
Για τη νέα ταινία του Ρομάν Πολάνσκι «Μια αληθινή ιστορία».
Του Νίκου Ξένιου
Το Μια αληθινή ιστορία του Ρομάν Πολάνσκι είναι μια σκοτεινή κινηματογραφική μεταφορά λογοτεχνικού έργου, που θέμα της έχει τη δημιουργική διαδικασία, την ενδοσκόπηση και το αδιέξοδο του συγγραφέα μπροστά στη λευκή σελίδα του υπολογιστή του. To τελευταίο έργο του Γαλλοπολωνού δημιουργού αξιοποιεί την κινηματογράφηση των διαφορετικών αντιλήψεων της πραγματικότητας, ειδωμένων ως θραυσμάτων μιας κατακερματισμένης προσωπικότητας. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον σενάριο που ο Πολάνσκι συνέγραψε με τη βοήθεια του Γάλλου σεναριογράφου και σκηνοθέτη Ολιβιέ Ασαγιάς (Clouds of Sils-Maria), βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ντελφίν Βίγκαν. Η ταινία έλαβε πολλές αρνητικές κριτικές για την παραισθησιακή ποιότητά της και για την αίσθηση που άφησε της επανάληψης παλαιότερων σεναρίων του, όπως της Αποστροφής (1965) και του Μωρού της Ρόζμαρι (1968), όπως και του πιο πρόσφατου: Ghost Writer (2010). Ωστόσο, μια σειρά επιχειρημάτων θα μπορούσαν να αντικρούσουν τη χλιαρή υποδοχή της ταινίας.
Ποιος είναι ο χαρακτήρας για το κοινό
H Ντελφίν έχει κάνει θραύση με το βιβλίο που αναφέρεται στη νευρική κατάρρευση της μητέρας της, αλλά δέχεται σωρεία ανώνυμων, απειλητικών επιστολών, που την κατηγορούν για ανήθικη εκμετάλλευση της ιδιωτικότητας της νεκρής της μητέρας.
Στα πλεονεκτήματα του έργου κατατάσσεται το γεγονός ότι την επιτυχημένη παριζιάνα μυθιστοριογράφο Ντελφίν υποδύεται η σύζυγος του Πολάνσκι Εμανουέλ Σενιέ. Πρόκειται για μιαν εσωτερική ερμηνεία, γεμάτη σωματικότητα και αλήθεια, που καταξιώνει για μιαν ακόμη φορά τη σπουδαία αυτήν ηθοποιό. Η υπόθεση ξεκινά από μια συγγραφική επιτυχία και από τη δημιουργία μιας «δημόσιας φιγούρας»: η Ντελφίν έχει κάνει θραύση με το βιβλίο που αναφέρεται στη νευρική κατάρρευση της μητέρας της, αλλά δέχεται σωρεία ανώνυμων, απειλητικών επιστολών, που την κατηγορούν για ανήθικη εκμετάλλευση της ιδιωτικότητας της νεκρής της μητέρας. Ένα δεύτερο πλεονέκτημα είναι πως το σενάριο ευθύς εξαρχής καταπιάνεται με τη «μετα-αφήγηση», την επισήμανση της κενότητας που υποκρύπτεται πίσω από τη συμβατική αφήγηση και την απέχθεια του συγγραφέα προς τις αυτοβιογραφικές αναφορές, που «δεν ενδιαφέρουν κανέναν». Η συγγραφέας αυτή μετά βίας αντέχει τις δημόσιες υπογραφές και τη λατρεία των fans της, ενώ περνά μια περίοδο «burn out», αδυνατώντας να ξεκινήσει καν το follow-up έργο της.
Το αδιέξοδο της συγγραφέως έρχεται να διακόψει μια νέα φίλη και θαυμάστρια από το πουθενά, η «δίδυμή» της ghost writer που φέρει το μυστηριώδες ψευδώνυμο «Elle». Την Ελ υποδύεται με μια δόση υπερβολής η Έβα Γκρην (τη γνωρίζουμε από την ταινία του Τιμ Μπάρτον Miss Peregrine’s Home for Peculiar Children). Αναδυόμενη με χιτσκοκικό τρόπο από το απέναντι παράθυρο, με ταχείς ρυθμούς εισβάλλει στη ζωή της Ντελφίν, υποβάλλοντάς της κάποια «κλήση» συγγραφής μιας «μυστικής, κρυφής ιστορίας» αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και ενοχοποιώντας την για τη δημόσια έκθεσή της σε συνεντεύξεις και mails. Ο ανταγωνισμός, η φυσική (ή τεχνητή) ομοιότητα προς το συγγραφικό της πρότυπο, ο λογοτεχνικός της κανιβαλισμός φτάνει σε ακρότητες, ανασύροντας τη Ντελφίν από τη θολή της, ονειρώδη καταβύθιση στη λήθη. Η υπερβολή θα μπορούσε να καταταγεί στα σεναριακά μειονεκτήματα της ταινίας. Πρόκειται για μιαν υπερβολή, όμως, στιλιστικά υποστηριγμένη, που θέτει επί τάπητος και τον ενδιαφέροντα προβληματισμό για το πόσο τραυματική μπορεί να αποβεί η έναρξη μιας νέας φιλίας και η ταχεία αλληλοπεριχώρηση του προσωπικού χώρου δύο ανθρώπων.
