
Για την ταινία «Πολυξένη» της Δώρας Μασκλαβάνου, που βγαίνει αύριο, 14 Δεκεμβρίου, στις αίθουσες.
Του Νίκου Ξένιου
Η ιστορία της Πολυξένης, στην ομώνυμη ταινία της Δώρας Μασκλαβάνου, εκτυλίσσεται κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Το καστ περιλαμβάνει Έλληνες και Τούρκους ηθοποιούς που συνεργάζονται εξαιρετικά. Πρόκειται για μιαν αξιόλογη παραγωγή που, πέρα από τις εξέχουσες ερμηνείες του Οζγκούρ Εμρέ Γιλντιρίμ και της Λυδίας Φωτοπούλου, συγκεντρώνει μια ολόκληρη σειρά από κινηματογραφικές αρετές, όπως έξοχη φωτογραφία, δυνατό μοντάζ και υποβλητική μουσική. Η τολμηρή παραγωγός Φένια Κοσοβίτσα αναδεικνύει κάποιες γωνιές της Κωνσταντινούπολης που οδηγούν, συμπληρούμενες από τη φαντασία του θεατή, στη διαγραφή της Πόλης της δεκαετίας του '70, με όλες τις πτυχές της ζωής της εκεί ελληνικής παροικίας, με το Ταξίμ, την εκκλησία της Αγίας Τριάδας και τη θέα στον Βόσπορο.
Πλούσια κληρονόμος αλλά μοιραία
Η συμπεριφορά της και οι επιλογές της τη χαρακτηρίζουν ως επαναστάτρια, αντικομφορμίστρια και άκρως αυτοκαταστροφική, δεδομένων των κοινωνικών ρόλων της εποχής και του τόπου, δεδομένου του φύλου της και του ότι, εκτός από Πολυξένη, η ηρωίδα νιώθει διαρκώς και πολύ... ξένη.
Η ιστορία ξεκινά ήδη από το 1955, όταν το πλούσιο ζεύγος Σεριάδη από την Κωνσταντινούπολη υιοθετεί την Ελληνοπούλα Πολυξένη και της προορίζει μια τεράστια περιουσία. Το αφηγηματικό παρόν της δεκαετίας του εβδομήντα εμφανίζει την ενήλικη πια Πολυξένη ως αφομοιωμένη με την επίμεικτη κουλτούρα της ανθούσας ελληνικής παροικίας της Πόλης. Η Κάτια Γκουλιώνη αναγκάστηκε να κάνει μαθήματα Τουρκικής και Γαλλικής, ώστε να ανταποκριθεί στον δύσκολο πρωταγωνιστικό ρόλο της Πολυξένης Σεριάδη. Εκτός από το δωρικό της φυσιογνωμίας της, η Κάτια Γκουλιώνη έχει μια φυσική αμηχανία που αναδεικνύει τον περίεργο, αντιδραστικό και ευθύτατο χαρακτήρα της ηρωίδας.
Όταν πεθαίνει ο θετός της πατέρας και τής κληροδοτεί όλη του την περιουσία, η Πολυξένη οφείλει να απεκδυθεί τον ρόλο της παρακόρης που κάνει παρέα με τις μαγείρισσες και να υποδυθεί τον ρόλο της πολύφερνης νύφης με όλα όσα αυτός συνεπάγεται. Όμως, αρνείται να ενηλικιωθεί κατά το δοκούν και απορρίπτει το προξενιό με ένα εξέχον μέλος της κωνσταντινουπολίτικης κοινωνίας (τον υποδύεται ο Νίκος Καραθάνος με μεγάλη επιτυχία). Η συμπεριφορά της και οι επιλογές της τη χαρακτηρίζουν ως επαναστάτρια, αντικομφορμίστρια και άκρως αυτοκαταστροφική, δεδομένων των κοινωνικών ρόλων της εποχής και του τόπου, δεδομένου του φύλου της και του ότι, εκτός από Πολυξένη, η ηρωίδα νιώθει διαρκώς και πολύ... ξένη.
