
Για το Ξενία, τη νέα ταινία του Πάνου Κούτρα.
Του Νίκου Ξένιου
Η στοχαστική ευαισθησία του Πάνου Κούτρα έρχεται για μιαν ακόμη φορά να μας εκπλήξει, μετά τη συγκλονιστική Στρέλλα. Ήδη από την Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά ο Έλληνας σκηνοθέτης έχει δώσει δείγματα μιας ποιητικής, αντισυμβατικής γραφής στον κινηματογράφο, που προϊδέαζε για ακόμη καλύτερες ταινίες.
Θέμα της νέας του ταινίας, η σημερινή Ελλάδα, με το ετερόκλητο πλήθος αλλοδαπών δεύτερης και τρίτης γενιάς που έχουν γεννηθεί, πολιτογραφηθεί κι ανατραφεί ως Έλληνες, ωστόσο διατηρούν μιαν αχνή ανάμνηση ενός άλλου πολιτισμικού μορφώματος και νιώθουν «όπου γης πατρίδα». Με αμφίβολες καταβολές, με ξένες μητέρες και Έλληνες πατέρες, με άγνωστους πατέρες που τους έχουν εγκαταλείψει, που τους έχουν διαγράψει. Τέτοια είναι και η περίπτωση των δυο έφηβων ηρώων του Ξενία: του μικρού, πανκ γκέι Ντάνι, και του μεγάλου, ευαίσθητου και δουλευταρά Όντι (Οδυσσέα). Μοιάζει λίγο κλισέ αυτή η διάκριση χαρακτήρων, αλλά στη συγκεκριμένη ταινία κυλά στο αίμα του θεατή ως συστατικό αυτόνομο της ταινίας, χωρίς να προβληματίζει.
Θα ζήσουν σαν κυνηγημένα και θα στεγάσουν την ιδιαιτερότητα της σχέσης τους σε ένα ερειπωμένο, εγκαταλελειμμένο κτήριο που κάποτε στέγαζε ένα πολυτελές ξενοδοχείο «Ξενία».
Μετά τον θάνατο της Αλβανής μητέρας τους, τα δυο αδέλφια επιδίδονται στην αναζήτηση ενός ανάξιου πατέρα που καλά καλά δεν τον θυμούνται. Σε μια ποπ αισθητικής σύνθεση, θα συναντήσουν τους νεοναζί που επιτίθενται στα σταυροδρόμια του κέντρου της Αθήνας, εκεί όπου συχνάζουν οι ομοφυλόφιλοι, οι τοξικομανείς και οι Αφγανοί παράνομοι μετανάστες, θα βγουν στον δρόμο («the long and winding road that leads to their home»), θα ζήσουν σαν κυνηγημένοι και θα στεγάσουν την ιδιαιτερότητα της σχέσης τους σε ένα ερειπωμένο, εγκαταλελειμμένο κτήριο που κάποτε στέγαζε ένα πολυτελές ξενοδοχείο «Ξενία» στην Κοζάνη της δεκαετίας του ’70. Οι συνειρμοί είναι αυτόματοι: η έννοια της φιλοξενίας στον τίτλο, αλλά και το ευρύτερο ιδεώδες της πολυθρύλητης «ελληνικής φιλοξενίας» έρχονται σε κατάφωρη, ειρωνική αντίθεση με την ονομασία «Ξένιος Ζευς» που έχει η επιχείρηση καταδίωξης των παράνομων μεταναστών στην Ελλάδα. Δεν είναι δίχως νόημα η υποψία ότι ο ανάξιος πατέρας κατεβαίνει υποψήφιος στη Θεσσαλονίκη με κόμμα της ακροδεξιάς.
