
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Ο Γιώργος Λάνθιμος και ο «Κυνόδοντας» αξίζουν ειλικρινέστερη υποδοχή από την ψεύτικη επιείκεια του «bon pour l’Orient», από τη συγκαταβατική στάση που διατηρεί τις φιλικές σχέσεις και τη μετριότητα της ελληνικής καλλιτεχνικής παραγωγής.
Το ζήτημα της κριτικής δεν είναι η συγχρονική σύγκριση (η ανάδειξη του «μονόφθαλμου»), ούτε η εύθυμη αποδοχή της καθυστέρησης: παρότι ο «Κυνόδοντας» περιγράφει μια ιδέα για τον πολιτισμό του ελέγχου και της εξουσίας, καθώς κι έναν επαναλαμβανόμενο, προσωπικό εφιάλτη (που έχει κάποια σημασία στην πρόσληψη της ταινίας) (*) έχω την εντύπωση ότι άργησε σαράντα χρόνια. Ότι, αν πριν από σαράντα χρόνια μια τέτοια ταινία θα μπορούσε να διακριθεί για κάτι που ήταν -καινοφανής στις αισθητικές της επιλογές- σήμερα ξεχωρίζει για κάτι που δεν είναι: δεν είναι «φολκλορική», δεν είναι «ελληνοπρεπής»· φοβάμαι μάλιστα ότι η διεθνής της απήχηση οφείλεται, εν μέρει, στην αιφνιδιαστική μη-εντοπιότητα.
Παρακολουθώντας την καθημερινότητα μιας αστικής οικογένειας –την εξωπραγματική, όχι απλώς «δυσλειτουργική»- ο Γιώργος Λάνθιμος συνθέτει μια μεταφορά για την καταπίεση, τη μονομανία της ασφάλειας, τους μηχανισμούς της εξουσίας και τα αδιέξοδα της ατομικής ελευθερίας. Οι δραστηριότητες αυτής της μεταφορικής/συμβολικής οικογένειας είναι παράδοξες, μάταιες και κενές νοήματος· το ύφος παραμένει σκοτεινό· από την ταινία λείπει η χιουμοριστική διάθεση, η ειρωνεία, η φιλοσοφία του παραλόγου. Η αφήγηση συντίθεται από σκόρπιες εικόνες, κομμένα πλάνα (συχνά δεν φαίνονται τα κεφάλια των ηθοποιών), κακοφωτισμένες σεκάνς, ελαφρά κουνημένες εξαιτίας της κάμερας στο χέρι, με αλλόκοτο ήχο σαν να πρόκειται για ερασιτεχνικό ντουμπλάρισμα, με ηθοποιία ξύλινη, «μαριονέτας». Η δράση (και η απουσία της) τοποθετείται σε μια απομονωμένη έπαυλη: αναπόφευκτα, το σκηνικό (που καθορίζει το θέμα) θυμίζει τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», το «Θεώρημα», τον «Εξολοθρευτή άγγελο» (κυρίως εξαιτίας της αβουλίας των προσώπων), τους «Επιζήσαντες» (του Γκουτιέρες Αλέα)· προπάντων θυμίζει, επειδή δεν θυμίζει, το «Singapore Sling» του Νίκου ΝΙκολαΐδη, όπου η στιλπνή φωτογραφία του Άρη Σταύρου αναδείκνυε το νοσηρό κλίμα.
Εδώ δεν υπάρχει τίποτα στιλπνό, τίποτα φωτογενές. Ο πατέρας (Χρήστος Στεργιόγλου) κρατάει το κλειδί της πύλης και είναι ο μόνος που βγαίνει από το τείχος· μαθαίνουμε ότι είναι βιομήχανος κι ότι θεωρεί τον εαυτό του ιδανικό εργοδότη, σύζυγο και πατέρα· τα κίνητρα όμως και η ψυχολογία του παραμένουν ανεξήγητα. Το ίδιο συμβαίνει με τη γυναίκα του (Μichelle Valley) που φαίνεται απολύτως συμφιλιωμένη με το σύστημα του εγκλεισμού έχοντας αναθέσει τις ευθύνες στον δεσμοφύλακα-σύζυγο· (πόσο εύκολο να παραδοθείς σε κάποιον που παίρνει αποφάσεις και που, προπάντων, κατασκευάζει έναν κόσμο για λογαριασμό σου!): ο «Κυνόδοντας» προβάλλει μια εύλογη, «μετα-φεμινιστική» θέση· οι γυναίκες δεν επιθυμούν την ισοτιμία· η ελευθερία είναι επικίνδυνη. Όσο για τα «παιδιά» της οικογένειας, δεν είναι «παιδιά» αλλά ενήλικες που δεν ξέρουν τίποτα για τον κόσμο πέρα από το ότι είναι «κακός»· δεν ξέρουν καν την κοινή γλώσσα· στην ιδιόλεκτό τους οι λέξεις έχουν διαφορετική σημασία. Όπως συμβαίνει στις κλειστές κοινωνίες και στους θεσμούς (στο χωριό, στη μαφία, στην οικογένεια, στο σχολείο) το «μέσα» θεωρείται οικείο και προστατευτικό ενώ το «έξω» εκλαμβάνεται ως εχθρικό υπό την έννοια ότι μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις την αφοσίωσή σου για το «μέσα».