Μόνη της, «ανεπαισθήτως», αυτή η femme fatale υψώνει τα τείχη που θα την αποκλείσουν από τον κοινωνικό της περίγυρο, επιλέγοντας τον έρωτα ενός Τούρκου χαμηλής κοινωνικής τάξης και εισάγοντας το προγαμιαίο σεξ στο σπίτι «κεκλεισμένων των θυρών» αμέσως μετά τον θάνατο και της μητέρας της, μπροστά στα έκπληκτα μάτια της κουτσομπόλας της γειτονιάς (πειστικότατη στον ρόλο η Υβόννη Μαλτέζου). Το δράμα κορυφώνεται με τη σωρεία δολοπλοκιών, μηχανορραφιών και μικρότητας που ο περίγυρος αυτός μεθοδεύει εις βάρος της, πρωτοστατούντος του άλλοτε έμπιστου ορθόδοξου ιερέα της κοινότητας. Έντονο θέμα ανασφάλειας και έλλειψης εμπιστοσύνης εγκαθιδρύεται στον ψυχισμό της Πολυξένης, που αθροίζεται στο ασυμβίβαστο του χαρακτήρα της και στην εκρηκτική ιδιοσυγκρασιακή της δομή για να δυναμιτίσει την ευτυχία της και να την οδηγήσει στο φρενοκομείο, εκεί όπου το σενάριο ολισθαίνει σε κάπως μελοδραματικά μονοπάτια.
Απόλυτοι χαρακτήρες και άρωμα εποχής
Ενώ παρακολουθείς την κατρακύλα της Πολυξένης στη φαρμακευτική παραίσθηση και τη σύγχιση της φιγούρας του απολεσθέντος αδελφού με τη φιγούρα του εραστή, δεν μπορείς παρά ν' αναγνωρίσεις την παντοδύναμη φύση του έρωτα, τον καταλυτικό ρόλο της επιθυμίας, την υπεροχή του θηλυκού στοιχείου ακόμη και σε μια πατρογραμμική δομή κοινωνίας.
Η ιστορία, παρά τις μελοδραματικές της κορυφώσεις και τον ραγδαίο ρυθμό επισώρευσης των δυστυχιών στη ζωή της ηρωίδας, παραμένει άκρως συγκινητική. Η Δώρα Μασκλαβάνου με φεμινιστική οπτική αποκαλύπτει αδιόρατες πτυχές του γυναικείου ψυχισμού, επιλέγοντας ένα σκηνικό συνθλιπτικό για τη γυναικεία φύση. Αφήνει συχνά ανερμήνευτες κάποιες αντιδράσεις της ηρωίδας της, όπως ακριβώς κάνει ένας καλός μυθιστοριογράφος ανοίγοντας ένα «παράθυρο» στο υπερβατολογικό ή αποκλείοντας την εκλογίκευση, ιδιαίτερα στα σημεία όπου κυριαρχεί ο έρωτας. Για παράδειγμα, ο σχετικά παθητικός τρόπος με τον οποίο η Πολυξένη αποδέχεται την εισαγωγή της στο ψυχιατρείο και αρχίζει να υπογράφει την καταδίκη της παραχωρώντας τα πρωτοτόκιά της στους αδηφάγους «εντολοδόχους» του πατέρα της μοιάζει με εθελούσια θυσία. Και, φυσικά, δεν υποστηρίζεται σεναριακά. Μπαίνεις στη διαδικασία να υποθέσεις πως το σενάριο θέλει να βαδίσει η ηρωίδα τον προσωπικό της Γολγοθά χωρίς αυτή η απόφαση να απορρέει από μιαν αντικειμενική συνθήκη, σαν να είναι αποκύημα του ασύμπτωτου της ύπαρξής της με τον κόσμο.
Οι περίπατοι και η ανέμελη σωματική επαφή με τον Τούρκο εραστή στο συγκεκριμένο κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο καθιστούν την Πολυξένη τόσο ακραία ως χαρακτήρα, που με τα τετριμμένα κριτήρια θα συνιστούσε όντως ψυχιατρική περίπτωση: όμως ο θεατής θυμώνει και ενίσταται με την ανεπίτρεπτη εισβολή στη ζωή της και την ποδηγέτησή της από έναν ασυνείδητο ψυχίατρο, που λειτουργεί και εμφανίζεται με λήψεις oblique ως ένα είδος σατύρου, σατανά ή παρωδίας επιστήμονα. Η βίαιη αντίδραση της Πολυξένης στο πατριαρχικό περιβάλλον της οικίας και της γειτονιάς είναι φυσική, αν αναλογιστεί κανείς το τραυματικό της παρελθόν: έχει βιώσει τον βίαιο θάνατο των γονιών της και τον εξίσου βίαιο αποχωρισμό από τον αδελφό της, τον οποίο δεν μπορεί να ξεχάσει και τον οποίο η σκηνοθέτις αποδίδει με κάπως τετριμμένα φλας μπακ.
