Στην ιστορία του σινεμά, από την ισχυροποίηση του ναζιστικού κινδύνου και έπειτα, έγιναν πολλά σημαντικά αντιναζιστικά και αντιφασιστικά φιλμ μυθοπλασίας στην Ευρώπη και στην Αμερική. Σε αυτό το δεύτερο μέρος, συζητάμε για τις ταινίες μυθοπλασίας που έγιναν στη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη. Κεντρική εικόνα από την ταινία «Ο γιος του Σαούλ» του Laszlo Nemes.
Του Θόδωρου Σούμα
Οι Ευρωπαίοι σκηνοθέτες έφτιαξαν πλήθος αντιναζιστικών ταινιών, τόσο τα χρόνια αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και μεταγενέστερα. Εκείνες τις πρώτες δεκαετίες είχαμε σημαντικές αντιναζιστικές και κοινωνικές, νεορεαλιστικές ιταλικές ταινίες, όπως το «Kapò» (1960) του Ποντεκόρβο, «Ο χρυσός της Ρώμης» (1961) του Κάρλο Λιτσάνι και βέβαια το «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη» (1945) και «Γερμανία ώρα μηδέν» (1948) του κορυφαίου Ρομπέρτο Ροσελίνι.
Αντιφασιστικές ταινίες στον Ιταλικό κινηματογράφο
Η κλασική, ροσελινική «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη» είναι μια εμβληματική, συγκινητική, βαθιά ανθρωπιστική και δημοκρατική ταινία, ένας ύμνος στην ελευθερία, στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην αντίσταση στον ναζισμό και τον ολοκληρωτισμό· αντίσταση στο κακό. Σηματοδοτεί την απαρχή του σημαντικού κινηματογραφικού κινήματος του ιταλικού νεορεαλισμού. Αναμιγνύει και συνθέτει ντοκιμαντερίστικες λήψεις με το σινεμά μυθοπλασίας, χρησιμοποιώντας φτωχικά μέσα παραγωγής και γυρίσματος, πολλούς ερασιτέχνες ηθοποιούς –όλοι κινούνται και μιλούν σαν καθημερινοί άνθρωποι σε ντοκιμαντέρ και όχι ως επαγγελματίες ηθοποιοί–, αναδεικνύοντας έτσι, με τρόπο άμεσο, τη γνήσια αλήθεια της ταινίας. Ο Ροσελίνι εκμεταλλεύεται τους φυσικούς χώρους, το ελαφρύ συνεργείο του, την ελεύθερη κίνηση της κάμεράς του (που δεν συνοδεύεται από σύγχρονο ήχο), πραγματώνοντας το νεορεαλιστικό πρόταγμα «η κάμερα στους δρόμους». Κηρύσσει τη συνεργασία, σ΄ αυτή την πόλη, όλων των τίμιων και γενναιόψυχων πολιτών που αγαπούν την ελευθερία και τη δημοκρατία και σέβονται τους συνανθρώπους τους, των χριστιανών και των Ιταλών ανανεωτικών κομμουνιστών (PCI). Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι υπήρξε πολύ σημαντικός σταθμός στην Ιστορία του σινεμά με την τεράστια συμβολή του στη δημιουργία τόσο του νεορεαλισμού, όσο και του καθαρά μοντέρνου κινηματογράφου αργότερα, με το «Ταξίδι στην Ιταλία» (1954). Εισήγαγε στο ιταλικό κι ευρωπαϊκό σινεμά την έντιμη ηθική ως οπτική γωνία και τον χρόνο ως βίωμα. Ο εκλεκτός κριτικός Αντρέ Μπαζέν και τα Cahiers du Cinéma αναγνώρισαν και κατανόησαν πως υπήρξε ξεχωριστός φάρος του σύγχρονου μοντέρνου κινηματογράφου.
