
H τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Poor Things» είναι κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Σκωτσέζου Άλισντερ Γκρέι (1992) σε σενάριο του Τόνι Μακ Ναμάρα. Κύρια γνωρίσματα της ταινίας είναι η πρωτότυπη μορφοπλασία, το gothic ύφος και η ψυχεδέλεια, το υπερρεαλιστικό στοιχείο, η φουτουριστική οπτική και το χιούμορ.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Πρόκειται για μια ταινία που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «steampunk», εφόσον συνδυάζει μια παρεφθαρμένη εκδοχή της Βιομηχανικής Επανάστασης του 19ου αιώνα με στοιχεία φουτουρισμού και κόμικ, ενώ σε επίπεδο αισθητικής εμπνέεται από το «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ και την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» του Τιμ Μπάρτον.
Ενηλικίωση που ολοκληρώνεται
Η υπαρξιακή αναζήτηση του Λάνθιμου κλείνει εδώ έναν κύκλο που έχει ξεκινήσει από τον Κυνόδοντα (2009) και σταδιακά έχει εξελιχθεί: η αφυπνιζόμενη έφηβη του Κυνόδοντα, αφού πέρασε από την αιμομικτική ατμόσφαιρα της περίκλειστης πατριαρχικής βίλλας, κι αφού εξερεύνησε τις συντεταγμένες της πυρηνικής οικογένειας (Θάνατος του Ιερού Ελαφιού) και τις δομές χειραγώγησης του κοινωνικού περίγυρου (Αστακός), τώρα απελπίζεται και αυτοκτονεί, κατόπιν περισυλλέγεται από έναν επιστήμονα, παίρνει την πατριαρχική εντολή της «επανεκκίνησης» του εγκεφάλου της και αναλαμβάνει, τελικά, την (οιονεί επιστημονική) κατανόηση του πραγματικού κόσμου (Poor things): προϊόν της μεταμόσχευσης του εγκεφάλου του ίδιου της του μωρού είναι ο εγκέφαλος της νεαρής Μπέλλα (Έμμα Στόουν): πρόκειται για ένα όμορφο γυναικείο εξάμβλωμα τύπου Φρανκενστάιν, με μειωμένες κινητικές δεξιότητες, δύσκαμπτο βάδισμα και αισθητική νευρόσπαστου/κούκλας, στο νηπιακό στάδιο της εξέλιξης του οποίου κυριαρχούν οι παρορμήσεις και ο πειραματισμός. Ο δημιουργός της Γκόντγουιν (Γουίλιαμ Νταφόε) που απαιτεί να τον αποκαλούν «Γκοντ» (Θεό) είναι απευθείας αντλημένος ως περσόνα από τα σεναριακά κιτάπια του πρώτου χολιγουντιανού Φρανκενστάιν και από το βιβλίο της Μαίρης Σέλλεϊ, ενώ ο μαθητευόμενος βοηθός του Μαξ Μακ Κάντλς (Ράμι Γιουσέφ) που αγαπά ανιδιοτελώς τη Μπέλλα παραπέμπει στον Μάρτιν (Μπάρυ Κίγκαν) από τον Θάνατο του Ιερού ελαφιού.
Αφελής και εκρηκτική, με λογιστική διαίσθηση και υπερβάλλοντα συναισθηματισμό, η «νήπια» Μπέλλα παρακολουθεί τον κόσμο ρομποτικά, διεισδυτικά, με τα ορθάνοιχτα μπλε μάτια ενός ευφυούς βρέφους
Αφελής και εκρηκτική, με λογιστική διαίσθηση και υπερβάλλοντα συναισθηματισμό, η «νήπια» Μπέλλα παρακολουθεί τον κόσμο ρομποτικά, διεισδυτικά, με τα ορθάνοιχτα μπλε μάτια ενός ευφυούς βρέφους: η κινηματογράφηση του Ρόμπυ Ράιαν, η περίεργη μουσική του Τζέρσκιν Φέντριξ, ο σχεδιασμός παραγωγής των Σόνα Χηθ και Τζέιμς Πράιζ με τα βικτοριανής αλλά και φουτουριστικής αισθητικής μονόχρωμα κοστούμια της Χόλυ Γουάντινγκτον, κάποιες δύσκολες λήψεις που στην κινηματογραφική γλώσσα αποκαλούνται «ίριδες» και «φακοί ψαριού», όλα συμβάλλουν στη φιλοτέχνηση του περίεργου, αποπροσανατολιστικού σύμπαντος που βιώνει η Μπέλλα με τα μάτια ενός μικρού παιδιού, και που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να θεωρηθεί μια επικοινωνιακή Βαβέλ.
