Θεωρούμε ηθικά επιβεβλημένο να αποδοκιμάσουμε τη συγγραφική και εκδοτική πράξη που εξ αντικειμένου στρέφεται κατά της ανθρώπινης και της πνευματικής υπόληψης, καθώς και της υστεροφημίας του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μια πράξη που, από την περίοδο που επιλέχτηκε να γίνει, δείχνει και την αναλγησία αυτών που την έκαναν.
Κάθε άνθρωπος δικαιούται να λέγει κατ’ ιδίαν ό,τι θέλει για τους άλλους, ακόμη και για τους φίλους του –εκφράζοντας ενδεχομένως στιγμιαίες γνώμες και αντιδράσεις– κανείς όμως δεν έχει το δικαίωμα να δημοσιοποιήσει, να δημοσιεύσει τα λόγια του, ισχυριζόμενος, μάλιστα, σε μια στιγμή που εκείνος δεν μπορεί να τον ελέγξει και να τον διαψεύσει, ότι έχει τη συναίνεσή του. Και επιπλέον κατασκευάζοντας αυτή τη δήθεν συγκατάθεση με τον ισχυρισμό μιας τάχα «δεκαετούς [!] συνέντευξης» και προσθέτοντας ποιος ξέρει πόσες άλλες αναλήθειες.
Κάθε άνθρωπος δικαιούται να λέγει κατ’ ιδίαν ό,τι θέλει για τους άλλους, ακόμη και για τους φίλους του –εκφράζοντας ενδεχομένως στιγμιαίες γνώμες και αντιδράσεις– κανείς όμως δεν έχει το δικαίωμα να δημοσιοποιήσει, να δημοσιεύσει τα λόγια του, ισχυριζόμενος, μάλιστα, σε μια στιγμή που εκείνος δεν μπορεί να τον ελέγξει και να τον διαψεύσει, ότι έχει τη συναίνεσή του.
Αλλά κι αν υποτεθεί ότι πριν από μια δεκαπενταετία υπήρξε κάποιας μορφής συναίνεση, αυτή έχει ακυρωθεί από τη μη τήρηση, τη μη ύπαρξη δύο βασικών προϋποθέσεων που έθετε ο Ντ. Χριστιανόπουλος πριν από τη δημοσίευση των συνεντεύξεών του, δηλ. τον προηγούμενο έλεγχο του γραπτού κειμένου και την τελική έγκρισή του από τον ίδιο. Εφόσον οι προϋποθέσεις αυτές δεν υπήρξαν, τούτο καθιστά την υποτιθέμενη αρχική συγκατάθεση -αν δόθηκε- άνευ ισχύος και τη δημοσίευση και έκδοση του περιεχομένου των συνομιλιών ανεπίτρεπτη.
Ο Χριστιανόπουλος, σε κατάσταση πλήρους πνευματικής διαύγειας, έχει γραπτώς δηλώσει την ανάγκη ύπαρξης των δύο παραπάνω προϋποθέσεων. Σε ένα μάλιστα απόσπασμα της σχετικής δήλωσής του νομίζει κανείς ότι με τρόπο προβλεπτικό και αναντίλεκτο απαντά στη συγγραφέα του βιβλίου που προκάλεσε τη διαμαρτυρία μας:
«Πολλοί νομίζουν πως μια συνομιλία πρέπει να τυπώνεται ακριβώς όπως έγινε, για να κρατηθεί τάχα […] η ιδιομορφία του αυθόρμητου λόγου […] Πέρα όμως από το ύφος, το ρετουσάρισμα θα αποκλείσει και άτυχες ή άδικες φράσεις που μπορεί να πληγώσουν κάποιον χωρίς λόγο, ενώ δεν θα προσφέρουν τίποτε θετικό. Εκτός εάν η συνέντευξη εκμαιεύεται ακριβώς γι’ αυτές τις φράσεις…
Εκτός αυτού με ενοχλεί συχνά και το λεξιλόγιό μου. Αυτά που όταν λέχθηκαν μπορεί να ήταν νόστιμα, τώρα που τυπώθηκαν έγιναν χυδαία. Βλέπετε λοιπόν γιατί χρειάζεται εκ των υστέρων μία επέμβαση; Αυτή την επέμβαση δεν τη θελήσατε, κι έτσι με πικράνατε πολύ, πικραίνοντας ταυτόχρονα κι αυτούς που τους πήραν τα σκάγια».
Στο σημείο αυτό αισθανόμαστε επίσης την ανάγκη να αποδοκιμάσουμε και τη συνέργεια σε αυτήν την πράξη του εκδότη που εξέδωσε το βιβλίο και το κυκλοφορεί.
Θέλουμε, τέλος, να πιστεύουμε ότι ο κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων του Ντίνου Χριστιανόπουλου και στενότατος συγγενής του, δεν συναίνεσε στην έκδοση, και εάν συναίνεσε, δεν θα γνώριζε καλόπιστα το περιεχόμενό της. Γι’ αυτό του ζητούμε να συμβάλει και αυτός, με όποιον τρόπο νομίζει, στην προστασία του ανθρώπου του και της πνευματικής κοινότητας από μια επιδημική ενέργεια που απειλεί να δηλητηριάσει την πνευματική ζωή όλων μας.