Και, ενώ παρακολουθείς την κατρακύλα της Πολυξένης στη φαρμακευτική παραίσθηση και τη σύγχιση της φιγούρας του απολεσθέντος αδελφού με τη φιγούρα του εραστή, δεν μπορείς παρά ν' αναγνωρίσεις την παντοδύναμη φύση του έρωτα, τον καταλυτικό ρόλο της επιθυμίας, την υπεροχή του θηλυκού στοιχείου ακόμη και σε μια πατρογραμμική δομή κοινωνίας. Και να θριαμβολογήσεις (αναφωνώντας χαιρέκακα: «Ναι!») για το πλήγμα που υφίσταται η ψευδοσεμνότυφη, καννιβαλική εκδοχή καθωσπρεπισμού και εθνολογικής καθαρότητας των γύρω.
Η μάνα που μαραζώνει και τα κοράκια
Παρά την επιφανειακή κοινωνική της εικόνα, η κυρία Φωτοπούλου διεισδύει στον εσώτερο ψυχισμό της μητέρας που υποδύεται και αποκαλύπτει ένα απύθμενο συναισθηματικό βάθος, που τη διαφοροποιεί έντονα από τα «κοράκια» που εποφθαλμιούν την περιουσία της και σφίγγουν γύρω της τον κλοιό.
Η Λυδία Φωτοπούλου στον ρόλο της μητέρας της Πολυξένης και ο Ακύλλας Καραζήσης στον ρόλο του πατέρα συμπληρώνουν το αξιόλογο καστ. Ιδιαίτερα η Λυδία Φωτοπούλου είναι συγκινητική στον τρόπο με τον οποίο υποστηρίζει αυτήν την πείσμονα αριστοκράτισσα που «μόνον αγοράζει» και αρνείται να πουλήσει, ενώ η περιουσία της διαλύεται στα εξ ών συνετέθη. Αυταρχική αλλά και τρυφερή, κυριολεκτικά μαραζώνει από την άρνηση της Πολυξένης να ενταχθεί στον μικρόκοσμό της και να υποδυθεί τους κοινωνικούς ρόλους που προσδοκά απ' αυτήν. Παρά την επιφανειακή κοινωνική της εικόνα, η κυρία Φωτοπούλου διεισδύει στον εσώτερο ψυχισμό της μητέρας που υποδύεται και αποκαλύπτει ένα απύθμενο συναισθηματικό βάθος, που τη διαφοροποιεί έντονα από τα «κοράκια» που εποφθαλμιούν την περιουσία της και σφίγγουν γύρω της τον κλοιό: αλλά νομίζω σε αυτό το σημείο αποκαλύπτεται, κυρίως, το ανατρεπτικό στοιχείο που κρύβει μέσα της η γυναικεία, ερωτική ματιά της Δώρας Μασκλαβάνου.
Η «Πολυξένη» φέρει ενστιγματικά τις ποιότητες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και τις κεραίες του σύγχρονου σκηνοθέτη. Το πρώτο γνώρισμα αποτυπώνεται στους διαλόγους, σεναριακά, ενώ το δεύτερο στο μοντάζ. Στην ταινία επικρατεί η μορφή του εραστή της Πολυξένης, που τον υποδύεται συγκλονιστικά ο Οζγκούρ Εμρέ Γιλντιρίμ. Άψογη φωτογραφία του Claudio Bolivar και αισθαντική μουσική του Νίκου Κυπουργού με την παιδική χορωδία «Rosarte» της Ρόζης Μαστροσάββα. Εξαιρετικά σκηνικά και κοστούμια του Γιώργου Γεωργίου και της Δέσποινας Χειμώνα. Σκηνοθέτις, σεναριογράφος, τραγουδίστρια και ηθοποιός, η Δώρα Μασκλαβάνου είναι γνωστή από την πρώτη μεγάλου μήκους της με τίτλο «Κι αύριο μέρα είναι», ενώ η δεύτερη με τίτλο «Κι αν φύγω... θα ξανάρθω» είχε διεθνή καριέρα. Έγραψε ακόμη, μαζί με τον Φίλιππο Τσίτο, το σενάριο της ταινίας του δεύτερου «Άδικος Κόσμος».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.