
Της Εύας Στάμου
Η πρόσφατη ταινία του Ρομάν Πολάνσκι, La Vénus à la Fourrure, που έκανε πρεμιέρα τον Μάιο στο Φεστιβάλ των Καννών, είναι βασισμένη στη μεγάλη θεατρική επιτυχία του Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβιντ Άιβς ο οποίος συνυπογράφει και το σενάριο της ταινίας. Το έργο του Άιβς είναι μια διασκευή με έξυπνο twist του κλασικού βιβλίου του Λεοπόλδου Φον Ζάχερ-Μαζόχ, Η Αφροδίτη με τη γούνα (Venus im Pelz) που εκδόθηκε το 1870 στην τότε Αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας.
Η ερωτική πάλη των φύλων
Στο βιβλίο παρακολουθούμε την ερωτική σχέση του νεαρού Σεβερέν φον Κουζίμσκι, άεργου, καλλιεργημένου, γοητευτικού γαιοκτήμονα, με την εικοσιτετράχρονη χήρα, Βάντα ντε Λβοβ. Στο μυαλό του ήρωα, που έχει εμμονή με τον διάσημο πίνακα του Τιτσιάνο, Η Αφροδίτη με τον καθρέφτη (1555) η εικόνα της όμορφης χήρας κι η εικόνα της Αφροδίτης του Τιτσιάνο (ή, αλλιώς, της Αφροδίτης με τη γούνα) ταυτίζονται.
Ο Σεβερέν φαντασιώνεται την Βάντα στο ρόλο της πανέμορφης, ψυχρής, αυταρχικής Αφροδίτης, δηλαδή μιας γυναίκας ανίκανης να νιώσει αγάπη ή συμπόνια κι αφιερωμένης στο κυνήγι της ηδονής. Την παρασύρει σ' ένα παιχνίδι ψυχολογικής και φυσικής βίας, ξυπνώντας μέσα της την επιθυμία για επιβολή. Σταδιακά και με δική του παρότρυνση μετατρέπεται σε πιστό υπηρέτη της εκχωρώντας της το δικαίωμα να αποφασίζει για οτιδήποτε τον αφορά, να τον κακοποιεί ψυχολογικά και να τον βασανίζει σωματικά. Οι ήρωες υπογράφουν ένα συμβόλαιο σύμφωνα με το οποίο η Βάντα έχει απόλυτη εξουσία πάνω στον Σεβερέν. Είναι μια μορφή σκλαβιάς που το θύμα απολαμβάνει περισσότερο από τον θύτη, θεωρώντας ότι είναι ο μόνος τρόπος τόσο για να αποδείξει την ένταση του έρωτά του, όσο και για να αναγκάσει την σύντροφό του να δεθεί συναισθηματικά μαζί του.
Ο Σεβερέν ομολογεί στην Βάντα ότι ζει επιτέλους την φαντασίωση που του πρωτοδημιουργήθηκε κατά την εφηβεία του, όταν η θεία του –μια εντυπωσιακή, σκληρή γυναίκα–, τον τιμώρησε για την αγενή του συμπεριφορά, δένοντάς τον, με τη βοήθεια δύο υπηρετριών, και στην συνέχεια μαστιγώνοντάς τον. Καθόλη την διάρκεια της σκηνής που σημάδεψε ψυχολογικά τον νεαρό, η θεία-τιμωρός φορούσε μια υπέροχη γούνα.
Για τον Σεβερέν, όπως και για τον κάθε φετιχιστή, αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι η αναπαραγωγή της ερωτικής εμπειρίας ή της φαντασίωσης, με τα αντικείμενα που την πλαισιώνουν, δηλαδή το τελετουργικό καθεαυτό, και όχι ο ερωτικός σύντροφος. Ο μαζοχιστής, επιπλέον, μετατρέπει τον εαυτό του σε αποδέκτη του θυμού που νιώθει μέσω του χειρισμού του άλλου, αφού δεν τολμά να βλάψει ευθέως ούτε τον παρτενέρ του, ούτε τον ίδιο του τον εαυτό, συνήθως λόγω ενοχών ή ηθικών αναστολών.
Το έργο έγινε κλασικό και ο όρος μαζοχισμός –η σεξουαλική διαστροφή σύμφωνα με την οποία η απόλαυση συνδέεται με τον πόνο και την ταπείνωση–, καθιερώθηκε στην ψυχιατρική. Ο Φρόυντ στο κείμενό του «Το οικονομικό πρόβλημα του μαζοχισμού» (1924) αναλύει ευρύτερα την έννοια του μαζοχισμού και, λίγα χρόνια αργότερα, παρουσιάζει τις θέσεις του για τον «γυναικείο μαζοχισμό» εδραιώνοντας τον όρο στην συνείδηση του κοινού.