Η Άννα Μανιάνι στην ταινία «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη» του Ρομπέρτο Ροσελίνι. |
Με τη «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη» διακρίνεται για το νεορεαλιστικό –και ρεαλιστικό– πνεύμα και βλέμμα του, για τη στέρεη, συναρπαστική δραματική συγκρότηση του φιλμ και για την ανθρωπιά, την τραγικότητα, το γνήσιο, γενναιόδωρο συναίσθημα, το δημοκρατικό φρόνημα και τη θυσία υπέρ της αυτοδιάθεσης του ατόμου. Ο Ροσελίνι γύρισε το φιλμ δύο μήνες έπειτα από την απελευθέρωση της Ρώμης και διηγήθηκε πραγματικά περιστατικά της ηρωικής αντίστασης στους χώρους που διεξήχθησαν λίγο καιρό πριν, δηλαδή στα φυσικά, γνήσια φτωχικά ντεκόρ. Ένα μέρος του βωβού υλικού είχε γυριστεί επί φασιστικής και ναζιστικής κυριαρχίας. Από τα ερείπια και τις στάχτες του φασισμού και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου γεννήθηκε αυτό το φιλμ, το οποίο σηματοδότησε η απαρχή του νεορεαλισμού. Φιλμ που περιέγραψε την εξαθλίωση, την καθημερινή φτώχεια, την πείνα και την καταπίεση στα χρόνια του φασισμού.
Ο Ροσελίνι γύρισε το φιλμ δύο μήνες έπειτα από την απελευθέρωση της Ρώμης και διηγήθηκε πραγματικά περιστατικά της ηρωικής αντίστασης στους χώρους που διεξήχθησαν λίγο καιρό πριν, δηλαδή στα φυσικά, γνήσια φτωχικά ντεκόρ.
Πιο μοντέρνα αντιναζιστικά ιταλικά φιλμ ήταν το εξαιρετικό «Οι καταραμένοι» (1969) του Λουκίνο Βισκόντι, και οι ξεχωριστές, ιδιάζουσες αντιφασιστικές ταινίες του τόσο ταλαντούχου Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Ο κονφορμίστας» (1970), το «1900» (1976) και η κριτική, απομυθοποιητική «Στρατηγική της αράχνης» (1969)· το συνταρακτικό, εφιαλτικό «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα» (1975) του αδικοχαμένου Πιέρ Πάολο Παζολίνι, το «La tregua» (1997), τελευταίο φιλμ του Φραντσέσκο Ρόζι, βασισμένο στην αυτοβιογραφία του σημαντικού συγγραφέα Πρίμο Λέβι, «Οι νύχτες του Σαν Λορέντζο» (1981), των αδελφών Ταβιάνι, το «Η ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι, κ.ά.
Το Γαλλικό σινεμά αντιστέκεται
Θα αναφερθούμε στις γαλλικές ταινίες, ξεκινώντας απ' τo ποιητικό, μικρού μήκους ταινιάκι του Αλέν Ρενέ «Νύχτα και καταχνιά» (1956), προχωρώντας στο «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε» (1956) του Ρομπέρ Μπρεσόν, το «L' Enclos» (1961) του καθηγητή μου Αρμάν Γκατί, το «Ο στρατός των σκιών» (1969) του Zαν-Πιερ Μελβίλ, το «Un sac de billes» (1976) του Ζακ Ντουαγιόν, το «Λακόμπ Λυσιέν» (1974) και «Αντίο παιδιά» (1987) του Λουί Μαλ, έως τα φιλμ του Κλοντ Λελούς «Η ζωή είναι ένα μπολερό» (1981) και «Οι άθλιοι» (1995), και το «Κυνηγημένοι από τους Ναζί» (2009) του Γάλλου Ρομά Τονί Γκατλίφ.
Να σημειώσουμε ακόμη, τα καλά αγγλικά φιλμ «Night Train to Munich» (1940) του Κάρολ Ριντ, το «The reader» (2008) του Στίβεν Ντάλντρι και «Το αγόρι πίσω από το συρματόπλεγμα» (2008) του Μαρκ Χέρμαν.
