Δυστυχώς σήμερα πέθανε μια από τις μεγαλύτερες μορφές του μοντέρνου κινηματογράφου, ο σκαπανέας και πάπας της νουβέλ βαγκ και του γαλλικού κι ευρωπαϊκού σινεμά και της περίτεχνης, στοχαστικής και μοντέρνας σκηνοθεσίας, ο περίφημος Ζαν-Λυκ Γκοντάρ.
Του Θόδωρου Σούμα
Απεβίωσε στα 91 του χρόνια, ακόμη ενεργός σκηνοθέτης, μια από τις μεγάλες και διαφορετικές προσωπικότητες του μοντέρνου, παγκόσμιου σινεμά, ο μεγάλος Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Υπήρξε ο νεωτεριστής κι επαναστάτης της nouvelle vague, ο ανανεωτής της γλώσσας του γαλλικού και παγκόσμιου σινεμά, που απομακρύνθηκε ριζικά από το γραμμικό, αμερικάνικο, αφηγηματικό στυλ της λεγόμενης "διαφάνειας", δηλαδή της διαφανούς, αδιόρατης, κλασικής σκηνοθεσίας με το αρμονικό ντεκουπάζ και μοντάζ.
Αντίθετα, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ διατάραξε ριζοσπαστικά το ντεκουπάζ, τη σκηνοθεσία και το μοντάζ... Έκανε τις ταινίες να μοιάζουν με ελεύθερα επαναστατικά ποιήματα, με οπτικοακουστικά παζλ και γρίφους. Υπήρξε ακραίος (πολιτικά, ιδεολογικά και αισθητικά) και εκ θεμελίων ανανεωτής των κινηματογραφικών μορφών. Διακρίθηκε εντονότατα για τις ιδέες, τις παραδοξολογίες, τους φιλμικούς συνειρμούς του, την ετερογένεια των υλικών του που λειτουργούσαν στο έργο του σαν κολάζ της pop art, και για τις καινοτομίες της περίτεχνης, στοχαστικής και μοντέρνας σκηνοθεσίας του.
Ο γκονταρικός κινηματογράφος, τα Pierrot le Fou (1965), Ζούσε τη ζωή της (Vivre sa vie, 1962), Week-end (1968), Συνέβη στην Αμερική (Made in USA, 1967), Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’αυτήν (Deux ou trois choses que je sais d’elle, 1967), Ο σώζων εαυτόν σωθήτω [Sauve qui peut (la vie), 1980], κ.α., διακρίνονται για την ασυνέχεια και την αποσπασματικότητα στην ανάπτυξη της μυθοπλασίας και στην αφήγηση. Η μοντέρνα, ασυνεχής κινηματογραφική γλώσσα και αισθητική του κολάζ, έτσι όπως πλάστηκε και διαμορφώθηκε από τον εφευρετικό, πρωτοπόρο και μορφοπλάστη σκηνοθέτη, υπήρξε μια μεγάλη μορφολογική καινοτομία και κατάκτηση του σινεμά.
Οι ταινίες του χαρακτηρίζονται από τη συνάρθρωση ετερογενών υλικών, σε ένα ενιαίο αισθητικό σύνολο. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ φιλοσοφεί, κάνει κοινωνιολογία και πολιτική, στοχάζεται πάνω στη γλώσσα και την επικοινωνία, παίζει με την τέχνη, την κουλτούρα και το λόγο, παραδοξολογεί, κάνει λογοπαίγνια και συνθέτει ποιητικές σκηνές. Η μέθοδος του Γκοντάρ είναι να περνά διαρκώς από τη λογική και αναλυτική διαδικασία και σκέψη, στην ποίηση και τη φαντασία, και το αντίστροφο. Χρησιμοποιεί, ανασκευασμένα, διάφορα κινηματογραφικά είδη: φιλμ νουάρ, κομεντί, cinéma-verité (κινηματογράφο-αλήθεια) και φανταστικό κινηματογράφο. Ενσωματώνει στις ταινίες του το μαύρο χιούμορ, τη λογοτεχνία, το παράλογο, την πολιτική, την εθνολογία, τις πολιτισμικές αναφορές και τα ντοκουμέντα. Μέσα από τις ιδεολογικές κι αισθητικές αναζητήσεις του ξεπροβάλλουν ανάγλυφα διάφορες όψεις και προβλήματα της γαλλικής κοινωνίας της εποχής του. Διότι υπήρξε, ο χρονικογράφος και ταυτόχρονα, ο πρωτοποριακός καλλιτέχνης της. Ο Γκοντάρ διερεύνησε τη γλώσσα και τα υλικά του σινεμά με τη διάθεση να πειραματιστεί και να ανακαλύψει. Πρώτα απ’όλα, υπήρξε δημιουργός πρωτότυπων εικόνων και ήχων, νέων οπτικών-μονταζικών μορφών, αναζητήσεων και ιδεών σχετικά με την τέχνη του.
Αντίο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Μαζί σου τελείωσαν και τα δικά μας νιάτα. Πένθος... Αν και χάνεσαι στην ανυπαρξία, αναδεικνύεσαι στον χώρο των τεχνών στην αιωνιότητα.
Πλάνα από τις ταινίες «Τρελός Πιερό» (1965) και «Weekend» (1967). |
* Ο Θόδωρος Σούμας είναι κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας.