Μια αρνητική κριτική ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει μια συγγραφική κόντρα ανάμεσα στον Τζον Άπνταϊκ [John Updike] και τον Τομ Γουλφ [Tom Wolfe].
Επιμέλεια: Σόλωνας Παπαγεωργίου
Το 1998, ο Τζον Άπνταϊκ [John Updike] συγκρούστηκε με τον Τομ Γουλφ [Tom Wolfe], μετά από τη δημοσίευση μιας αρνητικής κριτικής του Άπνταϊκ για το μυθιστόρημα «Ένας άντρας με τα όλα του». Σύντομα, στον χορό μπήκαν οι Νόρμαν Μέιλερ [Norman Mailer] και Τζον Ίρβινγκ [John Irving], οι οποίοι πήραν το μέρος του… επιτιθέμενου. Ως απάντηση, ο Γουλφ έγραψε το δοκίμιο «Το Τρίο Στούτζες μου», στο οποίο πέρασε τους συναδέλφους του από γενεές δεκατέσσερις.
Ο Τομ Γουλφ ήταν μια από τις εκκεντρικές φιγούρες της αμερικανικής λογοτεχνικής σκηνής του 20ου αιώνα, που ξεκίνησε ως δημοσιογράφος, εξέδωσε συλλογές δοκιμίων, και κατόπιν ασχολήθηκε με τη μυθιστοριογραφία. Ήταν ο άνθρωπος που δημοσίευσε το «μανιφέστο» του ρεύματος της Νέας Δημοσιογραφίας, τη συλλογή The new journalism, προωθώντας ένα ιδιαίτερο πάντρεμα της ρεπορταζιακής καταγραφής των γεγονότων με τις λογοτεχνικές αφηγηματικές τεχνικές. Ο Γουλφ έγινε γνωστός χάρη στη συλλογή The electric kool-aid acid test, στην οποία καταγράφει τους πειραματισμούς του συγγραφέα Κεν Κέσεϊ και των οπαδών του με διάφορες ψυχεδελικές ουσίες στην Αμερική της δεκαετίας του ‘60. Το βιβλίο έλαβε εγκωμιαστικές κριτικές, και ο Γουλφ, που δεν είχε δοκιμάσει ποτέ ναρκωτικά ο ίδιος, που εμφανιζόταν δημοσίως φορώντας ένα λευκό κουστούμι όπως οι εύποροι αστοί του Νότου, και που συχνά εξέφραζε απόψεις που υιοθετούνταν από τους λεγόμενους συντηρητικούς της Αμερικής και τους ρεπουμπλικάνους, απέκτησε μεγάλη φήμη.
Το πρώτο αμιγώς μυθοπλαστικό έργο του Γουλφ κυκλοφόρησε το 1987, αρχικά σε συνέχειες στο Rolling Stone, και είχε τον τίτλο Η πυρά της ματαιοδοξίας (εκδ. Μέδουσα-Σέλας, μτφρ. Γιάννης Περδικογιάννης). Στο βιβλίο εμφανίζεται ο Σέρμαν ΜακΚόι, ένας ταλαντούχος χρηματιστής της Γουόλ Στριτ, η ζωή του οποίου αλλάζει όταν εμπλέκεται σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα με θύμα έναν νεαρό μαύρο. Η πυρά της ματαιοδοξίας σημείωσε μεγάλη επιτυχία, μπήκε στις λίστες με τα ευπώλυτα, και άνοιξε τον δρόμο για το επόμενο μυθιστόρημα του Γουλφ, που είχε τον τίτλο Ένας άντρας με τα όλα του (εκδ. Ωκεανίδα, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη). Και κάπως έτσι, ο συγγραφέας βρέθηκε στο στόχαστρο του Τζον Άπνταϊκ.