Το Γερμανικό σινεμά απολογείται
O Γερμανός Ρόμπερτ Σιόντμακ, ο οποίος σταδιοδρόμησε κυρίως στο Χόλιγουντ, γύρισε στη Δυτική Γερμανία την ταινία «Το βράδυ, όταν ήρθε ο Διάβολος» (1957), ενώ ο θεατράνθρωπος Πίτερ Βάις σκηνοθέτησε την ταινία «The investigation» (1965). Από τη Γερμανία μάς έρχονται επίσης τα αξιοσημείωτα αντιναζιστικά φιλμ σκηνοθετών του νέου γερμανικού σινεμά: «Ο γάμος της Μαρία Μπράουν» (1978), «Λιλί Μαρλέν» (1981) και η ιστορικής σημασίας, κοινωνική τηλεοπτική σειρά «Berlin Alexanderplatz» (1980), όλα σκηνοθετημένα από τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Προσθέτουμε, επίσης, τα άξια λόγου φιλμ του Βόλκερ Σλέντορφ «Το ταμπούρλο» (1979), «Ο δράκος» (1996) και «Diplomatie» (2014).
Ο Ντέιβιντ Μπένεντ στην ταινία «Το ταμπούρλο» του Βόλκερ Σλέντορφ. |
Η τριλογία του Χανς Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ «Χίτλερ, μια ταινία για τη Γερμανία» (1977) κάνει αναφορές στη γερμανική κουλτούρα, στα καλλιτεχνικά έργα και στη γερμανική μυθολογία, που υφαίνονται σαν ένα απέραντο, πολυδαίδαλο σώμα, με πολλαπλές προεκτάσεις. Οι ιστορικές-πολιτικές αναφορές είναι συγκεκριμένες, αλλά κι αυτές διασπώνται σε πλήθος κομμάτια. Πρόκειται σίγουρα για ένα σινεμά που βρίσκεται σε ρήξη με τον απλοϊκό διδακτισμό της συνήθους κοινωνικοπολιτικής ταινίας και γενικότερα με τον κινηματογράφο της απόλυτης σαφήνειας, της πλήρους εκλογίκευσης των πάντων και του προσδιορισμού κάθε στοιχείου που κινείται μέσα στο φιλμ. Βρίσκουμε δηλαδή μια γοητευτική, ποιητική αύρα να διαποτίζει σε όλα τα φιλμ του Ζύμπερμπεργκ. Το μυθολογικό στοιχείο μπολιάζει εξ ολοκλήρου τις τρεις συναφείς ταινίες και τους προβληματισμούς τους· ο ρομαντισμός ή ο εξπρεσιονισμός και η μουσική διατρέχουν τη δομή των ταινιών. Τα φιλμ του Ζύμπερμπεργκ βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό, σε συνεχή σύγκρουση των κομματιών τους, όπως αυτά που καταπιάνονται με την πολιτική και τον θρύλο, την ανάλυση της εξουσίας και τη φαντασία-φαντασίωση.
Τα φιλμ του Ζύμπερμπεργκ βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό, σε συνεχή σύγκρουση των κομματιών τους, όπως αυτά που καταπιάνονται με την πολιτική και τον θρύλο, την ανάλυση της εξουσίας και τη φαντασία-φαντασίωση.