Τόπος-χρόνος της ωρίμανσης
Σταδιακά, με την (πιαζετική, ως προς τα πέντε στάδια) ωρίμανση του εγκεφάλου της, η Μπέλλα δραπετεύει για να ιχνηλατήσει τον συγκλονιστικό κόσμο του ερωτισμού της ακολουθώντας τον φαλλοκράτη, καπιταλιστή εραστή της Ντάνκαν Βέντερμπερν (Μαρκ Ράφαλο). Με προορισμό μιαν Αθήνα όπου δεν θα φτάσουν ποτέ, οι δύο εραστές διασχίζουν τη Μεσόγειο μέσα σε έναν ψυχαναλυτικό «Μέγα Ανατολικό», ένα λιμπιντινικό υπερωκεάνειο που παραπέμπει στον Εμπειρίκο. Τα «τοπία μνήμης»/σταθμοί στη σωματική και ψυχοσυναισθηματική ενηλικίωση της Μπέλλα θα είναι μια Λισαβόνα, μια Αλεξάνδρεια και ένα Παρίσι τύπου art nouveau και χρονολογούμενα στα 1880, καθώς και ένα φελλινικό κατάστρωμα («E la nave va») με την εμφαντική παρουσία μιας άλλοτε libertine στο πρόσωπο της Χάνα Συγκούλα κι ενός κυνικού φιλοσόφου στο πρόσωπο του Τζέροντ Κάρμαϊκελ: δυο χαρακτήρων που θα διευρύνουν τους ορίζοντές της και θα τη φέρουν σε επαφή με τον Έμερσον και με τη Φιλοσοφία: εδώ θα απονοηματοδοτηθεί και πάλι το καρτεσιανό οικοδόμημα της Επιστήμης και τη θέση του θα πάρει ένας πρωτογενής ανθρωπισμός δοτικότητας και αυτοθυσίας.
Ένας καταιγισμός από σκαμπρόζικους σεξουαλικούς πειραματισμούς και μαζοχιστικό αισθησιασμό έρχεται τώρα να πλαισιώσει την απότομη μεταμόρφωση της άλλοτε αδέξιας «κουκλίτσας» σε σεξουαλικό τέρας που διψά τόσο για μάθηση όσο και για απανωτούς οργασμούς.
Ο Ντάνκαν, αφού διδάξει στην Μπέλλα τον κολπικό οργασμό και την υποτάξει στην ιδιοκτησιακή του υστερία, θα επιδοθεί σε μια κωμική δίνη ψυχικής εξάρτησης, ζήλειας και ακύρωσης του ανδρισμού του, μέχρι τη στιγμή που θα καταστραφεί και θα δει τη γυναίκα των ονείρων του να εκπορνεύεται συνειδητά σ΄ έναν παριζιάνικο οίκο ανοχής - η Κάθριν Χάντερ, η τσατσά του μπουρδέλου, είναι μια loner που λειτουργεί ως μέντοράς της στη νέα ζωή που ξεκινά (και που περιλαμβάνει και την κλειτοριδική ανάταση του λεσβιακού σεξ). Ένας καταιγισμός από σκαμπρόζικους σεξουαλικούς πειραματισμούς και μαζοχιστικό αισθησιασμό έρχεται τώρα να πλαισιώσει την απότομη μεταμόρφωση της άλλοτε αδέξιας «κουκλίτσας» σε σεξουαλικό τέρας που διψά τόσο για μάθηση όσο και για απανωτούς οργασμούς. Η φυσική, αβίαστη πολυγαμικότητα της Μπέλλα επαναφέρει συνειρμικά το μοτίβο της απαγορευμένης αγαμίας του Αστακού: ομοίως, τα πειραματικά ζώα/υβρίδια του εργαστηρίου του Γκόντουϊν παραπέμπουν στα άβαταρ ζώα όσων παρακούουν τις εντολές στον Αστακό. Ο απολεσθείς σύζυγος από τον οποίο η Μπέλλα δεν διατηρεί την παραμικρή μνήμη θα μετατραπεί, επίσης, σε άβουλη κατσίκα.