Ο Άπνταϊκ, πολυγραφότατος πεζογράφος που ασχολούταν και με την κριτική τέχνης, ευρέως γνωστός για τα βιβλία του με πρωταγωνιστή τον «Λαγό» Άνγκστρομ, πρώην αθλητή και νυν απεγνωσμένο σύζυγο και μεσοαστό εργαζόμενο, κλήθηκε να γράψει μια κριτική για το δεύτερο μυθιστόρημα του συναδέλφου του στον New Yorker. Ο Άπνταϊκ ανταποκρίθηκε δημοσιεύοντας ένα άρθρο με τίτλο «Awriiiiighhhhhhhhht!» - κάνοντας μια αναφορά στην αρθρογραφία του ίδιου του Γουλφ, ο οποίος επέλεγε αντίστοιχους, ανορθόδοξους τίτλους για τα κείμενά του στο περιοδικό Esquire. Όπως αποδείχθηκε, βέβαια, από το περιεχόμενο του άρθρου, ο Άπνταϊκ δεν σκόπευε να αποτίσει φόρο τιμής στο έργο του συναδέλφου του. Κάθε άλλο, σκόπευε να ασκήσει δριμεία κριτική:
«Το μυθιστόρημα του Τομ Γουλφ Ένας άντρας με τα όλα του είναι όπως ο κεντρικός χαρακτήρας του, ο Τσάρλι Κρόκερ: τεράστιο. Το βιβλίο είναι ένα θηρίο εφτακοσίων σαράντα δύο σελίδων, και το όνομα του συγγραφέα στο εξώφυλλο είναι τόσο μεγάλο, που στο άνοιγμα του γράμματος όμικρον χωρά το παρατηρητικό μάτι του ημιγυαλιστερού πορτρέτου του Κρόκερ. Ένα βιβλίο που σπρώχνει μακριά του τα υπόλοιπα έργα που βρίσκονται στο τραπέζι με τις Νέες Κυκλοφορίες. Ένα βιβλίο που σε προκαλεί να μην το αγοράσεις. […]
»Πριν από περισσότερα από είκοσι χρόνια, ο Τομ Γουλφ είχε κατηγορήσει τους ομότεχνούς του πως αγνοούσαν την αμερικανική πραγματικότητα, τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και την ακόρεστη δίψα για δύναμη, και πως ασχολούνταν κυρίως με ασήμαντα θέματα, εξετάζοντας τον εσωτερικό τους κόσμο. Στο Ένας άντρας με τα όλα του προσπαθεί να κάνει πράξη αυτά που άλλοτε κήρυττε. Παρουσιάζει την Ατλάντα ως ένα έθνος που κατοικείται από μιγάδες, όπου οι μαύροι, οι λευκοί και οι Ασιάτες, όλοι τους γεμάτοι ζωή, συνυπάρχουν με δυσφορία. Παρουσιάζει τους Αμερικανούς αφρικανικής καταγωγής ποικιλοτρόπως: γράφει τόσο για τον κομψό δικηγόρο Ρίτσαρντ Γουάιτ ΙΙ, που έχει χρώμα δέρματος ανοιχτό καφέ και μια αδυναμία στη μουσική του Στραβίνσκι, και ο οποίος στα φοιτητικά του χρόνια είχε το παρωνύμιο ‘’Ρίτσαρντ ο υπερβολικά λευκός’’, όσο και για τους βίαιους κρατούμενους της φυλακής της Σάντα Ρίτα, οι οποίοι δεν βγάζουν κανένα απολύτως νόημα όταν μιλούν. Ο Γουλφ παρουσιάζει δικές του εκδοχές της αργκό των μαύρων μέσα από το τραγούδι ενός χαμερπή ιερέα, τη γεμάτη με ειρωνεία συζήτηση περί ανέμων και υδάτων δυο φιλόδοξων, μορφωμένων ‘’συντρόφων’’, την περιαυτολογία ενός Μπάρμπα-Θωμά βγαλμένου από μια άλλη εποχή, τις διακηρύξεις περί ανυπακοής ενός μουτρωμένου ‘’τυπάκου’’ που μεγάλωσε στο γκέτο, και τις προκλητικές κουβέντες των νεαρών γυναικών (‘’Είμαι έτοιμη για όλα, φιλενάδα’’). Δεν πιστεύω πως τα αποσπάσματα αυτού του βιβλίου θα συμπεριληφθούν ποτέ σε κάποια ανθολογία Αφροαμερικανικής λογοτεχνίας, μιας και αυτή η άνιση κωμωδία είναι γραμμένη από έναν λευκό άνδρα με καταγωγή από το Ρίτσμοντ, που φορά τα λευκά κουστούμια των ιδιοκτητών των φυτειών· παρόλα αυτά, με τον ανορθόδοξο, αλλά σεβαστό τρόπο του, ο Γουλφ προσπάθησε να γράψει το Σπουδαίο Μυθιστόρημα της Μαύρης Λογοτεχνίας. […]
»Το Ένας άντρας με τα όλα του είναι ένα έργο διασκεδαστικό, όμως δεν είναι ένα λογοτεχνικό έργο, ούτε ένα ταπεινό έργο που προσεγγίζει έστω λίγο τη λογοτεχνία, κι αυτά τα γράφω έχοντας καλές προθέσεις. Όπως μια ταινία που προσπαθεί να επιστρέψει στους παραγωγούς της τα χρήματα που επένδυσαν, έτσι και το μυθιστόρημα αυτό προσπαθεί απεγνωσμένα να μας ευχαριστήσει».
