Μια απόπειρα οριοθέτησης και κατάταξης σκηνοθετών και ταινιών από το τέλος του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου μέχρι το Greek Weird Wave.
Του Θόδωρου Σούμα
Ένα ερώτημα των συστηματικών, Ελλήνων σινεφίλ είναι πότε και πώς τελείωσε ο λεγόμενος Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος (ΝΕΚ), ο οποίος ξεκίνησε μέσα στη δικτατορία, σε αντίθεση, σε κόντρα με τον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο (ΠΕΚ) των δεκαετιών του ’50, του ’60 και του ’70, των εμπορικών παραγωγών της Φίνος Φιλμ, των αδελφών Καραγιάννη με τον Α. Καρατζόπουλο, και των Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης. Πότε ο ΝΕΚ –των Θ. Αγγελόπουλου, Ν. Παναγιωτόπουλου, Π. Βούλγαρη, Α. Δαμιανού, Ν. Παπατάκη, Γ. Πανουσόπουλου, Σ. Τσιώλη, Σ. Τορνέ, Ν. Νικολαΐδη, Ν. Περράκη, Τ. Μαρκετάκη, Φ. Λιάππα, Γ. Κόρρα, B. Βαφέα, Τ. Ψαρρά, Δ. Θέου, Κ. Φέρρη, Γ. Τσεμπερόπουλου, Λ. Παπαστάθη, Γ. Καρυπίδη, Τ. Λυκουρέση, A. Θωμόπουλου, Γ. Σμαραγδή, Κ. Σφήκα, A. Aγγελίδη, Δ. Αβδελιώδη και πολλών άλλων αξιόλογων κινηματογραφιστών–, ολοκληρώνει τον κύκλο του και πότε εμφανίζεται μια νέα γενιά Ελλήνων σκηνοθετών. (Πολλοί από τους προαναφερόμενους δυστυχώς δεν ζουν πια, ορισμένοι όμως, όπως οι Σμαραγδής, Βούλγαρης, Περράκης και Πανουσόπουλος ακόμη σκηνοθετούν!)
Ρεύμα νέων σκηνοθετών από τη δεκαετία του 90
Στο ελληνικό σινεμά εμφανίστηκε –και τους διαδέχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990– ένα κινηματογραφικό ρεύμα νέων σκηνοθετών. Κατέστησε αντιληπτή την παρουσία του με τις πρώτες, καλές ταινίες του Νίκου Γραμματικού, του Σωτήρη Γκορίτσα, του Περικλή Χούρσογλου, του Αντώνη Κόκκινου, του Δημήτρη Αθανίτη, του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, της Όλγας Μαλέα, του Νίκου Κορνήλιου, κ.ά. Οι τότε νέοι σκηνοθέτες, στην πλειονότητά τους, υιοθετούσαν μια αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος. Οι ικανοί και προικισμένοι, νέοι κινηματογραφιστές προσπαθούσαν να διηγηθούν με δεξιότητα και τεχνογνωσία τις ιστορίες τους, να ενστερνιστούν την αφηγηματική μυθοπλασία και τη βατή αφήγηση μιας ιστορίας (αυτό έκαναν στο παρελθόν και οι παλιότεροι Βούλγαρης, Πανουσόπουλος, Σμαραγδής, Τσεμπερόπουλος, Περράκης, Μαρκετάκη, Λιάππα, Ψαρράς, κ.ά.). Οι νέοι σκηνοθέτες επιστράτευαν, δηλαδή, τα εφόδια και τις γνώσεις που διέθεταν σχετικά με τις αφηγηματικές και μυθοπλαστικές ικανότητες που απαιτούντο.
Οι ικανοί και προικισμένοι, νέοι κινηματογραφιστές προσπαθούσαν να διηγηθούν με δεξιότητα και τεχνογνωσία τις ιστορίες τους, να ενστερνιστούν την αφηγηματική μυθοπλασία και τη βατή αφήγηση μιας ιστορίας. Οι νέοι σκηνοθέτες επιστράτευαν, δηλαδή, τα εφόδια και τις γνώσεις που διέθεταν σχετικά με τις αφηγηματικές και μυθοπλαστικές ικανότητες που απαιτούντο.
