
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Ιt ain’t hip to think you’re “in there” / Just because of the zooty suit you wear
To “Somewhere” της Σοφία Κόπολα εμφανίζει, εκτός από το πρόβλημα της σχηματικής πλοκής, ένα πρόβλημα ταυτότητας: η Κόπολα παραμερίζει την αμερικανική παράδοση της αφήγησης, υιοθετώντας μια αισθητική κι έναν ρυθμό “cool” και “hip” δανεισμένα από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο· από τον Αντονιόνι, από τη Σαντάλ Άκερμαν, από τον Βέντερς.
Πρόκειται για εκδήλωση συχνή και επαναλαμβανόμενη στους κύκλους όπου κινείται η Κόπολα: οι χολιγουντιανές ταινίες δράσης και μοντάζ θεωρούνται passé· οι ευρωπαϊκές ταινίες χωρίς αλληλουχία γεγονότων τα οποία μεταμορφώνουν τους χαρακτήρες, κλιμακώνουν τη δράση και προκαλούν λύση θεωρούνται “cool” και “hip”. Τις ιδιότητες αυτές πολλοί αναζήτησαν και λίγοι πέτυχαν: ο Ζαν-Ζακ Μπενέξ με το «37ο 2 le matin” και ο Ντέιβιντ Λιντς με το “Wild at Heart” είναι απ’ αυτούς τους λίγους. Αλλά, δεν αρκεί ένα “θρυλικό” ξενοδοχείο, είτε αυτό είναι το Chelsea (το ντεκόρ, για παράδειγμα, του “un-cool” και “un-hip” “Sid and Nancy”), είτε το Château Marmont, για να αποδοθεί αυτή η αμφίσημη γοητεία· δεν αρκεί καν ο συνδυασμός glamour και ψυχικής κατάπτωσης του Τζόνι Μάρκο. Με λίγα λόγια, δεν αρκεί να θαυμάζεις μια κινηματογραφική τεχνοτροπία· χρειάζεται μια βαθύτερη φιλοσοφική βάση· ένας τρόπος σκέψης από τον οποίον να προκύπτει αισθητική πρόταση, κινηματογραφική «attitude”.
Τα θέματα και τα επιχειρήματα του σεναρίου είναι παλιά όχι μόνον για τον κινηματογράφο αλλά και για την ίδια την Σοφία Κόπολα: η ζωή των διασημοτήτων είναι βαρετή, γεμάτη κενές υποχρεώσεις· η μεγαλούπολη είναι συντριπτική, απειλεί το άτομο με διάλυση· τέλος, σημασία δεν έχει η δόξα και το χρήμα αλλά τα συναισθήματα. Όμως πόσο βοηθάει μια μαύρη Φεράρι! Kαλύτερα πλούσιος και υγιής παρά φτωχός και άρρωστος! Όπως στο «Χαμένοι στη μετάφραση», στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ένα ιδιότυπο love story· οι ήρωες προσπαθούν να υπερβούν το στάδιο της μοναξιάς επιτυγχάνοντας “empathy” (επικοινωνία, συμπόνοια, σύμπνοια, συνενοχή)· το σκηνικό είναι μια μορφή ετεροτοπίας – το ξενοδοχείο στο Λος Άντζελες και το ξενοδοχείο στο Μιλάνο· με αυτή την τελευταία ευκαιρία, η Κόπολα επαλαμβάνει την επιτυχημένη σάτιρα της βιομηχανίας του θέαματος· τώρα δεν πρόκειται για τους kitsch Ιάπωνες, αλλά για τους kitsch Ιταλούς. Όλα μοιάζουν χαριτωμένα και εύστοχα· από την Κόπολα δεν λείπει ούτε η γενναιοδωρία, ούτε η λεπταισθησία: κι όμως, η ταινία είναι άδεια σαν τη ζωή του Τζόνι Μάρκο· και ήσυχη σαν αποτυχημένο πυροτέχνημα που σβήνει προτού απογειωθεί. Ένα ψευτοπαιδί οδηγεί έναν ψευτοενήλικο στην αναθεώρηση του τρόπου της ζωής του· ο Τζόνι Μάρκο αποφασίζει να μεγαλώσει· όμως who cares! Κανείς δεν ενδιαφέρεται πια για τα “κακά παιδιά” που αρνούνται να μεγαλώσουν· τα “κακά παιδιά” είναι passé· ούτε η μουσική της ταινίας (ανάμεσα στα κομμάτια της οποίας συγκαταλέγονται δείγματα της απόλυτης “coolitude”: το “20th Century Boy” των T-Rex, το “Smoke Gets in Υour Eyes” με τον Brian Ferry και, όπως ήταν αναμενόμενο, το “Cool” της Gwen Stefani), ούτε το ύφος “home movie” που προτείνει η Σοφία Κόπολα και ο διευθυντής φωτογραφίας Χάρις Σαβίδης (ο αναγνωρίσιμος από το “Last Days” του Γκας βαν Σαντ) συναρμολογούν μια “cool” ταινία. Η τόσο συστηματική και μεθοδική αναζήτηση και επίκληση του “cool” ισοδυναμεί εν τέλει με την κατάργησή του.