Ο Άπνταϊκ αφιέρωσε τέσσερις ολόκληρες σελίδες στην κριτική του έργου του Γουλφ, ενώ για τα υπόλοιπα βιβλία που σχολίασε στο ίδιο τεύχος του New Yorker, χρειάστηκε μονάχα μία σύντομη παράγραφο.
Στον χορό μπήκαν ακόμα δύο συγγραφείς, ο Νόρμαν Μέιλερ και ο Τζον Ίρβινγκ, οι οποίοι πήραν το μέρος του… επιτιθέμενου, αλλά παρουσιάστηκαν ακόμα πιο επικριτικοί απέναντι στον Γουλφ, χωρίς να προσεγγίζουν το θέμα με την υποδόρια ειρωνεία της γλώσσας του Άπνταϊκ. Πιο συγκεκριμένα, σε κριτική του στο New York Review of Books, ο Μέιλερ, ο οποίος είχε προηγούμενα με τον Γουλφ, έγραψε τα παρακάτω, με μια σκωπτική διάθεση άνευ ορίων:
«Καθώς διάβαζα το έργο, αισθάνθηκα σαν να έκανα έρωτα με μια γυναίκα εκατόν σαράντα κιλών. Με το που ανέβει πάνω σου, όλα τέλειωσαν. Ή κάνεις έρωτα, ή παθαίνεις ασφυξία. Οπότε, διαβάζεις και απορροφάσαι και απολαμβάνεις ένα μέρος του βιβλίου. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, προσπαθείς -αν προσπαθείς, λέει!- να μην συντριβείς από τα εκατόν σαράντα κιλά».
Ακολούθησε η επίθεση του Τζον Ίρβινγκ, ο οποίος σχολίασε την κόντρα των άλλων τριών στην καναδέζικη τηλεοπτική εκπομπή Hot Type. Ο Ίρβινγκ συνέκρινε το έργο του Γουλφ με «τα κακογραμμένα άρθρα που δημοσιεύονται στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Καθώς διαβάζεις, ξινίζεις αυθόρμητα τα μούτρα σου».
«Δεν νομίζω πως πρόκειται για έναν πόλεμο, γιατί ένα πιόνι δεν μπορεί να πολεμήσει ενάντια σε έναν βασιλιά, έτσι δεν είναι;», δήλωσε.
Ο Τομ Γουλφ σήκωσε το γάντι και παρευρέθηκε στο επόμενο επεισόδιο της εκπομπής Hot Type, περνώντας στην αντεπίθεση:
«Πρόκειται για ένα ξέσπασμα. Ένα μεγαλειώδες ξέσπασμα. Το Ένας άντρας με τα όλα του πανικόβαλε τον Ίρβινγκ, τρομοκράτησε τον Τζον Άπνταϊκ και τον Νόρμαν. Τους τρομοκράτησε.
»Το κύριο θέμα της αποψινής συζήτησης είναι ο Ίρβινγκ. Το τελευταίο του βιβλίο, Χήρα για ένα χρόνο, παρουσιάζει κάποιους νευρωτικούς κατοίκους του Χάμπτονς. Δεν ζουν πραγματικά. Μένουν κλεισμένοι σε ένα σπίτι. Είναι νευρωτικοί. Ο Ίρβινγκ θαυμάζει τα έργα του Ντίκενς. Τον τελευταίο χρόνο, ποιον συγγραφέα συγκρίνουν όλοι με τον Κάρολο Ντίκενς; Τον Τομ Γουλφ, όχι τον Τζον Ίρβινγκ. Φαντάζομαι πως θα ‘χει σκάσει από τη ζήλια του για αυτό…»
Καθώς τα περασμένα πολλές φορές δεν μένουν ξεχασμένα, το 2000, σχεδόν δυο χρόνια αργότερα, ο Γουλφ δημοσίευσε το προβοκατόρικο δοκίμιο «Το Τρίο Στούτζες μου», θέλοντας να δώσει μια πληρωμένη απάντηση στους πολέμιούς του. Στο κείμενο αυτό, ο Γουλφ πέρασε τους αντιπάλους του από γενεές δεκατέσσερις, χαρακτηρίζοντας τον Άπνταϊκ και τον Μέιλερ ως «δυο σωρούς από γέρικα οστά», που δεν είχαν την ενέργεια να γράψουν τίποτε άλλο πέρα από κριτικές, εφόσον ήταν «δυο εξουθενωμένα πτώματα».