Η στροφή προς τα ένδον
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η ερμηνεία του Βανσέν Περέζ στον ρόλο του Φρανσουά, του ερωτικού συντρόφου της Ντελφίν, που αναλίσκει τον χρόνο του σε υπερατλαντικά ταξίδια για να πάρει συνεντεύξεις για το τηλεοπτικό του σώου από καταξιωμένους συγγραφείς όπως τον Κόρμακ Μακ Κάρθυ, τη Τζόαν Ντίντιον, τον Μπρετ Ήστον Έλις, τον Ίαν Μακ Γιούαν και τον Ντον Ντελίλο.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι το ότι, παρά την άρνησή της να το «γυρίσει» στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, η ευεπηρέαστη μπεστσελερίστα αρχίζει να ανασύρει τα τετράδια ημερολογίου της, τις παλιές φωτογραφίες και τις τρομακτικές παιδικές της ιστορίες, ενώ η κοινωνιοπαθής, χειριστική Ελ αποκαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά της προσωπικότητάς της με παρασιτικό, βαμπιρικό τρόπο. Με πρωτοφανή αφέλεια και bona fide (που δικαιολογείται σεναριακά στο τέλος της ταινίας) η Ντελφίν την αφήνει να αναλάβει τα ηνία των δημόσιων σχέσεών της, να χειριστεί τον κωδικό της στο facebook, να την απομονώσει από τις επαφές της και να μετακομίσει, προσωρινά υποτίθεται, στο σπίτι και στο λογοτεχνικό της milieu, να βυθιστεί στις πιο μύχιες προσωπικές της περιοχές, να την ποτίσει με ηρεμιστικά Xanax και να πλαστογραφήσει τις δημόσιες εμφανίσεις της, διατηρώντας ένα μόνιμο ύφος απειλητικού ερωτισμού σαπφικής απόχρωσης.
Όμως πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η ερμηνεία του Βανσέν Περέζ στον ρόλο του Φρανσουά, του ερωτικού συντρόφου της Ντελφίν, που αναλίσκει τον χρόνο του σε υπερατλαντικά ταξίδια για να πάρει συνεντεύξεις για το τηλεοπτικό του σώου από καταξιωμένους συγγραφείς όπως τον Κόρμακ Μακ Κάρθυ, τη Τζόαν Ντίντιον, τον Μπρετ Ήστον Έλις, τον Ίαν Μακ Γιούαν και τον Ντον Ντελίλο: μια διαρκής απουσία που προσδίδει σασπένς και γεμίζει ειρωνικούς υπαινιγμούς την πλοκή της ιστορίας. Πρόκειται, επίσης, για σαφή σχολιασμό της ψευδεπίγραφης ιδιωτικότητας στην εποχή της reality TV και των social media, για υπαινιγμό στο επισφαλές της ανωνυμίας, για χαοτικό σχεδιασμό της εκτροχιασμένης έννοιας της οικειότητας και για αναφορά στην αμφισημία της αφηγηματικής «φωνής».
Μπορεί το σασπένς του συσχετισμού των δύο γυναικών, τουλάχιστον υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης κινηματογράφησης, να παραπέμπει στο Misery του Ρομπ Ράινερ ή στο Panic Room του Ντέιβιντ Φίντσερ. Οι σεναριακές λύσεις ήδη έχουν παραλληλιστεί με την Περσόνα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, με το ερωτικό θρίλερ Single White Female του Μπάρμπετ Σρέντερ και κυρίως με το Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν του Ρόμπερτ Όλντριτς. Άλλοι βρήκαν ομοιότητες με τις Αδελφές του Μπράιαν ντε Πάλμα και με τον Υπηρέτη του Τζόζεφ Λόουζι. Οι επιρροές του Πολάνσκι δεν κρύβονται, ούτε θα ήταν δυνατόν να τον απασχολεί κάτι τέτοιο στο στάδιο της απόλυτης ωριμότητάς του. Η αληθοφάνεια επίσης δεν φαίνεται να απασχολεί ούτε τον σκηνοθέτη ούτε τον εξαίρετο συν-σεναριογράφο του, ενώ η αναληθοφανής ατμόσφαιρα της ταινίας υπογραμμίζεται από τη μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά, την κάμερα του Πάβελ Έντελμαν και το σοφιστικέ σκηνικό του Ζαν Ραμπάς. Είναι ξεκάθαρο πως ο Πολάνσκι θέλησε να επιστρατεύσει clichés του τύπου «διάκριση του métier από τη βαθύτερη ουσία του καλλιτέχνη», ή «ο καλλιτέχνης καταβροχθίζει την πηγή έμπνευσής του», για να υπηρετήσει ένα απόλυτα προσωπικό υποείδος του ψυχολογικού θρίλερ που ο ίδιος έχει θεσπίσει και καθιερώσει μέσα στα χρόνια, μια ταινία τύπου arthouse που αναμφισβήτητα καθηλώνει τον θεατή και τον αφήνει άναυδο με τους εντυπωσιακούς της ακροβατισμούς και την τολμηρή, αισθησιακή περιδιάβαση της κάμερας στο άγγιγμα και το χάδι δυο ώριμων γυναικείων βλεμμάτων.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.