Κατόπιν εμφανίστηκαν με πετυχημένες μεγάλου μήκους, γύρω στο 2000, οι σκηνοθέτες Τάσος Μπουλμέτης, με την τεράστια επιτυχία του Πολίτικη κουζίνα, 2003, (είχε σκηνοθετήσει το 1990 το πειραματικό πρώτο φιλμ του Βιοτεχνία ονείρων), Γιάννης Οικονομίδης (πρώτη ταινία το Σπιρτόκουτο το 2002), Πάνος Κούτρας (πρώτη ταινία Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, 1999), Κώστας Καπάκας (πρώτη ταινία Peppermint, 1999), Άγγελος Φραντζής (πρώτη ταινία Polaroid, 2000) κ.ά.
Ένα διαφορετικό κινηματογραφικό ρεύμα
Με τις ελληνικές ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου Κινέτα του 2005 και Κυνόδοντας του 2009 πάνω σε σενάρια του Ευθύμη Φιλίππου, και το Attenberg του 2010 της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη (πρώτο της φιλμ το πειραματικό Η διαρκής αναχώρηση της Πέτρα Γκόινγκ, 2000) έκανε δειλά την εμφάνισή του ένα ελληνικό κινηματογραφικό ρεύμα διαφορετικό. Υπήρξε πιο ιδιότυπο και παράξενο αισθητικά και μυθοπλαστικά από το αμέσως προηγούμενο (που είχε ξεκινήσει στην αρχή της δεκαετίας του 1990 με τις ταινίες των Γιάνναρη, Γραμματικού, Χούρσογλου, Αθανίτη, Μαλέα, Κόκκινου κ.ά. και συνέχισε και μετά το 2000). Στο σινεμά, λοιπόν, των προαναφερθέντων σκηνοθετών του ’90 ήρθε να προστεθεί το λεγόμενο greekweirdwave, ξεκινώντας γύρω στο 2010 και στη δεκαετία του '10. Οι νέοι σκηνοθέτες που σκηνοθέτησαν μεγάλου μήκους φιλμ εκείνη την εποχή ήταν, πέρα από τους προαναφερθέντες παλιότερους, οι Γ. Λάνθιμος, A. Ρ. Τσαγγάρη, Μπ. Μακρίδης, Α. Παπαδημητόπουλος, Α. Αβρανάς, Σ. Τζουμέρκας, κ.ά.
Υπήρξε η συνεργασία Λάνθιμου και Τσαγγάρη και τα σενάρια του σεναριογράφου τους Ευθύμη Φιλίππου, που έδωσαν έναν ιδιαίτερο τόνο στα έργα, και ορισμένες εκλεκτικές συγγένειες με τους υπόλοιπους νέους σκηνοθέτες.
Αυτό το «αλλόκοτο», weird, παράδοξο και δροσερό ρεύμα, που είχε την αφετηρία του γύρω στο 2010, βασίστηκε εν πολλοίς στις σεναριακές και μορφικές εμπνεύσεις του ταλαντούχου και ταχύτατα ανερχόμενου, διεθνώς, Γ. Λάνθιμου και του σεναριογράφου του Ε. Φιλίππου, που απετέλεσαν τον πυρήνα αυτής της νέας κινηματογραφικής, αφηγηματικής, θεματολογικής και στιλιστικής, πιο φρέσκιας και πρωτότυπης, ελληνικής προσπάθειας. Υπήρξε η συνεργασία Λάνθιμου και Τσαγγάρη και τα σενάρια του σεναριογράφου τους Ευθύμη Φιλίππου, που έδωσαν έναν ιδιαίτερο τόνο στα έργα, και ορισμένες εκλεκτικές συγγένειες με τους υπόλοιπους νέους σκηνοθέτες.
