
Με αφορμή την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου Poor things, σκέψεις για το γυναικείο σώμα, την γυναικεία εμπειρία, τον διδακτισμό, αλλά και την αμφιλεγόμενη χρήση της πορνείας ως όχημα απελευθέρωσης και χειραφέτησης.
Γράφει η Εύα Στάμου
Το γυναικείο σώμα αποτελεί πεδίο διερεύνησης μιας σειράς θεμάτων που συνδέονται με την τέχνη, την πολιτική, τη θρησκεία, και τη φιλοσοφία. Ζητήματα όπως η αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος ή το δικαίωμα στην άμβλωση βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο της κοινωνικής και θρησκευτικής αντιπαράθεσης, πρωτοστατώντας διεθνώς στην πολιτική ατζέντα, διχάζοντας συχνά τα μέλη μιας κοινότητας. καθόσον ανάλογα με την στάση που διατηρεί κάποιος ως προς το θέμα της γυναικείας σεξουαλικής αυτονομίας κατηγοριοποιείται ως φιλελεύθερος ή ως συντηρητικός.
Τοποθετεί επίσης στο επίκεντρο της πλοκής του το γυναικείο σώμα και τη γυναικεία σεξουαλικότητα, διευρύνοντας όμως τον προβληματισμό του στο ζήτημα της προσωπικής ταυτότητας, μέσω της εξέτασης του τρόπου με τον οποίο αυτή διαμορφώνεται στο πέρασμα του χρόνου και υποκαθορίζεται από τη μνήμη.
Το Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου, που βασίζεται σε διασκευή του ομότιτλου βιβλίου του Άλισντερ Γκρέι από τον Τόνι ΜακΝαμάρα, τοποθετεί επίσης στο επίκεντρο της πλοκής του το γυναικείο σώμα και τη γυναικεία σεξουαλικότητα, διευρύνοντας όμως τον προβληματισμό του στο ζήτημα της προσωπικής ταυτότητας, μέσω της εξέτασης του τρόπου με τον οποίο αυτή διαμορφώνεται στο πέρασμα του χρόνου και υποκαθορίζεται από τη μνήμη.
Βρισκόμαστε στο Λονδίνο του 19ου αιώνα, μια εποχή που η γυναίκα αντιμετωπίζεται συχνά ως χρηστικό αντικείμενο προς όφελος των αντρών. Η Μπέλλα (Έμα Στόουν) έχει μόλις αφαιρέσει η ίδια τη ζωή της πηδώντας στον Τάμεση και το νεκρό σώμα της περισυλλέγεται από τον ιδιόρρυθμο μα ιδιοφυή επιστήμονα Γκόντγουιν Μπάξτερ (Ουίλιαμ Νταφόε). Ο Μπάξτερ ανασταίνει την ηρωίδα τοποθετώντας στο κεφάλι της τον εγκέφαλο του εμβρύου που κυοφορούσε η ίδια, χαρίζοντάς της μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσει, φυλακισμένη ωστόσο στον πύργο του, και αναγκασμένη να μοιράζεται κάθε στιγμή της ημέρας με τον δημιουργό της που αποκαλεί συντετμημένα Γκοντ (Θεό).
Απελευθερωμένη από το βάρος των αναμνήσεων αλλά και τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, αθώα και ανεπηρέαστη από τα πρότυπα και τα στερεότυπα που αφορούν το φύλο της και τη θέση της γυναίκας στην ιεραρχία της βικτωριανής κοινωνίας, η Μπέλλα ανακαλύπτει μόνη της το καλό και το κακό.
Το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια έχει απολέσει τη μνήμη της, την έχει ουσιαστικά μετατρέψει σε ένα διαφορετικό άτομο που καταρχάς μοιράζεται απλώς τα ίδια φυσικά χαρακτηριστικά με την αυτόχειρα. Απελευθερωμένη από το βάρος των αναμνήσεων αλλά και τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, αθώα και ανεπηρέαστη από τα πρότυπα και τα στερεότυπα που αφορούν το φύλο της και τη θέση της γυναίκας στην ιεραρχία της βικτωριανής κοινωνίας, η Μπέλλα ανακαλύπτει μόνη της το καλό και το κακό, το αρμόζον και το ανάρμοστο, στηρίζοντας τις αποφάσεις της στην παρατήρηση, τα ένστικτα και τις επιθυμίες της.