Το παραπάνω σκίτσο είναι του ©Drew Friedman, NY Observer.
Στο δοκίμιο, ο Γουλφ δηλώνει πως τα πρόσφατα βιβλία των τριών επικριτών του ήταν «απολύτως αποτυχημένα», και για αυτό το λόγο, άλλωστε, αγνοήθηκαν από το κοινό. Η αδιαφορία των αναγνωστών έχει να κάνει, σύμφωνα με τον Γουλφ, με τη γενικότερη παρακμή της αμερικανικής λογοτεχνίας στην εποχή του:
«Το αμερικάνικο μυθιστόρημα πεθαίνει, όχι από γηρατειά, αλλά από ανορεξία. Χρειάζεται... τροφή. Χρειαζόμαστε μυθιστοριογράφους με ακόρεστη όρεξη και άσβεστη δίψα για... τη σύγχρονη Αμερική. Χρειαζόμαστε μυθιστοριογράφους με την ενέργεια και το κουράγιο να γράψουν για την Αμερική, με τον τρόπο που δρουν οι κινηματογραφιστές μας, δηλαδή με μια αχαλίνωτη περιέργεια και με την παρόρμηση να βρεθούν ανάμεσα σε 270 εκατομμύρια ανθρώπους και να συζητήσουν μαζί τους και να τους κοιτάξουν στα μάτια».
Είναι πολύ πιθανό η συγκεκριμένη διαμάχη να πυροδοτήθηκε από τη δημοσίευση ενός παλαιότερου κειμένου του Γουλφ, στο οποίο έκρουε ξανά τον κώδωνα του κινδύνου για τη μειωμένη απήχηση του αμερικανικού μυθιστορήματος στο ευρύ κοινό. Και πράγματι, αν επιστρέψουμε στην κριτική του Άπνταϊκ για το Ένας άντρας με τα όλα του, θα διαπιστώσουμε πως ο συγγραφέας κάνει μια νύξη στο επίμαχο άρθρο.
Όπως αποκάλυψε ο Τζον Ίρβινγκ στο Big Think το 2009:
«Δεν πιστεύω πως ο Γουλφ, καθώς έγραφε το άρθρο, περίμενε πως θα προσβάλλονταν τόσοι πολλοί μυθιστοριογράφοι, οι οποίοι είχαν γράψει περισσότερα, καθώς και σημαντικότερα βιβλία από τον ίδιο. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί αυτό. Ίσως να μιλούσε από καρδιάς και να μην περίμενε πως το κείμενο θα μας ενοχλούσε τόσο. Από αυτό το άρθρο ξεκίνησε η αντιπαλότητά μας, και ξέρω επίσης, πως από αυτό το άρθρο ξεκίνησε κι η αντιπαλότητά του με τον Άπνταϊκ. Θυμάμαι να διαβάζω ένα γράμμα του Τζον, στο οποίο μου έλεγε πως δεν θα αντιμετώπιζε τον Γουλφ με τόση αυστηρότητα στη δημοσίευσή του στο New Yorker, αν δεν είχε προηγηθεί αυτή η διακήρυξη. Να ξέρετε, βέβαια, πως μάλλον πρόκειται για μια υπερτιμημένη κόντρα. Συνάντησα τον Γουλφ κατά τύχη -αυτός ήταν με τη γυναίκα του, εγώ με ένα από τα παιδιά μου- στο εμπορικό κέντρο Washington Mall πριν από κάποια χρόνια, αφού η φιλονικία μας είχε γίνει δημόσια, υπερβολικά δημόσια, θα έλεγα, εξαιτίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Δεν πιστεύω πως αισθανθήκαμε πολύ άβολα, δεν ήμασταν εχθρικοί ο ένας απέναντι στον άλλον».
Πηγές: The New Yorker, Guardian, Big Think