Το σινεμά αυτό μπορεί να φανεί εξωτερικά, αν επικεντρώσουμε στη φόρμα του, στατικό, αργό και κουραστικό, στην περίπτωση που ο θεατής δεν πλησιάσει στον στρόβιλο των νοημάτων και των μορφών που αναφέραμε – πιθανώς και λόγω της τεράστιας συνολικής διάρκειας, 440 λεπτών, που διαρκεί η ταινία «Χίτλερ, μια ταινία για τη Γερμανία». Ο θεατής κουράζεται αν δεν διερευνήσει τις κινηματογραφικές εντυπώσεις που παράγουν οι μέθοδοι κινηματογράφησης του Ζύμπερμπεργκ. Η θέαση των ταινιών του απαιτεί αναστοχασμό. Η κάμερα είναι συνήθως μετωπικά ακίνητη, δεν υπάρχουν πολλές και μεγάλες κινήσεις, ούτε καταιγισμός από πλάνα (όπως, συχνά, στο αμερικάνικο σινεμά που έχουμε συνηθίσει). Αυτή η «στατικότητα» είναι συνυφασμένη με τη θεατρικότητα στη σκηνοθετική ματιά, με τη θεατροποίηση του κινηματογραφικού βλέμματος στη σκηνοθεσία, με μια απόσταση ή μπρεχτική αποστασιοποίηση σύμφωνη με το στυλ του Ζύμπερμπεργκ, δηλαδή με τη σκέψη πάνω στο σινεμά και τα μέσα έκφρασής του (ενίοτε χάρη στην ακινησία του κάδρου).
Ο Γερμανός σκηνοθέτης εμπλουτίζει τις ταινίες του με διαστάσεις ιστορικές, πολιτικές, καθώς και με ιδεολογική και πολιτισμική ανάλυση. Το πρώτο μέρος του Χίτλερ, «Το δισκοπότηρο» αναφέρεται στην προσωπικότητα του Χίτλερ και τον ρόλο της στην εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα. Το δεύτερο μέρος «Ένα Γερμανικό όνειρο» μιλά για τη γερμανική κουλτούρα των εθνικοσοσιαλιστών, ενώ το τρίτο μέρος «Τέλος ενός χειμωνιάτικου παραμυθιού» αναφέρεται στην εξολόθρευση των Εβραίων και το τέταρτο μέρος «Εμείς, τα παιδιά της κόλασης», στις συνέπειες του ναζισμού μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Άλλα αξιοσημείωτα, σύγχρονα φιλμ από τη Γερμανία ήταν τα: «Eichmanns ende» (2010) του Raymond Ley, «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ: Μυστική ατζέντα» (The People vs. Fritz Bauer, 2015) του Lars Kraume, «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» (2016) του Χανς Σταϊνμπίχλερ. Το πολύ καλό φιλμ «Η στολή του λοχαγού» (2017) του Robert Schwentke και το «Transit» (2018) του σκηνοθέτη επιπέδου, Κρίστιαν Πέτζολντ.
Η Τζέσικα Λανγκ και ο Αρμιν Μούελερ-Σταλ στην ταινία «Μουσικό κουτί» του Κώστα Γαβρά. |
Η φωνή της Ελλάδας
Υπήρξαν, ακόμη, τα ελληνικά αντιναζιστικά φιλμ «Το μπλόκο» (1964) του Άδωνι Κύρου, «Το Ξυπόλητο τάγμα» (1953) του Γκρεγκ Τάλας, «Με τη λάμψη στα μάτια» (1966) του Πέτρου Γλυκοφρύδη, «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ» (1962) του Ροβήρου Μανθούλη, με τους αστείους Θανάση Βέγγο και Βασίλη Διαμαντόπουλο, η «Προδοσία» (1964) του Γιάννη Μανουσάκη, με τον Πέτρο Φυσούν Γερμανό αξιωματικό, κ.ά. Σημειώνουμε, επίσης τις ξένες ταινίες «Music box» (1989) και «Amen» (2002), του Έλληνα Κώστα Γαβρά.
Αναφέρουμε και τις παραγωγές που συνδέονται με κάποιο τρόπο με την Ελλάδα, τα πασίγνωστα «Κανόνια του Ναβαρόνε» του Τζέι Λι Τόμσον, αμερικανοβρετανική παραγωγή του 1961, τα «Fugitive pieces» (2007) του Τζέρεμι Ποντέσουα και «Η κλέφτρα των βιβλίων» (2013) του Μπράιαν Πέρσιβαλ, που γυρίστηκαν εν μέρει στη χώρα μας.