Ακολούθησαν βεβαίως και άλλα φιλμ σε παρόμοιο κλίμα, άλλων ταλαντούχων σκηνοθετών, που δεν συνέκλιναν απαραίτητα προς την αισθητική των παραπάνω νέων σκηνοθετών, μα συνέβαλαν στη δημιουργία μιας τάσης, μιας παράδοξης ατμόσφαιρας και μιας ρηξικέλευθης διάθεσης. Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος σκηνοθέτησε το Wastedyouth το 2011 και το Suntan το 2016, ο Σύλλας Τζουμέρκας την Έκρηξη το 2014 και το Θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών το 2018, ο Μπάμπης Μακρίδης το L το 2011 και τον Οίκτο το 2018, ο Αλέξανδρος Αβρανάς το MissViolence το 2013 και το Lovemenot, το 2017, η Τσαγγάρη το Chevalier το 2015, ο Έκτορας Λυγίζος το Αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού, το 2012, o Κωνσταντάτος τα Lutton, 2013, και Μικρά όμορφα άλογα, 2020, ο Γιώργος Γεωργόπουλος το Tungsten, το 2010, και ο Πάνος Κούτρας το Xeniaτο 2014 και την Στρέλλα το 2009, εάν θεωρήσουμε πως οι ταινίες του σχετίζονται με το προαναφερθέν, αλλόκοτο ρεύμα, κ.ά. Σκηνοθέτες που προηγουμένως έκαναν κάποιο διαφορετικό σινεμά, μπορεί να επηρεάστηκαν από το greekweirdwave και να μετέβαλαν κάπως το ύφος τους, όπως οι τελευταίες ταινίες του Π. Κούτρα, ορισμένες του Α. Φραντζή (Μέσα στο δάσος, 2009, και Σύμπτωμα, 2015) και τις ταινίες Η Μικρή Άρκτος και September των σκηνοθέτιδων Χρονοπούλου και Παναγιωτοπούλου, αντιστοίχως. Αλλά και ο σημαντικότατος Γιάννης Οικονομίδης της ταινίας Η ψυχή στο στόμα (2006), μήπως αποτελεί έναν εμπνευσμένο προάγγελο του αλλόκοτου ελληνικού ρεύματος, δίπλα στον Λάνθιμο της πρώτης του ταινίας Κινέτα (2005);
Οι νέοι σκηνοθέτες, πάντως, διαφοροποιήθηκαν από τον σκηνοθετικό, σεναριακό και τηλεοπτικό ακαδημαϊσμό, και ενστερνίστηκαν τις εξελίξεις της κινηματογραφικής γλώσσας, ιδίως του διεθνούς ανεξάρτητου, διαφορετικού σινεμά, ευρωπαϊκού και αμερικάνικου.
Γενικά, ο κινηματογράφος των νεότερων είναι πιο ζωντανός και σπιρτόζος από αυτόν των παλαιότερων, τον επονομαζόμενο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο (ΝΕΚ) Ο ΝΕΚ ήταν το ελληνικό σινεμά που διέρρηξε, κατά τη διάρκεια της χούντας, τους συμβατικούς κι ακαδημαϊκούς, αισθητικούς κανόνες του Παλαιού Ελληνικού Κινηματογράφου (ΠΕΚ) της Φίνος Φιλμ και των άλλων, υποδεέστερων, παλαιών εταιρειών παραγωγής, των οποίων οι καλύτερες δουλειές ήταν κεφάτες λαϊκές κωμωδίες, βασισμένες στην πληθωρική, σχεδόν αυτοσχεδιαστική ερμηνεία πηγαίων, ταλαντούχων ηθοποιών… Ο ΝΕΚ συνήθως παρήγαγε έναν κινηματογράφο κοινωνικό, συχνά εξωστρεφώς πολιτικό· ή, αντίθετα, ένα σινεμά έντονα προσωπικό, ποιητικό (μερικές φορές εσωστρεφές, ναρκισσιστικό και εγωκεντρικό, με περίκλειστη φιλμική γραφή). Ο ΝΕΚ είχε την αφετηρία του στα χρόνια της δικτατορίας και συνέχισε κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, περίπου έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, εποχές που χαρακτηρίζονταν από μια υπερπολιτικοποίηση και γι' αυτό φορτώθηκε με αριστερά πολιτικά ιδεολογήματα και δοξασίες, που οι νεότεροι ευτυχώς εγκατέλειψαν.
Ο ΝΕΚ είχε την αφετηρία του στα χρόνια της δικτατορίας και συνέχισε κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, περίπου έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, εποχές που χαρακτηρίζονταν από μια υπερπολιτικοποίηση και γι' αυτό φορτώθηκε με αριστερά πολιτικά ιδεολογήματα και δοξασίες, που οι νεότεροι ευτυχώς εγκατέλειψαν.