Οι χαρακτήρες
Συγκίνηση, χειροκροτήματα και συνεχείς επευφημίες συνόδεψαν τους παράγοντες του Ξενία μετά το τέλος της παρθενικής του προβολής στην Αθήνα, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, χθες βράδυ. Οι λόγοι της επιτυχίας ήταν πολλοί: ο Κούτρας είχε δώσει δείγματα ποιοτικού κινηματογράφου και στη Στρέλλα, ενώ το θέμα της ομοφυλοφιλίας το χειρίζεται, στη νέα του ταινία, ανοικτά και απροκατάληπτα. Επίσης, δεν είναι λίγο το γεγονός ότι το έργο του αποκλίνει αισθητά από το queer cinema του συρμού, καθιερώνοντας τον κοινωνικό προβληματισμό, εστιάζοντας στην ξενοφοβία και στον ευρύτερο φόβο του διαφορετικού, περιγράφοντας με χιούμορ αλλά και μελανά χρώματα το ερειπωμένο τοπίο της Ελλάδας μετά την οικονομική κρίση. Ο Κώστας Νικούλι, συγκλονιστικός στον ρόλο του τρωτού αλλά και θαρραλέου Ντάνι, αυτού του τεθηλυσμένου δεκαεξάχρονου θιασώτη της Πάτυ Πράβο και των γλυκισμάτων που κρατά πεισματικά ένα κλεμένο όπλο και δεν διστάζει να το στρέψει ενάντια σε όποιον καταπατά το δικαίωμα της ύπαρξης, της ταυτότητας και της ελευθερίας του. Ο μεγαλύτερος -δεκαοκτάχρονος- αδελφός, ο Οδυσσέας (Νίκος Γκέλια), με ταλέντο τραγουδιστή και μεγάλη ευαισθησία, αναγκάζεται να συμμεριστεί την εναγώνια αναζήτηση, τους κινδύνους και την αναζήτηση του «ακατονόμαστου» (Γιάννης Στάνκογλου) από τον μικρό του αδελφό.
Το τριχωτό στήθος του «ακατονόμαστου»
Το κουνελάκι Ντίντο, λευκό και χνουδωτό, συνιστά αλληγορία της παιδικής αθωότητας και η υφή του τριχώματός του συγχέεται, στο μυαλό του Ντάνι, με το τριχωτό στήθος ενός πατέρα ασαφούς ως προς το περίγραμμα. Το λούτρινο αυτό (που παραπέμπει στο «Ντόνι Ντάρκο» του Ρίτσαρντ Κέλλυ) είναι μια από τις αγαπητές στον Κούτρα φαντασμαγορίες τις δανεισμένες από το ζωϊκό βασίλειο και τη «ματιά» του παιδικού παιχνιδιού. Η προσωποποίηση του κουνελιού έχει παραμέτρους δανεισμένες από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, αλλά κυρίως παραπέμπει στη χαμένη αθωότητα της παιδικής ηλικίας, την οποία ο Ντάνι αποφασίζει να θάψει ανεπιστρεπτί στη διάρκεια αυτού του μυητικού ταξιδιού ενηλικίωσης. Το νεορομαντικό σκηνικό με τα ζωάκια του δάσους που παρακολουθούν την ήρεμη βάρκα να πλέει μέσα στη νύχτα στο ποτάμι με τα δυο αδέλφια αποκοιμισμένα, παραπέμπει στη Νύχτα του κυνηγού του Τσαρλς Λότον. Η μελοδραματική κλιμάκωση έχει επιρροές από τον σύγχρονο ισπανικό κινηματογράφο, ενώ οι έντονα εξπρεσσιονιστικές γυναικείες φιγούρες ανακαλούν τον Φεντερίκο Φελλίνι. Το soundtrack είναι χαρακτηριστικό των road movies, ενώ η αναζήτηση των ριζών στο πρόσωπο του συμβολικού Πατέρα και η εκκίνηση μιας μονόδρομης ενηλικίωσης είναι θέμα μιας πλειάδας πρόσφατων και παλαιότερων ταινιών του αμερικανικού «εκτός των τειχών» κινηματογράφου.