Ανατολική Ευρώπη
Στην αντιναζιστική θεματική επέμειναν ιδιαίτερα οι ανατολικοευρωπαίοι σκηνοθέτες των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Το πρώτο μεταπολεμικό, γερμανικό φιλμ που κατήγγειλε τα ναζιστικά εγκλήματα ήταν το «Οι δολοφόνοι είναι μεταξύ μας» (1946), του Ανατολικογερμανού Βόλφγκανγκ Στάουντε. Στην Ανατολική Γερμανία εργάστηκε κι ο ενδιαφέρων ανατολικογερμανός σκηνοθέτης Κόνραντ Βολφ («Aστέρια» 1958, και «Ήμουν 19 ετών» 1968).
Αξιόλογοι σοβιετικοί ή Ρώσοι σκηνοθέτες που ασχολήθηκαν με τον ναζισμό υπήρξαν ο σπουδαίος Βσεβολόντ Πουντόβκιν, που μαζί με τον σκηνοθέτη Γιούρι Τάριτς, έφτιαξε το 1942 το σπονδυλωτό φιλμ «Oubitsy vykhodiat na dorogou» για τη ναζιστική Γερμανία, εμπνευσμένος από τον Μπρεχτ, καθώς και ο ταλαντούχος, λυρικός Μπόρις Μπαρνέτ («Το γενναίο αγόρι» 1943, «Μια φορά η νύχτα» 1945, «Μυστικός πράκτορας» 1947), ο οποίος σκηνοθετούσε με χαρακτηριστική ελευθερία, χωρίς αυστηρή τήρηση των κινηματογραφικών κανόνων.
Ενώ έγιναν στο πλαίσιο του σταλινισμού και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ο Ντονσκόι μπόρεσε να διασχίσει την εποχή του σταλινισμού χωρίς πολλούς συμβιβασμούς διότι επιστράτευε την κλίση του προς την αγωνιστικότητα, την κοινωνική ευθύνη, τον ανθρωπισμό και την ομορφιά, αλλά και χωρίς μεγάλη πολιτική φθορά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ρωμαλέος, επικολυρικός, Ουκρανός σκηνοθέτης Μαρκ Ντονσκόι («Το ουράνιο τόξο» 1944, «Ο ανίκητος» 1945, «Βαρβάρα, η δασκάλα του χωριού» 1947), για τον οποίο θα άξιζε να επεκταθούμε αναλύοντας τις σφιχτοδεμένες, δραματουργικά και αφηγηματικά συγκροτημένες, πολύ ανθρώπινες ταινίες του. Ενώ έγιναν στο πλαίσιο του σταλινισμού και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ο Ντονσκόι μπόρεσε να διασχίσει την εποχή του σταλινισμού χωρίς πολλούς συμβιβασμούς διότι επιστράτευε την κλίση του προς την αγωνιστικότητα, την κοινωνική ευθύνη, τον ανθρωπισμό και την ομορφιά, αλλά και χωρίς μεγάλη πολιτική φθορά (μετά το ενοχλητικό για την κομματική ορθοδοξία, «Ο Αλιτέτ φεύγει για τα βουνά» του 1950, του απαγόρευσαν για έξι χρόνια να γυρίσει ταινία μεγάλου μήκους). Οι ταινίες του ξεχώριζαν ποιοτικά για τη ζωντάνια, την αμεσότητα, την αναζήτηση της ομορφιάς, τον συναισθηματισμό και τη γνησιότητά τους. Διακρίθηκε για τις μεταφορές λογοτεχνικών έργων, συχνά του Γκόρκι, στο σινεμά και ιδιαίτερα την Τριλογία της ζωής του Γκόρκι (1938-40).