Αισθητικό-φιλοσοφικό επίτευγμα
Ο ψυχρός τρόπος «εκτελεστή» με τον οποίο η Μπέλλα εκσφενδονίζει τις αυτονόητες αλήθειες ως βόμβες στο μικροαστικό, μονογαμικό περιβάλλον μιας «άχρονης» βικτοριανής ψευδοσεμνοτυφίας, είναι σκόπιμος. Επ’ουδενί προδίδει ισοπέδωση του συναισθήματος και ορθολογική χρησιμοθηρία, αντιθέτως, αρθρώνει μια παγερή κριτική στις μεθοδεύσεις αναπαραγωγής του κυρίαρχου αξιακού συστήματος, κριτική που, στο στάδιο της ωρίμανσης της ηρωίδας, αρθρώνεται σε άρτιο λεξιλόγιο, πολύ πιο σοφιστικέ από αυτό της καθομιλουμένης. Αποστομωτική ειλικρίνεια μιας αγνής ψυχής που ονειρεύεται, ιδιοτροπία ενός κακομαθημένου παιδιού, θράσος που μαρτυρεί άγνοια κινδύνου, γυναικεία χειραφέτηση και οργασμό, παιχνίδι με την εμπειρία του παραμυθιού και την ελευθερία της έκφρασης, σαρδόνιο γέλιο και φάρσα που πλήττει την υποκριτική ηθική της μεσοαστικής τάξης, τις επιταγές της εξουσίας, τον συνειδησιακό έλεγχο και την επιβεβλημένη ταυτότητα: αυτό είναι το αισθητικό-φιλοσοφικό σύμπαν που έχει να αντιπροτείνει ο σκηνοθέτης με το Poor things.
Η αποστειρωμένη, αλληγορική και μεταψυχολογικά δομημένη «αγία οικογένεια» του Λάνθιμου συναντά τώρα την πλήρη αποδόμησή της, ενώ η κάπως στεγνή, «κλινική» θεώρηση των ανθρώπινων σχέσεων των προηγούμενων ταινιών του μετατρέπεται, στο Poor things, σε ένα εκστατικό όργιο εικόνων...
Ένα Μεγάλο Φαγοπότι (βλέπε την αντίστοιχη ταινία του Φερρέρι) εκδιπλούται στα μάτια του θεατή, ως επαναστατική φαντασμαγορία σαρκικής και πνευματικής απόλαυσης, μέρισμα της οποίας δικαιούται κάθε ενήλικο ανθρώπινο υποκείμενο, διαφεύγοντας από το μαυρόασπρο, κλειστοφοβικό σκηνικό της παιδικής του ηλικίας και επιχειρώντας νέες τομές (με τη χειρουργική έννοια) στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η αποστειρωμένη, αλληγορική και μεταψυχολογικά δομημένη «αγία οικογένεια» του Λάνθιμου συναντά τώρα την πλήρη αποδόμησή της, ενώ η κάπως στεγνή, «κλινική» θεώρηση των ανθρώπινων σχέσεων των προηγούμενων ταινιών του μετατρέπεται, στο Poor things, σε ένα εκστατικό όργιο εικόνων, τέρψεων και απενοχοποιημένων αισθήσεων, ευρυγώνιων λήψεων μιας μυητικής ουτοπίας όπου, μέσα από δηκτικό χιούμορ, ο θεατής ανακαλύπτει την πανδαισία δυνατοτήτων που απλώς διαφεύγει καθημερινά της προσοχής του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.