Εξερεύνηση ορίων και απολαύσεων
Η ηρωίδα ξεκινά την εξερεύνησή της, όπως κάθε παιδί: πειραματίζεται με το σώμα της προσπαθώντας να ανακαλύψει τα όριά του. Η ηδονή που πηγάζει από το άγγιγμα του ίδιου της του κορμιού προκαλεί στην Μπέλλα έκσταση, τοποθετώντας οτιδήποτε άλλο σε δεύτερη μοίρα. Ο νεαρός βοηθός του Μπάξτερ (Ράμι Γιούσεφ) που έχει προσκληθεί τόσο για να επιτηρεί την πνευματική της εξέλιξη όσο και να περιφρουρεί την πρωταγωνίστρια, αδυνατεί να οριοθετήσει την σαρωτική της ορμή και αναγκάζεται να υποχωρήσει σταδιακά στην επιθυμία της για γνώση και ελευθερία.
Η παιδική αγνότητα σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη απουσία ηθικών φραγμών μα και ενσυναίσθησης, μετατρέπουν την Μπέλλα σε ένα πλάσμα αλλόκοτο, σκληρό μα γοητευτικό. Παρά τις απαγορεύσεις που της επιβάλλονται καταφέρνει να βρει την έξοδο της φυλακής της και να περιηγηθεί στον κόσμο με τη βοήθεια του τυχοδιώκτη δικηγόρου Ντάνκαν Γουέντερμπερν (Μαρκ Ρούφαλο), που μοιράζεται με την ηρωίδα την αγάπη για τις ηδονές της σάρκας.
Η περιπέτειά τους αρχίζει από την Λισαβόνα όπου η εκπαίδευση της Μπέλλας περνά σε άλλο στάδιο καθώς ανακαλύπτει διαρκώς, όπως μια οξυδερκής έφηβη, πράγματα για τον κόσμο και τον εαυτό της.
Η περιπέτειά τους αρχίζει από την Λισαβόνα όπου η εκπαίδευση της Μπέλλας περνά σε άλλο στάδιο καθώς ανακαλύπτει διαρκώς, όπως μια οξυδερκής έφηβη, πράγματα για τον κόσμο και τον εαυτό της. Στην συνέχεια η Μπέλλα ταξιδεύει στην Αλεξάνδρεια όπου συνειδητοποιεί για πρώτη φορά την δυσάρεστη όψη της πραγματικότητας, αντικρίζοντας την κοινωνική ανισότητα και την εξαθλίωση, γεγονός που κινητοποιεί μέσα της τον μηχανισμό της ενσυναίσθησης την ίδια στιγμή που επέρχεται σταδιακά ο κορεσμός των σεξουαλικών της ορέξεων.
Όπως είναι φυσικό, καθώς αναπτύσσεται συναισθηματικά και διανοητικά, η Μπέλλα ενδιαφέρεται πλέον και για άλλα πράγματα πέρα από την ικανοποίηση των αναγκών του σώματος, αναζητώντας απαντήσεις σε προβλήματα υπαρξιακά, που αφορούν την ανθρώπινη φύση. Η σύγκρουση με τον εραστή της είναι αναπόφευκτη, καθώς λόγω της λαγνείας του αλλά και των παραδοσιακών απόψεών του για τις ικανότητες των γυναικών, ο Γουέντερμπερν αγωνίζεται να χειραγωγήσει τη Μπέλλα, περιορίζοντας όσο δύναται την πνευματική της εξέλιξη και εγκλωβίζοντας την σε μια σχέση που την βασανίζει.
Οι δύο πρωταγωνιστές καταλήγουν στο Παρίσι όπου η Μπέλλα θα ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της στο σεξ και την ανθρώπινη συμπεριφορά ως κοκότα σε οίκο ανοχής. Η ρήξη ανάμεσα σε αυτήν και τον Γουέντερμπερν θα είναι οριστική.
Μια διδακτική προσέγγιση
Κατά την άποψή μου, το αμφίσημο και παιγνιώδες ύφος της ταινίας που κορυφώνεται εξαιρετικά ως και την επίσκεψη στη Λισαβόνα, αντικαθίσταται σταδιακά, μετά τον απόπλου προς την Αλεξάνδρεια, με μια ιδεολογικά εστιασμένη αφήγηση, δίνοντας προτεραιότητα σε μια ρητά διδακτική προσέγγιση, γεγονός που καθιστά την ταινία ανοικτή σε κριτικές για ζητήματα ισότητας και χειραφέτησης.
Γενικότερα, κατά το πρώτο μέρος, ο ωραίος ρυθμός της ταινίας και οι απολαυστικές ερμηνείες, κρατούν τον θεατή σε εγρήγορση· αντιθέτως, ο αχρείαστος διδακτισμός του δεύτερου μέρους μπορεί να κουράσει.
