέρα, άνοιξε ένα βιβλίο που είχε μέσα στην ιστορία του έναν λύκο. Καθώς διάβαζε την ιστορία τρόμαζε όλο και πιο πολύ. Όμως, ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο αλλά δεν έδωσε σημασία. Ο ήχος δυνάμωνε όλο και περισσότερο κι έλεγε στη Μαρία να κλείσει το βιβλίο αλλιώς θα πάθαινε κακό. Έτσι το έκλεισε και γλίτωσε από το κακό της.
Ο λ ύ κ ο ς σ τ ο χ ω ρ ι ό / Η λ ι ά ν α Τ ζ ό τ ζ α
Κι έψαχνε για φαγητό
Πήρε δυο τρία αυγά
κι έφυγε τρέχοντας.
Και τον είδαν οι χωρικοί
και του είπαν κάτσε κει.
Αναλόγως εξελίσσονται και οι «ιστορίες (γρήγορες και αργές) με ποδήλατα».
Η τ α β έ ρ ν α «Τ ο μ ι κ ρ ό π ο δ ή λ α τ ο» / Ά ρ η ς Σ α μ π ά ν η ς
Ήταν ένας άνθρωπος, ο Δημήτρης. Πήγε βόλτα με το ποδήλατό του σ’ένα φίλο του, τον Νικόλα. Μετά έκαναν μαζί ποδήλατο μέχρι που πείνασαν και πήγαν να φάνε σε μια ταβέρνα, «Το μικρό ποδήλατο».
Ά τ ι τ λ ο / Π έ τ ρ ο ς Σ ό λ η ς
Μια μέρα ήταν ένα παιδί που ήθελε να πάρει ένα ποδήλατο και η μάνα του δεν το άφηνε να το αγοράσει. Ο Κώστας, ένας φίλος του παιδιού, του είπε «θα σου δανείσω εγώ το δικό μου». Μόλις πήγε στο σπίτι και είπε τα νέα στη μητέρα του, η μητέρα του πάλι δεν τον άφησε. μετά από λίγες μέρες το μικρό παιδί, ο Σάκης, έβγαλε το δόντι του. Το βράδυ το έβαλε κάτω από το μαξιλάρι του.
Μόλις νύχτωσε μια νεράιδα-η νεράιδα των δοντιών-άκουσε τα παρακάλια του Σάκη και του έγραψε σ’ ένα χαρτί «έλα να με δεις στο πηγάδι του κήπου σου». Μόλις το διάβασε ο Σάκης πήγε αμέσως να δει τη νεράιδα. Μόλις τον είδε η νεράιδα του είπε το σχέδιό της και αρχίσανε. Έβαλε στο νου της μάνας του να του αγοράσει ποδήλατο. Κι έτσι η μάνα του Σάκη του αγόρασε το ποδήλατο.
Ιδιαίτερα αισθήματα προκύπτουν από την ανάγνωση των σύντομων συνεντεύξεων που συμπεριλαμβάνονται στις σελίδες του εφημεριδοπεριοδικού. Τα θέματα των διαλόγων, άκρως «ενήλικα» (μετανάστευση, αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι, ζητήματα έμφυλων ταυτοτήτων, οικονομικές περιπέτειες, φιλόζωοι και μισάνθρωποι) σκηνοθετούνται με τρόπο απλό, που όμως προκαλεί την έκπληξη και τη συγκίνηση, ακριβώς επειδή προϋποθέτει άλλους δρόμους ευαισθητοποίησης, άμεσους, με μάτια που δεν έχουν ήδη δει αλλά μόλις βλέπουν, με αυτιά που δεν προσποιούνται ότι ακούνε: πράγματι ακούνε.
Π ώ ς π ά ε ι η α ν α κ ύ κ λ ω σ η σ τ ο σ χ ο λ ε ί ο μ α ς;
- Γεια σου. Θέλω να μάθω αν κάνετε ανακύκλωση στο σχολείο. Κάνετε;
- Στο σχολείο μας έχουμε κάδους ανακύκλωσης. Εγώ κάνω ανακύκλωση αλλά τα άλλα παιδιά μερικές φορές βαριούνται να πάνε να πετάξουν στο μπλε κάδο και τα πετάνε στα σκουπίδια.
- Δηλαδή, θέλεις να μου πεις ότι δεν κάνετε ανακύκλωση;
- Όχι, κάνουμε, αλλά μερικές φορές βαριόμαστε να κάνουμε!
- Α! Εντάξει! Να το θέσουμε έτσι, μερικά παιδιά κάνουν ανακύκλωση και μερικά όχι!
- Μπορούμε να το πούμε κι έτσι.
- Οι δάσκαλοι όταν βλέπουν παιδιά που πετάνε χαρτιά κι άλλα στα σκουπίδια, δεν αντιδρούν;
- Δεν έχω δει ή ακούσει τέτοιο πράγμα αλλά νομίζω πως αντιδρούν.
- Εσύ κάνεις ανακύκλωση στο σπίτι σου ή στο σχολείο;
- Ναι, κάνω και στο σπίτι και εδώ στο σχολείο.
- Οι φίλοι σου κάνουν;
- Από αυτό που βλέπω νομίζω πως κάνουν!
- Αν κάποιος πετάει πολλά χαρτιά στα σκουπίδια κι είναι δίπλα ένας κάδος ανακύκλωσης αντιδράς;
- Μερικές φορές ναι, μερικές φορές όχι.
- Εντάξει, ευχαριστώ.
- Παρακαλώ.
- Γεια σου.
- Γεια.
Όταν στις πανελλαδικές εξετάσεις της Γ΄ Λυκείου οι μαθητές εξετάζονται σε μια κάθε άλλο παρά δημιουργική σκέψη, μικρές ομάδες μαθητών δημοτικού (οπωσδήποτε, έκτος από τις «Φιλίες», αρκετές ακόμη προσπάθειες υπάρχουν), με την ανεκτίμητη υποστήριξη των δασκάλων τους, προωθούν την έκφραση χωρίς τυποποιήσεις. Και είμαι σίγουρη πως τους τρόπους αυτούς θα τους θυμούνται, γιατί (παραφράζοντας μια, πιθανώς, ιησουϊτική άποψη) «δώσε μου τα δώδεκα πρώτα χρόνια από τη ζωή ενός ανθρώπου, και σου χαρίζω τα υπόλοιπα».
Ο λ ύ κ ο ς π ά ε ι σ τ ο ε σ τ ι α τ ό ρ ι ο / Κ α ί τ η Κ α ζ ά κ ο υ
- Πώς σε λένε;
- Με λένε Πονηρό λύκο. Εσένα;
- Εμένα με λένε Κοκκινοσκουφίτσα. Αντίο φεύγω!
Ο λύκος συνέχισε τον δρόμο του και πήγε σ’ ένα εστιατόριο.
Και ρωτάει την κυρία Κατσίκα:
- Πού να κάτσω κυρία;
- Να λύκε πήγαινε σ’ αυτό το τραπέζι.
- Κυρία Κατσίκα! Εγώ θα παραγγείλω ένα βραστό κοτόπουλο και ένα ποτήρι κρασί.
- Σας τα φέρνω αμέσως!