
Για την ταινία του Τζόναθαν Γκλέιζερ «Ζώνη ενδιαφέροντος», που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών.
Γράφει ο Βασίλης Παυλίδης
Οι περισσότερες, αν όχι όλες οι ταινίες που αφορούν το Ολοκαύτωμα δίνουν με ρεαλισμό και ωμότητα συχνά το τι ακριβώς συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αριστουργηματικές πολλές εξ αυτών δείχνουν με πληρότητα και την απαιτούμενη σκληρότητα όλη την εγκληματική παράνοια που έλαβε χώρα εκεί και άλλαξε αμετάκλητα τον κόσμο. Το ολοκαύτωμα αποτελεί ένα οριστικό ρήγμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και τούτο η κινηματογραφική τέχνη το έχει πολλάκις αναδείξει με επάρκεια. Έχει κάνει το καθήκον της.
Όμως, την ίδια στιγμή, αυτό που παρακολουθούμε στις εν λόγω ταινίες, ακόμα και στις σπουδαιότερες, είναι κάτι που μας φαντάζει αδιανόητα ξένο. Μοιάζει τόσο μακρινό και ασύνδετο με το εδώ και το τώρα, μ’ εμάς. Τόσο μακρινό που μας επιτρέπει να νιώθουμε πνευματικά και ψυχικά ασφαλείς. Είναι τόσο φρικιαστικό και απάνθρωπο αυτό που κατάματα αντικρίζουμε, ώστε δύσκολα αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας είτε στην πλευρά των θυτών είτε των θυμάτων. Κι ας είναι πολύ πιο κοντινό ή πιθανό απ’ όσο φανταζόμαστε ν’ ανήκουμε σε κάποια εκ των δύο. Αισθανόμαστε με βεβαιότητα να μας χωρίζει απόσταση και ζώνη ασφαλείας.
Το αντίθετο ακριβώς επιτυγχάνει η Ζώνη Ενδιαφέροντος. Μας αποκαλύπτει, μαεστρικά από κινηματογραφικής και αισθητικής άποψης, και ταυτόχρονα τόσο άμεσα, κάτι πολύ οικείο. Μια ζωή τόσο γνώριμη και συνηθισμένη. Εικόνες μέσα στις οποίες εύκολα και αβίαστα αναγνωρίζουμε εαυτούς και αλλήλους. Στιγμές καθημερινής ρουτίνας, πρωταγωνιστές των οποίων θα μπορούσαμε να είμαστε όλοι. Είμαστε όλοι. Η ταύτιση γίνεται αυτόματα για όποια και όποιον δεν φοβάται να δει. Τόση αβίαστη βία πλάι στην «αθώα» οικογενειακή γαλήνη. Και μάλλον η βία ως απότοκο της περίκλειστης, δήθεν οικογενειακής ευτυχίας και γαλήνης.
Πλάι στα εργαστήρια του Μένγκελε όπου συνέβαιναν τα πιο παρανοϊκά και εγκληματικά πειράματα σε παιδιά ζουν τα παιδιά της ταινίας με τον τρόπο που πράγματι τους αρμόζει. Δηλαδή με τον τρόπο που ζουν τα περισσότερα παιδιά γύρω μας. Ανέμελα και χαρούμενα υπό την προστασία κανονικών, πολύ κανονικών γονιών. Άρα, μήπως να βλέπαμε και τι συμβαίνει παραδίπλα;
Η ταινία περιέχει μερικές στιγμές και σκηνές αριστοτεχνικές όπου συμπυκνώνεται η θηριωδία ως αποτέλεσμα της πιο συνηθισμένης και καθημερινής ρουτίνας. Παίζει πολύ εύστοχα με τα νοήματα μέσα από τα χρώματα και το φως. Το λευκό, το κόκκινο αλλά και η ένταση του φωτός, μοιάζουν να απαγορεύουν την εθελοτυφλία. Αν και η εθελοτυφλία αναδεικνύεται πανίσχυρη και ανίκητη στις μέρες μας. Προσωπικά ξεχώρισα και μια μικρή ιστορία μέσα στη μεγάλη της ταινίας, που ακροθιγώς αναφέρω. Το πέρασμα της μάνας. Με όποιον ωραίο συμβολισμό κουβαλά η σημασία της μάνας στον κόσμο μας. Δικαίως ή αδίκως συχνά. Το πέρασμα και η φυγή της μάνας από την ιστορία, όπως αυτή ξέγνοιαστα εκτυλίσσεται. Ίσως είναι η μόνη στιγμή που αναδεικνύει ότι υπάρχει μια μικρή ελπίδα να μη ξαναζήσουμε νέο ολοκαύτωμα και να περιοριστούμε, τουλάχιστον, στα μικρά καθημερινά εγκλήματα που όλοι μας διαπράττουμε τόσο αθώα.
Δε θα συμπαθήσουμε τους πρωταγωνιστές, όπως συχνά δε συμπαθούμε εκείνους που μας μοιάζουν τόσο πολύ. Αν η κοινοτοπία του κακού της Άρεντ γνώρισε την πιο φρικιαστική της έκφανση στην ιστορία του ολοκαυτώματος και στον τρόπο που καθένας, λιγότερο ή περισσότερο, μετείχε στο έγκλημα, αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι δεν πραγματώνεται καθημερινά σε εκδοχές με εγκλήματα φαινομενικά μικρότερα, στα οποία όλοι μας μετέχουμε. Γνωρίζοντας ή κάνοντας πως δε γνωρίζουμε.
Τελικά η ταινία, ένα απλό και ευθύ ερώτημα θέτει σε όλη της τη διάρκεια, όπως κάνει πάντα η σημαντική τέχνη. Πόσο πολύ αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών; Πόσο είμαστε αυτοί, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά;
* Ο Βασίλης Παυλίδης είναι ποιητής και αρθογράφος. Η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Έγγραμμα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.