Του Γιώργου Ευθυμίου
Ο Semih Kaplanoglou με το Μέλι (Bal) ολοκληρώνει κάτι ασυνήθιστο: μια τριλογία απ' την αντίστροφη. Δηλαδή, στο Αυγό γνωρίσαμε τον Γιουσούφ ως έναν σαραντάρη, που επιστρέφει στο πατρικό του, για την κηδεία της μητέρας του. Στην επόμενη ταινία, στο αριστουργηματικό Γάλα, ο Γιουσούφ είναι ένας ανήσυχος έφηβος, ένας ποιητής που παλεύει με τις λέξεις και τη ζωή.
Κι εδώ, στο τρίτο και τελευταίο μέρος, ο Γιουσούφ είναι ένα εξάχρονο παιδί, αντιμέτωπο με το θεμελιώδες πρόβλημα: την ανακάλυψη του κόσμου. Αυτή η αντεστραμμένη, ως προς το χρόνο, πυραμίδα μπορεί να λύνει πολλά πρακτικά ζητήματα ως προς την πλοκή. Ωστόσο, οι προθέσεις του σκηνοθέτη μοιάζουν αδιάφορες προς κάτι τέτοιο. Ο Καπλάνογλου κάνει ταινίες εσωτερικές, αισθαντικές και κυρίως αυτοτελείς. Αυτόν που τον ενδιαφέρει δεν είναι η ψυχολογία του χρόνου με καθρέφτη το ανθρώπινο. Αλλά είναι η συνείδηση, η γεύση της αίσθησης μέσω της αφής του μετανθρώπινου.
Ο Γιουσούφ έχει ένα ιδιαίτερο γλωσσικό τραύλισμα. Ελέω αυτού επιλέγει, σχεδόν, να μη μιλάει. Καθόλου παράξενο, αν αναλογιστούμε την μετ' έπειτα ποιητική φύση του. Ένας ποιητής παλεύει με τις λέξεις και τη ζωή. Μέσα σ' αυτές προσπαθεί να αναγνωρίσει τι το ζωτικό, τι το λίθινο, για να διασώσει το έμβιο, να απελευθερώσει το νεκρό, το φθαρμένο, το κοινότυπο. Για έναν ποιητή, για έναν καλλιτέχνη -για έναν άνθρωπο ίσως- η γλώσσα αποκτά λέξεις αφού την αισθανθείς. Ωστόσο, αυτή η σταθερά κλονίζεται στο εργοστάσιο της (παρα)μόρφωσης, στο σχολείο. Σκοπίμως ο Τούρκος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μια παραμορφωτική γυάλα επαίνων σ' αυτό. Με το σφυρί και το καλέμι, ή το χαρτί και το μολύβι, οι λέξεις καρφώνονται στους εύπλαστους εγκεφάλους των νέων ανθρώπων. Αφαιρώντας και την παραμικρή αίσθηση της διαίσθησης. Ο νέος άνθρωπος, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μαθαίνει μόνο το δοσμένο νόημα των λέξεων, προσπαθώντας να αντιστοιχίσει σ' αυτά τα νοήματα την ατροφική αίσθηση του κόσμου. Ο Γιουσούφ διαφέρει. Μέσα από την παρατήρηση, και τον ελεύθερο εμβιωματισμό τρίβεται με το περιβάλλον. Προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο μέσα απ' τα ίχνη που αφήνει η ίδια η ζωή εντός του.
Το Bal, μέσα απ' τον εξάχρονο Γιουσούφ, ουσιαστικά θίγει το θεμελιώδες ζήτημα της ανακάλυψης, της κατανόησης του κόσμου. Ο Γιουσούφ είναι πραγματικά ελεύθερος -μέχρι και η γλώσσα του απελευθερώνεται- μόνο πλάι στον πατέρα του. Όχι γιατί τους συνδέει το DNA. Ο πατέρας του είναι μελισσοκόμος. Συλλέγει το νέκταρ της Φύσης. Ο Γιουσούφ μόνο μαζί του αφήνεται να παραδοθεί στη φύση. Στην ελευθερία. Το πράσινο στον καμβά του Καπλάνογλου ενέχει μια υπέρτατη αίσθηση, την αίσθηση του αιώνιου. Εκεί ο Γιουσούφ, μέσα από την δια βίου παρατήρηση, αφήνεται σταδιακά στην φυσική διαίσθηση του κόσμου, του χρόνου(σκόπιμα τα μακρά πλάνα) αλλά και του εαυτού του. Ωστόσο, η απώλεια και η εξαφάνιση του πατέρα μαραζώνει τον μικρό. Όχι, δεν τον στοιχειώνει ο φόβος, όπως θα συνέβαινε σε κάποιο συνηθισμένο ανθρώπινο ον.
Η απουσία και μετ' έπειτα η απώλεια του πατέρα δημιουργούν νέες απαιτήσεις για αυτόν, όσον αφορά την οικογένεια. Αυτές οι υποχρεώσεις τον βαραίνουν. Αυτές τον αποξενώνουν από τη Φύση. Από τη φύση της Φύσης του. Σ’ αυτό το σημείο αντιπαραβάλλει εύστοχα η σταδιακή απομάκρυνση, και εν τέλει η οριστική απόκλιση, της ανθρώπινης οργάνωσης σε σχέση με την οργάνωση της φύσης. Ακόμα και σ’ ένα υπαίθριο χωριό. Είναι εμφανές. Ο στοχασμός του σκηνοθέτη για τον σύγχρονο άνθρωπο, τον αστικό τρόπο ζωής, και τους αποξενωτικούς εθισμούς-εξαρτήσεις που συνεπάγεται, αγγίζουν τα όρια του κοινωνικοπολιτικού σχολίου. Χωρίς ωστόσο να γίνεται ποτέ δεικτικός.
Το "Μέλι" σε παρασύρει απ' την πρώτη κιόλας στιγμή, το πρώτο κιόλας πλάνο, σε μια εσωτερική διάλεκτο. Σ’ αναγκάζει να τραυλίσεις κι εσύ. Να αναζητήσεις ένα νέο νόημα στα νοήματα των λέξεων. Να προβληματιστείς. Να διερωτηθείς. Δε σου ζητά να κατανοήσεις, σου ζητά να αισθανθείς. Ενώ παράλληλα, ίσως και άθελά του, ποιεί ένα απ' τα πιο συμπαγή καλλιτεχνικά πορτραίτα στην ιστορία της 7ης Τέχνης. Το πορτραίτο ενός εν δυνάμει ποιητή.