Ακολουθεί επιμνημόσυνο κείμενο του Αλέξη Ζήρα, πρώην Προέδρου της Εταιρείας Συγγραφέων, για τον Βασίλη Βασιλικό.
Ένας αποχαιρετισμός στον Βασίλη Βασιλικό
Για πολλά χρόνια, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970 ως το κλείσιμο του 20ού αιώνα ο Βασίλης Βασιλικός (Καβάλα, 1934-Αθήνα, 2023) ήταν ο γνωστότερος νέος Ελληνας πεζογράφος διεθνώς. Η πεζογραφία του είναι τεράστια σε έκταση και σε σημαντικό βαθμό παραμένει απροσέγγιστη, ακόμα και από όσους ασχολήθηκαν ειδικότερα με αυτήν. Ο ίδιος, συχνά υπεραμυνόταν με πάθος εκείνων των συγγραφέων που υπήρξαν ιδιαίτερα παραγωγικοί, όπως για παράδειγμα, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Γιάννης Ρίτσος, θεωρώντας ότι το γράψιμο γενικότερα έχει μια πληθωρική ροή όταν προέρχεται από μια λογοτεχνική φαντασία που παρακολουθεί από κοντά το γίγνεσθαι της ζωής και θέλει να αποτυπώνει διαρκώς στα γραπτά της την προσωπική σχέση της με τα ποικίλα φαινόμενα της εποχής. Σε μεγάλο βαθμό αυτό ήταν το διαρκές στίγμα του.
Η αγχώδης, προσωπική ανάγκη του Βασιλικού να αλλάζει τρόπους, ως πολίτης αλλά και συγγραφέας του κόσμου, συντονισμένος με τα όσα σημαντικά συμβαίνουν, εκφράστηκε από πολύ νωρίς, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Από την αλληλογραφία του που γνωρίζουμε, φαίνεται ότι ενημερωνόταν διαρκώς για τις τάσεις και τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς συγγραφείς του πρώιμου μεταπολέμου, σε μια χρονική στιγμή που η Ελλάδα ήταν εγκλωβισμένη στην εσωστρέφειά της, λόγω των ιστορικών συγκυριών που της περιόριζαν την ευρύτερη επικοινωνία. Η αναγνωστική του έγκαιρη συνάφεια με τον Αντρέ Ζιντ, τον Αλμπέρ Καμύ, τον Φραντς Κάφκα και άλλους, μέσω προπάντων των γαλλικών διαβασμάτων του που τον έφεραν από άλλο δρόμο στην αρχαία ελληνική δραματουργία, τον απέκοψε από τον παραδοσιακό, πεζογραφικό ρεαλισμό της ελληνικής γενιάς του ΄30. Τον έκανε να στραφεί γόνιμα προς τον αφηγηματικό μοντερνισμό και τον πειραματικό χαρακτήρα του νέου μυθιστορήματος. Γι΄ αυτό και στα πρώτα βιβλία του βρίθουν οι αναδρομές της μνήμης, η λυρική μαγεία, οι ετεροχρονισμοί, οι εγκιβωτισμοί, η ελλειπτική αφήγηση και οι συνεχείς συνειρμοί.
Την αποθέωση αυτής της πολυσχιδούς, οβιδιακής αυτοαναφορικότητας, ο Βασιλικός τη μετουσίωσε σε ένα από τα βιβλία της ωριμότητάς του, τον Γλαύκο Θρασάκη (1975)
Από τότε ακόμα, από τη Διήγηση του Ιάσονα (1953), άρχισε να γράφει μια πρόζα αυτοαναφορική, αναδεικνύοντας την πολυεπίπεδη σχέση με τα διάφορα άλλα μυθιστορηματικά προσωπεία, τα οποία ουσιαστικά σε μεγάλο βαθμό είναι εκδοχές των αναζητήσεων και των επιθυμιών του ενός και μόνου κεντρικού αφηγητή. Την αποθέωση αυτής της πολυσχιδούς, οβιδιακής αυτοαναφορικότητας, ο Βασιλικός τη μετουσίωσε σε ένα από τα βιβλία της ωριμότητάς του, τον Γλαύκο Θρασάκη (1975), όμως η διαδικασία της συνεχούς αποφλοίωσης προς ένα αινιγματικό εγώ, εμφανίζεται το ίδιο έντονη και στα νεανικά του πεζογραφήματα, Το φύλλο, Το πηγάδι και Τ΄ αγγέλιασμα (1961).
Αλλάζοντας γύρω στα μισά της δεκαετιας του 1960 προοπτική και εστιασμό, καθώς απορροφήθηκε η συγγραφική φαντασία του από το ελληνικό και το διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι, ο Βασιλικός και πάλι ακολούθησε έναν δικό του, μοναχικό δρόμο. Το Ζ (1966), χωρίς να είναι αποσυνδεδεμένο από τα προηγούμενα πεζά του, όπου υπάρχει ευρεία χρήση κοινωνικών και ψυχαναλυτικών μύθων αλλά και παραβολών, εγκαινιάζει μια ιδιαίτερη συγγραφική «εποχή» που ταυτίζεται με τις διαμονές του πεζογράφου εκτός Ελλάδας. Κύριο γνώρισμά της, όπως και πριν, η ευρηματικότητα, η σάτιρα, το ανατρεπτικό χιούμορ, αλλά τώρα, μεταξύ 1965-1980, με προϋπόθεση το πολιτικό ήθος και με στόχο τη δημόσια καταγγελία. Σε όλες όμως τις «εποχές» της πεζογραφίας του, ανεξαρτήτως από τον υψηλό ή όχι βαθμό της λογοτεχνικής του επιτέλεσης, ο Βασίλης Βασιλικός υπήρξε ευέλικτα ανοιχτός, μη διστάζοντας να πειραματιστεί και να δοκιμάσει νέες οπτικές και τεχνικές. Και αν σε ορισμένες στιγμές ο αναγνώστης μένει με την αίσθηση μιας σπατάλης εκεί που περιμένει τον οικονομημένο λόγο, ίσως χρειάζεται να σκεφθούμε ότι μόνο οι χαρισματικοί συγγραφείς μπορούν μέσα στην αφθονία του λόγου τους να κάνουν σπατάλες.
[30.11.2023] ΑΛΕΞΗΣ Σ. ΖΗΡΑΣ