Τι το διαφορετικό περιελάμβανε αυτός ο κινηματογράφος; Έναν πίνακα, μια απεικόνιση των κοινωνικών, υπαρξιακών και ατομικών προβλημάτων του σύγχρονου Έλληνα και των πυρήνων, των εστιών της κοινωνικής οργάνωσης της ζωής του, των οικογενειών, των ζευγαριών και των παρεών, μια διάθλαση των εικόνων μέσα από παραμορφωτικούς φακούς· εικόνων υπερβολικών, υπερτονισμένων, παράξενων μέσα στη διόγκωσή τους, αλλά αληθινών. Οι ιδιότυπες ταινίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά διατηρούν κάποια ροπή προς τη μυθοπλασία και την αφηγηματικότητα, όχι όμως αυστηρή. Γοητεύονται από τις μορφικές αναζητήσεις και επιδιώκουν να σαγηνεύσουν τον θεατή με τις σκηνοθετικές ιδέες και ανανεώσεις και όχι μόνο με τα θεματικά και αφηγηματικά μοτίβα τους. Αυτή την πλήρη, μορφική και θεματική ανανέωση επιδιώκουν οι Λάνθιμος, Φιλίππου, Μακρίδης, Tζουμέρκας, Παπαδημητρόπουλος, Τσαγγάρη αλλά και οι Κούτρας, Οικονομίδης, Φραντζής, κ.ά.
Από αισθητικής πλευράς, στο σημερινό ελληνικό σινεμά, συνδυάζονται μια σκηνοθετική ματιά ψυχρή και διαυγής, η δημιουργία εικόνων που γεννούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, ένα ιδιότυπο, πρωτότυπο στιλ, κάποιος παγερός ρεαλισμός που δεν κολλάει σε προκαταλήψεις, καθώς και παράξενα, παράδοξα μυθοπλαστικά ευρήματα κι αφηγηματικά μοτίβα. Από αυτά προέκυψε ο χαρακτηρισμός των ξένων για τον κινηματογράφο των νεότερων σκηνοθετών, «αλλόκοτο ελληνικό κύμα».
Διαπιστώνουμε όμως πως το «αλλόκοτο ελληνικό κύμα» δεν έχει ομοιογένεια. Οι σκηνοθέτες χειρίζονται διαφορετικά το θέμα του ρεαλισμού ή αντίστροφα της δημιουργίας μιας παράξενης, μη αληθοφανούς ατμόσφαιρας, ανάλογα με το ταμπεραμέντο τους και την προσωπική αισθητική τους, άλλοτε εγγύτερα στον ρεαλισμό (Παπαδημητρόπουλος) κι άλλοτε μακριά από αυτόν (Λάνθιμος). Ο κινηματογράφος τους δεν έχει δημιουργήσει, στο σύνολό του, ένα αναγνωρίσιμο πρότυπο ταινιών τέχνης και πιθανότατα ούτε χρειάζεται… Πιθανώς δεν υπάρχει μια τόσο μεγάλη ενότητα απόψεων, αναζήτησης και εντοπισμού θεμάτων.
Ορισμένες ταινίες έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά: σκληρότητα, αμεσότητα, αδρότητα ή και βιαιότητα στη σκηνοθετική τους ένταση και σύλληψη (π.χ. οι ταινίες των Γιάνναρη, Οικονομίδη, Λάνθιμου, Παπαδημητρόπουλου, Γραμματικού, Κούτρα, Αβρανά, κ.ά.).