Από την ανυποψίαστη Βάντα του Μαζόχ στην χειραφετημένη Βάντα του Πολάνσκι
Στην ταινία του Πολάνσκι η υπόθεση διαδραματίζεται σ' ένα θέατρο στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια μιας οντισιόν. Παρόλο που το σκηνικό ελάχιστα μεταβάλλεται, και οι ηθοποιοί είναι μόνο δύο (Emmanuelle Seigner, Mathieu Amanic) το ενδιαφέρον των θεατών διατηρείται αμείωτο, χάρη στους έξυπνους διαλόγους που είναι αποτέλεσμα ευφυούς συνδυασμού του κειμένου του Μαζόχ και του διασκευασμένου θεατρικού σεναρίου. Παρακολουθούμε ένα παιχνίδι ανάμεσα σε μια μεσήλικη ηθοποιό κι έναν σκηνοθέτη καθώς προσπαθεί να τον πείσει να την εμπιστευθεί για τον ρόλο της Βάντα. Το παιχνίδι σύντομα αποκτά σαδομαζοχιστικό χαρακτήρα, καθώς η εξουσία περνάει με τρόπο αδιόρατο από τον σκηνοθέτη στην ηθοποιό που τα αληθινά της κίνητρα γίνονται σταδιακά αντιληπτά από το κοινό.
Πιστεύω ότι η ταινία θα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για όσους δεν γνωρίζουν ήδη το κείμενο του Μαζόχ, ή για όσους αποφασίσουν να το διαβάσουν αφού την παρακολουθήσουν. Στην αντίθετη περίπτωση, ο θεατής νιώθει ότι περίπου στη μέση –-κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των αποσπασμάτων του βιβλίου από το κινηματογραφικό ζεύγος– το έργο κάνει «κοιλιά», πριν το ενδιαφέρον του ανακινηθεί και πάλι από τις ανατροπές που αφορούν στην σχέση των δύο σύγχρονων πρωταγωνιστών.
Το παιχνίδι σύντομα αποκτά σαδομαζοχιστικό χαρακτήρα, καθώς η εξουσία περνάει με τρόπο αδιόρατο από τον σκηνοθέτη στην ηθοποιό.
Η επιλογή επίσης του Πολάνσκι να δώσει τον ρόλο της Βάντα στη σύζυγό του, μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερη από την ηρωίδα του Μαζόχ, όπως μεγαλύτερος είναι και ο συμπρωταγωνιστής της από τον Σεβερέν, μεταβάλλει ως ένα βαθμό την ουσία του λογοτεχνικού έργου όπου η απειρία του ήρωα, η ερωτική αδεξιότητα κι ο φόβος του για τις γυναίκες έχουν οργανική σημασία για την εξέλιξη της ιστορίας. Η Βάντα στο πρωτότυπο είναι επίσης μια νεότατη γυναίκα που δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει τη δύναμη της θηλυκότητάς της, δεν έχει χειραφετηθεί, μια γυναίκα που αφήνεται να παρασυρθεί από την νοσηρή φαντασία του Σεβερέν, από την «τερατώδη πλευρά» του σε πράξεις για τις οποίες αργότερα μετανιώνει:
«Πιστεύω, είπε η Βάντα σκεφτική, πως όλη σου η τρέλα δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένας δαιμονικός κι ανικανοποίητος αισθησιασμός. Η τερατώδης πλευρά του εαυτού μας γεννά τέτοιες διαστροφές. Αν ήσουν λιγότερο ενάρετος, θα ήσουν απόλυτα λογικός.» (μτφ. Μυρτώ Ρήγου, Γνώση, 1985, σ. 81.)
Τόσο στο βιβλίο του Μαζόχ, όσο και στην ταινία του Πολάνσκι, πίσω από τα παιχνίδια υποταγής, τον ναρκισσισμό των ηρώων, την σκληρότητα και τον εγωισμό τους, κρύβεται το ζήτημα της μάχης των φύλων, η αντίληψη περί αντιπαλότητας και ολοκληρωτικής νίκης και επιβολής του άντρα στην «επικίνδυνη» –εξαιτίας της έλλειψης πνεύματος και του ζωώδη αισθησιασμού της– γυναίκα. Κατά πόσον αυτή η λογοτεχνική και κινηματογραφική «έριδα» αντρών-γυναικών αντανακλά όντως την πραγματικότητα των σύγχρονων σχέσεων και αποδίδει την πολυπλοκότητα τόσο της γυναικείας όσο και της αντρικής ερωτικής συμπεριφοράς, ας το αξιολογήσει προσωπικά ο κάθε θεατής.