Ένα ακανθώδες ζήτημα
Τα όσα εκτυλίσσονται στο Παρίσι αποτελούν ένα ακανθώδες θέμα για τις φεμινίστριες καθώς η πρωταγωνίστρια δεν είναι μια σύγχρονη, συνδικαλισμένη εργάτρια του σεξ, όπου απαλλαγμένη από προστάτες και προαγωγούς, ελέγχει ως έναν βαθμό ή συνδιαμορφώνει τους όρους του παιχνιδιού, αλλά ένα θύμα της Μαντάμ που διευθύνει τον οίκο ανοχής και εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις εργαζόμενες. Είναι δυνατόν, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, να υπονοούν ότι η σεξουαλική απελευθέρωση της Μπέλλας θα έρθει μέσα από τη μαθητεία της στην πορνεία, την υποταγή δηλαδή στο σύστημα της ακραίας σεξουαλικής εκμετάλλευσης των νεαρών γυναικείων σωμάτων που ίσχυε τον 19ο αιώνα;
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι εδώ η ματιά υποκινείται από εσωτερικευμένες πατριαρχικές αντιλήψεις και κλισέ ανδρικές φαντασιώσεις.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι εδώ η ματιά υποκινείται από εσωτερικευμένες πατριαρχικές αντιλήψεις και κλισέ ανδρικές φαντασιώσεις. Ή μήπως ο ΜακΝαμάρα επιχειρεί να ανατρέψει τα γνωστά και ισχύοντα μέχρι τις μέρες μας στερεότυπα για την γυναικεία ηθική, όπου οι επιλογές της γυναίκας που σχετίζονται με την σεξουαλική της δραστηριότητα -οι σχέσεις πριν τον γάμο, η χρήση αντισύλληψης, η θέση της για τις αμβλώσεις, ο αριθμός των εραστών της- προσδιορίζουν την ηθική της αξία και την κοινωνική της θέση, χαρακτηρίζοντας τελικά όλη της την ύπαρξη;
Θα χάσει η Μπέλλα την αξία της στα μάτια του Γκόντγουιν Μπάξτερ και θα στερηθεί τον σεβασμό του νεαρού βοηθού του, που είναι άλλωστε ερωτευμένος μαζί της, μόλις μάθουν πως υπήρξε για ένα διάστημα ιερόδουλη; Αυτό μένει να το ανακαλύψουμε παρακολουθώντας το φιλμ.
Διλήμματα βιοηθικής;
Ένα ακόμα ευάλωτο σημείο της ταινίας είναι ο μάλλον επιδερμικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται μία σειρά από διλήμματα βιοηθικής που μπορεί μεν να αναφέρονται φευγαλέα ή να υπονοούνται, αλλά δεν αναλύονται εις βάθος.
Η σχέση γιατρού-ασθενή (τι συνιστά ανάρμοστη ιατρική συμπεριφορά, η σημασία της διασφάλισης συναίνεσης, το χρέος του ιατρού απέναντι σε ασθενείς που έχουν μόλις πεθάνει) θίγεται ελάχιστα, κυρίως με το χαρακτηριστικό μαύρο χιούμορ του Λάνθιμου – οφείλουμε όμως να θυμόμαστε ότι δεν πρόκειται για ιατρικό ντοκιμαντέρ ή ιστοριογραφική ταινία, αλλά για φιλμ επιστημονικής φαντασίας.
Πάντως, ο ιδιαίτερος τρόπος κινηματογράφησης του Λάνθιμου καθηλώνει τον θεατή, δημιουργώντας φαντασιακά εξωτερικά και εσωτερικά τοπία μεγάλης δύναμης και ομορφιάς
Πάντως, ο ιδιαίτερος τρόπος κινηματογράφησης του Λάνθιμου καθηλώνει τον θεατή, δημιουργώντας φαντασιακά εξωτερικά και εσωτερικά τοπία μεγάλης δύναμης και ομορφιάς. Αν προσθέσουμε τα μεγαλοπρεπή σκηνικά, το ευφυές μαύρο χιούμορ και τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών –η Έμα Στοουν είναι μαγική– έχουμε κατά τη γνώμη μου ένα πολύ όμορφο αισθητικά όσο και ενδιαφέρον αποτέλεσμα.
Το Poor things είναι μια ταινία που αξίζει κανείς να δει και να σχολιάσει τόσο για τις φιλοσοφικές προεκτάσεις της όσον αφορά την προσωπική ταυτότητα και τη θέση της γυναίκας, όσο και για την μοναδική σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Λάνθιμου που ακόμα μια φορά μας ταξιδεύει στον ονειρικό του κόσμο.
*Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας, Δρ Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπεύτρια. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Η επίσκεψη» (εκδ. Αρμός).