Στο πλαίσιο ενός είδους πλατιάς αποδοχής, ψυχαγωγικού όσο και δύσκολου στην πραγμάτωσή του, αυτό της κωμωδίας, ορισμένοι σκηνοθέτες έφτιαξαν ενδιαφέρουσες ταινίες: Ο Γκορίτσας με τις δυο εμβληματικές κοινωνικές σάτιρες του νεοέλληνα (Βαλκανιζατέρ, Μπραζιλέρο). Η Όλγα Μαλέα γύρισε πέντε ψυχαγωγικές κωμωδίες και ειδικότερα μια σειρά έντονα γυναικείων κωμωδιών πάνω στον έρωτα και τις σχέσεις, Ο oργασμός της αγελάδας (1996), Η διακριτική γοητεία των αρσενικών (1998) και Ριζότο (2000). Ο Ρένος Χαραλαμπίδης σκηνοθέτησε τέσσερις ανάλαφρες, διασκεδαστικές κωμωδίες low budget: No budget story (1997), Φτηνά τσιγάρα (2000), Η καρδιά του κτήνους (2005), 4 μαύρα κοστούμια (2010). Ο Κώστας Καπάκας με τις τρεις τρυφερές και νοσταλγικές κομεντί του, Peppermint (1999), Uranya (2006), Magic hour (2011). Ο Φίλιππος Τσίτος σκηνοθέτησε τις γλυκόπικρες, διακριτικές, κοινωνικές κωμωδίες Ακαδημία Πλάτωνος (2009) και Άδικος κόσμος (2011). Ο Αντώνης Καφετζόπουλος γύρισε δύο κωμωδίες, Στακαμάν (2000) και Η γυναίκα είναι σκληρός άνθρωπος (2005). Ο Σταμάτης Τσαρουχάς τα Οι γενναίοι της Σαμοθράκης (2003) και Ηθικόν ακμαιότατον (2005). Συναντάμε συχνά έναν κινηματογράφο με χιούμορ, το οποίο αποτελεί βασικό συστατικό αρκετών ταινιών των Ινδαρέ, Κόκκινου, Οικονομίδη, Λάνθιμου, Κούτρα, Κ. Ευαγγελάτου, Α. Βούλγαρη, κ.ά. Βρίσκουμε στα φιλμ, μια σκωπτική διάθεση και ατμόσφαιρα, σε αντίθεση με τη σοβαρή και κάπως βαριά αίσθηση που απέπνεαν αρκετές ταινίες του ΝΕΚ.
Το σύγχρονο ελληνικό σινεμά έχει τη διάθεση να πει ιστορίες, να αφηγηθεί και να πλάσει καταστάσεις και κινηματογραφικούς χαρακτήρες. Το τελευταίο διάστημα μάλλον μπορούμε να διακρίνουμε κάποια εσωστρέφεια στη μυθοπλαστική συγκρότηση ορισμένων ταινιών των νέων σκηνοθετών.
Το σημερινό σινεμά έχει συχνά μαύρο χιούμορ, κυνικότητα και κυνική βία, αφηγηματικότητα κι ένα παγκοσμιοποιημένο και μη αυστηρά ελληνικό ύφος και χρώμα. Οι ταινίες αυτές προσκαλούνται στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και γίνονται δεκτές ευμενώς, κάτι που διευκολύνει την καλλιτεχνική διαδρομή τους. Το σύγχρονο ελληνικό σινεμά έχει τη διάθεση να πει ιστορίες, να αφηγηθεί και να πλάσει καταστάσεις και κινηματογραφικούς χαρακτήρες. Το τελευταίο διάστημα μάλλον μπορούμε να διακρίνουμε κάποια εσωστρέφεια στη μυθοπλαστική συγκρότηση ορισμένων ταινιών των νέων σκηνοθετών.
Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε πως εμφανίζονται σήμερα αρκετές ταινίες queer, ομοφυλόφιλης οπτικής, όπως τα Στρέλα και Xenia του Κούτρα, το Μέσα στο δάσος του Φραντζή, χώρια τα παλιότερα Από την άκρη της πόλης του Γιάνναρη και Ριζότο της Μαλέα.
Ίσως στην εξέλιξη του σύγχρονου ελληνικού σινεμά έπαιξε ρόλο κι η διαμόρφωση του ανεξάρτητου κινηματογραφικού κινήματος των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη», το 2009, και της Ακαδημίας Κινηματογράφου, το 2010, ανεξάρτητων από το κρατικό Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, από τα κρατικά βραβεία των επιτροπών του ΥΠ.ΠΟ. στις οποίες είχαν βαρύνοντα ρόλο τα μέλη των κινηματογραφικών σωματείων (βραβεία που καταργήθηκαν μέσα στην οικονομική κρίση για λόγους κρατικής οικονομίας)· ανεξάρτητων επίσης από τα προγενέστερα, παραδοσιακά συνδικαλιστικά σωματεία των Ελλήνων κινηματογραφιστών.
Οι σημαντικότεροι νέοι Έλληνες σκηνοθέτες ταινιών με υπόθεση από τις δεκαετίες του ’90, του ’00 και του ’10, είναι ίσως οι: Γιώργος Λάνθιμος, Γιάννης Οικονομίδης, Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Νίκος Γραμματικός, Τάσος Μπουλμέτης, Δημήτρης Αθανίτης, Όλγα Μαλέα, Περικλής Χούρσογλου, Σωτήρης Γκορίτσας, Πάνος Κούτρας, Φίλιππος Τσίτος, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, Κώστας Καπάκας, Άγγελος Φραντζής, Σύλλας Τζουμέρκας, Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, Αντώνης Κόκκινος, Ρένος Χαραλαμπίδης, Αγγελική Αντωνίου, Μπάμπης Μακρίδης, Αλέξανδρος Αβρανάς, Θάνος Αναστόπουλος, Στράτος Τζίτζης, κ.ά.