Άλλοι σοβιετικοί σκηνοθέτες που γύρισαν αντιναζιστικά φιλμ ήταν ο Γιούρι Ράιζμαν («Βερολίνο» 1945), ο Φρίντριχ Έρμλερ («Υπερασπίζεται την πατρίδα της» 1943, και «Η αποφασιστική στροφή» 1945), ο Σεργκέι Γκερασίμοφ («Ο νεαρός φρουρός» 1948), ο Εντουάρ Τισέ («Η αθάνατη φρουρά» 1956), ο σταλινικός Μιχαήλ Τσιαουρέλι («Η πτώση του Βερολίνου» 1950), o πιο ανανεωτικός, της εποχής της τήξης των σταλινικών πάγων επί Χρουτσόφ, Γρηγόρι Tσουχράι («H μπαλάντα ενός στρατιώτη» 1959, «Καθαρός ουρανός» 1961), ο Μιχάηλ Ρομ με τα φιλμ «Chelovek No 217» (1944) και «Ο αληθινός φασισμός» (1965), ο εξαίρετος ηθοποιός Σεργκέι Μπονταρτσούκ που σκηνοθέτησε τα φιλμ «Η μοίρα ενός ανθρώπου» το 1959, και «Πολέμησαν για την πατρίδα» το 1975. Ακολουθούν οι μεταγενέστεροι, και άρα πιο απελευθερωμένοι αισθητικά και ιδεολογικά, Στάνισλαβ Ροστότσκι («Ήρεμες ήταν οι αυγές» 1972), Αλεξέι Γκερμάν («Είκοσι μέρες δίχως πόλεμο» 1977, «Ένοχος στους δρόμους»1986), και ο Ρώσος Έλεμ Κλίμοφ που γύρισε το «Έλα να δεις» (1985), κ.ά. Οι περισσότεροι σοβιετικοί σκηνοθέτες κινήθηκαν ειδικότερα στο πλαίσιο της αντιναζιστικής σοβιετικής πολιτικής, με ακαδημαϊκό, εξιδανικευμένο και μηχανικό τρόπο. Άλλοι όμως, οι σημαντικοί δημιουργοί Πουντόβκιν, Μπάρνετ, Καλατόζοφ, Γκερμάν, Ντονσκόι, Τσουχράι, Κλίμοφ κ.ά. έβγαιναν ενίοτε έξω από τα στενά πλαίσια και τους αυστηρούς κώδικες του ακαδημαϊκού σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Μετά την κατάρρευση του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού ο Φεντόρ Μπονταρτσούκ, γιος του ηθοποιού Σεργκέι, γύρισε το «Στάλινγκραντ» το 2013.
«Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» του Αντρέι Ταρκόφσκι. |
Βλέποντας προσεκτικά «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» (1962) και άλλα μεταγενέστερα φιλμ του Αντρέι Ταρκόφσκι, αντιλαμβανόμαστε ότι στις ταινίες του Ρώσου μεταφυσικού πραγματοποιείται μια μεγαλειώδης και συνάμα ταπεινή, στοχαστική, περιπετειώδης και κάπως μελαγχολική πορεία αναζήτησης. Η διαδρομή αυτή παίρνει σάρκα και οστά και διαγράφεται με διαφορετικό τρόπο από φιλμ σε φιλμ. Το σαγηνευτικό μα και οδυνηρό, επικίνδυνο ταξίδι εξερεύνησης, η ταρκοφσκική έρευνα με σκοπό την αλήθεια και την αρετή, ξεκινούν συνήθως από το στατικό κι ενδεχομένως αλλοτριωμένο σήμερα. Το «σήμερα» είναι συχνά επώδυνο, βαλτωμένο σε μια άθλια πραγματικότητα (βλέπε την αρχική εικόνα του κόσμου στα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν», τον φριχτό πόλεμο με τους ναζί κατακτητές). Άρα, χρειαζόμαστε τον άνθρωπο και την αγάπη, μας λέει ο Αντρέι Ταρκόφσκι.