Η παρανοϊκή αντίληψη/φοβία για την εχθρότητα του έξω κόσμου χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά των πέντε μελών της οικογένειας. Τα «παιδιά» επιδίδονται σε διεστραμμένα παιχνίδια –κρατούν την αναπνοή τους κάτω από το νερό της πισίνας, βυθίζουν τα δάχτυλά τους σε καυτό νερό· κι όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις παίζουν τυφλόμυγα- σε μια ατμόσφαιρα σαδομαζοχισμού και ψυχικής αναισθησίας. Συμβαίνουν όλα (σχεδόν όλα) όσα μπορούν να απωθήσουν τον θεατή: «άσχημα» σεξουαλικά στιγμιότυπα (ο γιος δέχεται παθητικά τις σεξουαλικές υπηρεσίες της επισκέπτριας Χριστίνας, ενώ αργότερα γλιστράει στο κρεβάτι των γονιών του αγκαλιάζοντας τον πατέρα του)· κακοποίηση ζώων· αιμομιξία· παλινδρόμηση στην παιδική ηλικία· αποκτήνωση με την κυριολεκτική έννοια (η οικογένεια πέφτει στα τέσσερα και γαβγίζει). Λείπει ο κανιβαλισμός και η νεκροφιλία· ο εμετός και τα σάπια αποφάγια όπως το κουνέλι στην «Αποστροφή» του Πολάνσκι.
Ο σωματικός και ψυχικός πόνος, εξηγεί ο εκπαιδευτής σκύλων που ντρεσάρει το σκυλί της οικογένειας, είναι απαραίτητος για να επιτευχθεί η οριστική υποταγή στον αφέντη. Τα «παιδιά» εκπαιδεύονται με τον ίδιο τρόπο μέχρι να «χάσουν» τον κυνόδοντά τους, σημάδι ότι μπορούν πια να αντιμετωπίσουν τον εξωτερικό κόσμο· στο μεταξύ, ο θεατής περιμένει μια κορύφωση· μια εξέγερση ίσως· αλλά όχι: η ζωή στην έπαυλη συνεχίζεται με διάσπαρτα επεισόδια παράνοιας και ζόφου. Ώσπου, η μεγαλύτερη κόρη (Αγγελική Παπούλια) βγάζει μόνη της τον κυνόδοντά της (σε μια προσφυώς αιματηρή σκηνή) και καταφεύγει στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του πατέρα για να αποδράσει. Δεν υπάρχει σωτηρία: η ταινία τελειώνει όταν ο πατέρας φτάνει στο κέντρο εκπαίδευσης σκύλων με το αυτοκίνητο, στο πορτ-μπαγκάζ του οποίου είναι κλειδωμένη η κόρη του. Ως θεατές βρισκόμαστε σε σύγχυση: η ταινία τοποθετεί μια σειρά ζητήματα που παραμένουν μετέωρα –η γλώσσα σαν μέσο εξουσίας· η «κυνική» μεταφορά· η ιδέα της οικουμενικότητας της βίας (ο Γιώργος Λάνθιμος επιλέγει την κοινωνική «ανωνυμία», δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον)· η δυστοπική θέαση του κόσμου. Ο «Κυνόδοντας» φαίνεται σαν μια ταινία με κραυγαλέο «μήνυμα»· ένα παιχνίδι εξουσίας με τον θεατή (όπως στην περίπτωση που ο Μπέκετ βρίζει τον αναγνώστη), ένα παιχνίδι αντοχής. Προπάντων, ανεξαρτήτως των προθέσεων του σκηνοθέτη, φαίνεται σαν την εικονογράφηση μιας “κυνικής” κοσμοθεωρίας –που μοιράζονται κι άλλοι νέοι και ταλαντούχοι κινηματογραφιστές (όπως ο Γιάννης Οικονομίδης)- κατά την οποίαν η ανθρώπινη κοινωνία παρομοιάζεται μ’ ένα λυσσασμένο σκυλί.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
(*) «Βρίσκομαι στο οικογενειακό σπίτι: μισοσκόταδο· τα παράθυρα είναι κλειστά (σφαλισμένα με σανίδες; χτισμένα; μήπως οι τοίχοι είναι τυφλοί;)· προσπαθώ να βρω την έξοδο· από το βάθος ακούγεται μια πνιχτή φωνή, ένας αναστεναγμός· ήχοι ανεπαίσθητοι σαν το έλυτρο ενός σκαθαριού που έρπει: είμαι φυλακισμένη· ο πατέρας μου, η μάνα μου σέρνουν τα πόδια τους στην άκρη του διαδρόμου. Μια αδύναμη, γέρικη φωνή - «Είσαι εδώ; Πού είσαι;» - σκορπίζεται στο πνιγηρό δωμάτιο.
Ξυπνάω τυλιγμένη σε υγρά σεντόνια, στριμμένα γύρω απ’ το σώμα μου (σαν σάβανο;)· στο μυαλό μου ακούγεται, μαζί με παράσιτα, το “TB Sheets” του Βαν Μόρισον· οι πρώτες νότες, οι τελευταίοι στίχοι: Άνοιξε το παράθυρο… ν’ αναπνεύσω… άφησέ με ν’ αναπνεύσω… μυρίζω τα φυματικά σου σεντόνια…· ήμουν συχνά άρρωστη· έβηχα, για χρόνια δεν ήξεραν τι είχα, ο βήχας και ο πυρετός με κρατούσαν ξάγρυπνη τις νύχτες: ξερός, σπαστικός βήχας· δέκατα. Όχι· τώρα, ήταν όνειρο· ο συνηθισμένος εφιάλτης του εγκλεισμού.
Ανακούφιση: είναι όλοι νεκροί.»
Από το «Ο χρόνος πάλι», 2009.