Ο Γιώργος Λάνθιμος αποτελεί λόγω της διεθνούς επιτυχίας και αξίας του ένα ολόκληρο κεφάλαιο μόνος του. Δεν υποπτευθήκαμε με την Κινέτα (2005) πως μαζί του ξεκινά κάτι αλλιώτικο στο ελληνικό σινεμά, δύσκολα θα μπορούσαμε να προβλέψουμε τη δίκαιη εκτόξευσή του στο αγγλόφωνο και ευρωπαϊκό σινεμά, στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, με τον Αστακό (2015), τον Φόνο του ιερού ελαφιού (2017) και την Ευνοούμενη (2018). Εκτός από την πρώτη του ταινία, την Κινέτα, όλες οι άλλες ταινίες του έχουν αποσπάσει δικαίως διεθνή βραβεία (δεν μετράμε τα πολλά ελληνικά), ακόμη και ένα Όσκαρ γυναικείας ερμηνείας για την Ευνοούμενη! Ο Λάνθιμος έχει κατορθώσει να βάλει την προσωπική σφραγίδα του σε μια συνεκτική, ιδιότυπη κι ελλειπτική αισθητική που έχει συλλάβει. Το στιλιστικό ύφος του είναι «εναλλακτικό», «διαφορετικό» και μάλλον μεταμοντέρνο. Ίσως να μπορούσαμε να διαβλέψουμε, πως στο πλαίσιο του ελληνικού brain drain, η λαμπερή έξοδος του Γ. Λάνθιμου στη σφαίρα της διεθνούς αναγνώρισης, μπορεί ίσως να σηματοδοτεί προοπτικά, την κατ' ουσίαν ολοκλήρωση της ελκυστικής τροχιάς του weird greek cinema. Φυσικά παραμένουν και δημιουργούν εδώ πολύ ενδιαφέρουσες, ξεχωριστές και αξιοπρόσεκτες ταινίες άλλοι σκηνοθέτες όπως ο Οικονομίδης, ο Τζουμέρκας, ο Κούτρας, ο Τσίτος, η Τσαγγάρη, ο Μακρίδης, κ.ά. ακόμη και οι Παπαδημητρόπουλος, Φραντζής και Αβρανάς που έκαναν, σωστά, και το άλμα της διεθνούς, αγγλόφωνης παραγωγής. Η περιπέτεια των Ελλήνων σκηνοθετών στην Ελλάδα και στο διεθνές στερέωμα συνεχίζεται. Ας μη ξεχνάμε πως δύο από τους καλύτερους ever –ο σπουδαίος Θ. Αγγελόπουλος και ο Μ. Κακογιάννης– δημιούργησαν πολύ καλές ταινίες ως διεθνείς παραγωγές.
Σημειώνουμε πως στο βαρύ πυροβολικό του σύγχρονου ελληνικού σινεμά ανήκει τουλάχιστον ένας ακόμη πολύ καλός σκηνοθέτης, ο ταλαντούχος και προικισμένος (καταρτισμένος;) Ελληνοκύπριος Γιάννης Οικονομίδης (Σπιρτόκουτο, 2003, Η ψυχή στο στόμα, 2006, Μαχαιροβγάλτης, 2009, Μικρό ψάρι, 2013, Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς, 2019), ο οποίος κάνει ένα σινεμά σκληρού ρεαλισμού, δυνατό κι επιθετικό, που γνωρίζει πολύ καλά το είδος και τους κώδικες του κοινωνικού γκανγκστερικού φιλμ και της κοινωνικής κωμωδίας, και που αμφισβητεί τις κοινώς παραδεκτές κοινωνικές συμβάσεις, κι αυτό το κάνει με ένταση και εικαστική δύναμη στη λιτή κι αποτελεσματική εικόνα του και με σκληρό και αθυρόστομο λόγο. Περιμένουμε βέβαια, ακόμη, αρκετά και καλά φιλμ στο μέλλον από τους Α. Παπαδημητρόπουλο, Π. Κούτρα, Α. Φραντζή, Μ. Μακρίδη, Σ. Τζουμέρκα, Φ. Τσίτο, Στρ. Τζίτζη, τις κυρίες Α. Ρ. Τσαγγάρη, Α. Αντωνίου, Ε. Ψύκου και άλλους δόκιμους, νέους Έλληνες κινηματογραφιστές.