Πρόκειται για την ανθρωπιστική πλευρά της προβληματικης και ηθικής του Ταρκόφσκι. Η δύσβατη διαδρομή στα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν» διαγράφεται για τον αγωνιστή, μικρό έφηβο, μέσα από τους επικίνδυνους σκοπέλους της πολεμικής σύρραξης και του πατριωτικού αντάρτικου. Αλλά, ας μη ξεγελιόμαστε, η άποψη και η σύνθεση είναι ίδια με τις άλλες ταινίες του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη. Η αναζήτηση είναι κι εδώ κατά βάθος υπαρξιακή, ο μικρός αναζητά τον εαυτό του αλλά και έναν νέο κόσμο, κι έχει φαντασιώσεις και όνειρα που βασίζονται στις αναμνήσεις του. Πάντα, όμως, στον Ταρκόφσκι, το επώδυνο κι εξαντλητικό ταξίδι προς την ενορατική και μυστική γνώση του κόσμου, την αυτοσυνείδηση και την αποκάλυψη του θαύματος της ζωής και του πνεύματος, αξίζει πραγματικά τον κόπο και αποδίδει τους καρπούς του.
Πάντα, όμως, στον Ταρκόφσκι, το επώδυνο κι εξαντλητικό ταξίδι προς την ενορατική και μυστική γνώση του κόσμου, την αυτοσυνείδηση και την αποκάλυψη του θαύματος της ζωής και του πνεύματος, αξίζει πραγματικά τον κόπο και αποδίδει τους καρπούς του.
Από τη βασανισμένη, ταλαιπωρημένη κι ευαισθητοποιημένη Πολωνία σημειώνουμε τη σκηνοθέτιδα Wanda Jakubowska («The stage» 1948), και τον Πολωνό Αλεξάντερ Φορντ («Border Street» 1948, και «Sie sind frei, Dr. Korczak» 1973)· τον πολύ σημαντικό Πολωνό δημιουργό Αντρέι Βάιντα («Kanal» 1957, «Σαμψών» 1961, και «Korczak» 1990)· τον Αντρέι Μουνκ με το «Passenger» του 1963. Η Ανιέσκα Χόλαντ γύρισε το «Europa Europa» στην Πολωνία το 1990, μετά την κατάρρευση του σοσιαλισμού και του τείχους και το «In Darkness» το 2011. O Ρομάν Πολάνσκι διηγήθηκε το 2002 με τον «Πιανίστα» την ιστορία ενός κατατρεγμένου Πολωνοεβραίου μουσικού. Το 2015 είδαμε την «Ida», του επίσης Πολωνού Πάβελ Παβλικόφσκι.
Σκηνοθέτησαν αντιναζιστικές ταινίες ο Τσεχοσλοβάκος Γιαν Καντάρ («Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού» 1965) και ο Σέρβος Γκόραν Πασκάλιεβις («Με το φως της μέρας» 2012).
Ξεχωρίζουμε επίσης από την κινηματογραφία της Ουγγαρίας την προικισμένη Μάρθα Μέζαρος («The Seventh Room» 1996) και τον βετεράνο Ούγγρο Ίστβαν Τζάμπο («Μεφίστο» 1981, και «Sunshine» 1999). Κι επισημαίνουμε το σύγχρονο, συνταρακτικό «Son of Saul» (2015), του Λάζλο Νέμες.
Να προσθέσουμε πως από το Ισραήλ παρήχθησαν αρκετές αντιναζιστικές ταινίες, συχνά με θέμα το κυνηγητό των ναζί αξιωματούχων μετά τη λήξη του παγκοσμίου πολέμου, όπως και το ότι πολλοί Εβραίοι, από διάφορες χώρες, της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ανατολικής Ευρώπης δημιούργησαν τέτοια αντιναζιστικά φιλμ.
Διαβάστε εδώ το 1ο μέρος: Οι αντιναζιστικές και αντιφασιστικές ταινίες (μέρος 1ο: Στις Ηνωμένες Πολιτείες)
* Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, ο τόμος «Κινηματογραφικοί δημιουργοί» (εκδ. Αιγόκερως).