Είναι ενδιαφέρουσα η σύγχυση της παιδικής μνήμης σχετικά με την τριχωτή αγκαλιά της πατρικής φιγούρας, που ούτε επιβεβαιώνεται ούτε ακυρώνεται από το σενάριο. Σημασία φαίνεται να έχει το ψυχικό βίωμα, το παιδικό τραύμα, η ανάγκη για επιστροφή στις ρίζες και για «λύση» των εκκρεμοτήτων. Αυτό όμως σημαίνει και τη βίαιη ενήβωση. Την εγκατάλειψη των λιλιπούτειων παιχνιδιών και την είσοδο στη χώρα του μυστηρίου και της ομοφοβικής βίας, της βίας κατά του διαφορετικού και του «εισβολέα» αλλοδαπού. Μια βία που υφέρπει στην ελληνική πραγματικότητα σε όλες τις δεκαετίες της αστικοποίησης μετά το ’60, και που απλά εκδηλώνεται τώρα, στην εποχή της απομύθευσης της ευμάρειας και της έξαρσης της ανεργίας. Κολοσσιαία ζητήματα ταυτότητας εγείρονται στη ζωή των ηρώων της ταινίας, και σε αυτούς θα μπορούσε κανείς να συμπεριλάβει την ουκρανή τραγουδίστρια Μαρία και τον ξεπεσμένο, παρακμιακό γκέι «θείο» που μανατζάρει το νυκτερινό σκυλάδικο «Paradiso», συζεί με έναν Άραβα και ενσαρκώνεται με αλμοδοβαρική μανιέρα από τον εκπληκτικό Άγγελο Παπαδημητρίου.
Είναι σαρκαστικό, καυστικότατο σχόλιο της ευθύνης που όλοι μας φέρουμε για την ισοπέδωση των ανθρωπιστικών αξιών και την υποκατάστασή τους από ευτελείς, οικονομικές αξίες
Η δυνατή κινηματογράφηση της Hélène Louvart και του Σίμου Σαρκεντζή και οι ιταλικές μπαλάντες από το Canzonissima και τη δεκαετία του εβδομήντα, η κακόγουστη ντίσκο που μετατρέπεται σε σκυλάδικο, η μισοερειπωμένη, παρηκμασμένη Αθήνα της βίας και της ξενοφοβίας, όλα συνθέτουν έναν εφιάλτη άξιο να συζητηθεί σε όλα τα κινηματογραφικά φεστιβάλ, άξιο να βραβευθεί. Γιατί η ταινία του Κούτρα δεν είναι απλώς μια τοποθέτηση σχετικά με φλέγοντα ζητήματα απανθρωποποίησης και περιθωριοποίησης της ιδιαιτερότητας στη σύγχρονη Ελλάδα: είναι και σαρκαστικό, καυστικότατο σχόλιο της ευθύνης που όλοι μας φέρουμε για την ισοπέδωση των ανθρωπιστικών αξιών και την υποκατάστασή τους από ευτελείς αξίες. Οι δυο νεαροί ήρωες δεν διέπονται από αμοραλισμό, αντίθετα, ενσαρκώνουν την ευαισθησία του θύματος και τη μεταστρέφουν σε δάκρυ αγανάκτησης για την αδικία που υφίστανται καθημερινά.
Μαγικός ρεαλισμός και πεσσιμισμός
Η ανατομία της σύγχρονης Ελλάδας[1] που επιχειρεί ο Κούτρας δεν υστερεί οιασδήποτε σοβαροφανούς κοινωνιολογικής έρευνας σχετικά με τον εκφασισμό της νεοελληνικής κοινωνίας, για τον μικροαστισμό που υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα, για τη διαρκώς υπονομευόμενη εθνική μας ταυτότητα, για την ανάγκη μας για όνειρο και διαφυγή. Η τρυφερότητα της παιδικής ηλικίας επιτρέπει σε ινδάλματα μαγικού ρεαλισμού να κυριαρχήσουν σε ένα απόλυτα ρεαλιστικό πλαίσιο, χωρίς να ξενίζουν κανέναν. Η βία εντάσσεται στο οπλοστάσιο της ταινίας, χωρίς αυτό να συνιστά την προθήκη της θεματολογίας της: αντίθετα, η τρυφερότητα, η ανοχή, η «εξημέρωση» του στρέιτ κόσμου από την γκέι κοινότητα, η ανοιχτή παραδοχή της διαφορετικότητας, ο «εκδυτικισμός», τρόπον τινά, της αντίληψής μας για τη ζωή είναι η παντιέρα και η πρόταση του Κούτρα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] “Le portrait d’une Grèce contemporaine désargentée et désorientée”, γράφει η Monde.