[Ο Γιάννης Οικονομίδης κάνει] σινεμά σκληρού ρεαλισμού, δυνατό κι επιθετικό, που γνωρίζει πολύ καλά το είδος και τους κώδικες του κοινωνικού γκανγκστερικού φιλμ και της κοινωνικής κωμωδίας, και που αμφισβητεί τις κοινώς παραδεκτές κοινωνικές συμβάσεις, κι αυτό το κάνει με ένταση και εικαστική δύναμη στη λιτή κι αποτελεσματική εικόνα του και με σκληρό και αθυρόστομο λόγο.
Ενδιαφέρουσες ταινίες έχουν, επίσης, κάνει ο Κύπριος Ηλίας Δημητρίου (Fish 'n' chips, 2011, SMAC, 2015), ο Στράτος Τζίτζης (45 m2, 2010, Σώσε με, 2001, Καύση, 2015, Night Out, 2018, και την εμπορική κωμωδία Η αγάπη είναι ελέφαντας, 2000), ο Αλέξης Αλεξίου (Ιστορία 52, 2008, Τετάρτη 04:45, 2014), ο Πάνος Καρκανεβάτος (Μεταίχμιο, 1995, Χώμα και νερό, 1999, Καλά κρυμμένα μυστικά – Αθανασία, 2008, Όχθες, 2014), ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος (Ύψωμα 33, 1998, Ο γιος του φύλακα, 2006, Daniel ’16, 2020, και τα ντοκιμαντέρ Ο μανάβης, 2013, Ηθοποιοί: Ημερολόγιο σπουδής, 2014, Σιωπηλός μάρτυρας, 2016, Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η Μεσοχώρα, 2019), ο Γιώργος Κωνσταντάτος (Luton, 2013, Μικρά όμορφα άλογα, 2020), η Κωνσταντίνα Βούλγαρη (Valse sentimental, 2007, Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους;, 2012).
Επίσης, ο Κώστας Χαραλάμπους (Αγάπη στα 16, 2004, Δεμένη κόκκινη κλωστή, 2011), ο Γιάννης Φάγκρας (Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω, 2001, Forget me not, 2013), ο Χρήστος Νίκου (με τα βραβευμένα Μήλα, 2020), ο Γιώργος Γεωργόπουλος (Tungsten, 2010, Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό, 2019), ο Γιώργος Γκικαπέππας (Η πόλη των παιδιών, 2012, Silent, 2015), η Ευαγγελία Κρανιώτη με δύο ποιητικά δημιουργικά ντοκιμαντέρ (Exotica, Erotica, etc, 2015, ObscuroBarroco, 2018), η Φωτεινή Σισκοπούλου (Η ζωή ενάμισυ χιλιάρικο, 1996, Rakushka, 2004), η Λάγια Γιούργου (Το σπίτι στην εξοχή, 1994, Αύριο θα 'ναι αργά, 2001, Λιούμπι, 2005), ο Αθανάσιος Καρανικόλας (Στο σπίτι, 2014, και ορισμένες γερμανικές παραγωγές, Echolot, 2013, Elli Makra, 2007), η Σοφία Εξάρχου (Park, 2016, και το υπό προπαραγωγή Animal, 2021) και η Στέλλα Θεοδωράκη (σκηνοθέτησε τα πειραματικά φιλμ Παρά λίγο, παρά πόντο, παρά τρίχα, 2002, Ricordimi, 2009, Ημερολόγιο αμνησίας, 2012, Ελεύθερο θέμα, 2018, και ντοκιμαντέρ, Από το μοναδικό στο πολλαπλό, 1993, Σαν όνειρο πρωινό, 2005).Ακόμη τέλος, ο Στιβ Κρικρής (TheWaiter, 2018), Γιάννης Βεσλεμές (Νορβηγία, 2014), ο Τζώρτζης Γρηγοράκης (Digger, 2020), ο Έκτορας Λυγίζος (Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού, 2012) και αρκετοί άλλοι.
* Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Το ημερολόγιο ενός αδέξιου εραστή» (εκδ. Βακχικόν).