Για την μπαρόκ όπερα Χένρυ Πέρσελ «Η βασίλισσα των ξωτικών» σε μουσική διεύθυνση του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου και σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη / bijoux de kant, η οποία παρουσιάζεται μέχρι και τις 12 Μαΐου στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Του Νίκου Ξένιου
Το μπαρόκ μουσικό δράμα του αισθησιακού, ελευθεριάζοντος οπτιμιστή Χένρυ Πέρσελ Η βασίλισσα των ξωτικών είδαμε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε μουσική διεύθυνση Μάρκελλου Χρυσικόπουλου και σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη. Τη χορωδία του Δήμου Αθηναίων διευθύνει ο Σταύρος Μπερής, ενώ μεγάλα ονόματα της μονωδίας ερμηνεύουν τους κεντρικούς ρόλους και η Γλυκερία Μπασδέκη υπογράφει την απόδοση του λιμπρέτου στην ελληνική. Το έργο αυτό, που υπογράμμισε τη φωνητική ποιότητα του κόντρα τενόρου, πρωτοπαρουσιάστηκε στο Dorset Garden Theatre του Λονδίνου, το 1692, ενώ μια νέα προσέγγισή του ανέβηκε το 2009 στην Glyndebourne Festival Opera, για την 350ή επέτειο από τη γέννηση του Πέρσελ, από τους Bruce Wood και Andrew Pinnock [1].
Οι Μάσκες μιας σύνθεσης
Οι πρώτες παραστάσεις της μπαρόκ όπερας έδιναν τη δυνατότητα σε σόλο τραγουδιστές και χορογράφους να εκδιπλώσουν τις ικανότητές τους στις ιταλικές και γαλλικές σκηνές. Η Αγγλία της εποχής της Παλινόρθωσης των Στιούαρτ ακολούθησε, σε μια προσπάθεια επαφής των ηθοποιών με το αριστοκρατικό κοινό και με την εισαγωγή γυναικών ερμηνευτών επί σκηνής. Οι «ημι-όπερες» ενσωμάτωναν εκτεταμένα μουσικά θέματα, μάσκες και ρετσιτατίβο.
Με την εξαίρεση των ποιμενικών μορφών και του μεθυσμένου ποιητή, η μουσική τραγουδιέται από υπερφυσικά όντα, πιο συγκεκριμένα από τις Μάσκες: πρόκεται γι’ αυτό που αποκαλείται «opera masca».
Ο Χένρυ Πέρσελ (Henri Purcell) υιοθέτησε σε γενικές γραμμές τη θεματική του «Ονείρου Θερινής Νυκτός» του Σαίξπηρ, κατά το πρότυπο της comédie-ballet του Μολιέρου και του Λουλί (βλ. Cadmuset Hermione) και δεύτερος μετά τον Έντμουντ Σπένσερ (που έγραψε το 1590 το επικό ποίημα Faerie Queene) [2]. Αργότερα, ο Πέρσελ πρόσθεσε μουσικές σκηνές όπως αυτήν του «Μεθυσμένου Ποιητή» της Πρώτης Πράξης, καθώς και Μάσκες στις επόμενες πράξεις. Με την εξαίρεση των ποιμενικών μορφών και του μεθυσμένου ποιητή, η μουσική τραγουδιέται από υπερφυσικά όντα, πιο συγκεκριμένα από τις Μάσκες: πρόκεται γι’ αυτό που αποκαλείται «opera masca». Το κλείσιμο του έργου, ο «Ύμνος στον Υμέναιο» που ψάλλουν οι Μάσκες, συντέθηκε για την επέτειο των δεκαπέντε χρόνων γάμου του Ουίλιαμ του 3ου και της Μαρίας. Ανάμεσα στις πράξεις του δράματος παίζονταν «Act Tunes» και η επόμενη πράξη «άνοιγε» με μια μικρή συμφωνική σύνθεση 3-5 λεπτών. Η «μάσκα επανασυμφιλίωσης» του Όμπερον και της Τιτάνια στο τέλος της Τέταρτης Πράξης προεικονίζει τη Μάσκα του τέλους. Οι άριες των Τεσσάρων Εποχών (Φθινόπωρο, Καλοκαίρι, Άνοιξη, Χειμώνας) συνοδεύονται από αντίστοιχες μάσκες, ενώ η ιαπωνική μάσκα του τέλους είναι εμπνευσμένη από τη συλλογή κινέζικης πορσελάνης της βασίλισσας Μαρίας.
Ελληνικός παγανισμός και μπαρόκ μουσική
Η Τιτάνια προσδίδει στο έργο του Πέρσελ τον χαρακτήρα του «δράματος ξωτικών», βγάζοντας τη θεματική από την ονειρική ατμόσφαιρα του Σαίξπηρ και αναγκάζοντας τον Πέρσελ να συνθέσει ένα τραγούδι για την Πρώτη Σκηνή.
Η Τιτάνια, η βασίλισσα των ξωτικών και της νύχτας, θέμα ενός λυρικού δράματος του Έντμουντ Σπένσερ, ήταν το κεντρικό πρόσωπο ενός court ballet που παρουσιάστηκε προς τιμήν της βασίλισσας Ελισάβετ της Αγγλίας, το 1591, στο Έλβεθαμ. Στη Δεύτερη Πράξη η Νύχτα και ο Ύπνος αποκαλύπτουν την πρόθεση του Όμπερον να χρησιμοποιήσει το λουλούδι του έρωτα για να προκαλέσει σύγχιση στους εραστές: έτσι παράγονται οι αλληγορικές φιγούρες της Μυστικότητας και του Μυστηρίου, για να εγκαινιαστεί μια βραδιά μαγείας, γεμάτη από πλάσματα που άλλο δείχνουν και άλλο είναι. Τα ξωτικά υμνούν τις απολαύσεις της εξοχής («Come, come, come, come, let us leave the town»), κατόπιν εισέρχεται (ως Μάσκα) ένας μεθυσμένος ποιητής για να τραγουδήσει το «Fill up the bowl» και τα ξωτικά τον σαρκάζουν και τον απομακρύνουν. Η Τιτάνια προσδίδει στο έργο του Πέρσελ τον χαρακτήρα του «δράματος ξωτικών», βγάζοντας τη θεματική από την ονειρική ατμόσφαιρα του Σαίξπηρ και αναγκάζοντας τον Πέρσελ να συνθέσει ένα τραγούδι για την Πρώτη Σκηνή: όταν οι εραστές και οι χωρικοί μπαίνουν στο σύμπαν του Όμπερον, ένας σόλο τενόρος τραγουδά το «Αll ye songsters of the air» και το μουσικό σύνολο απαντά με ήχους πουλιών, ενδεικτικούς της μαγείας που θα εκδιπλωθεί στο εξής.
Στο πρωτότυπο έργο του Πέρσελ, όταν επέρχεται η μαγεία επί σκηνής η Νύχτα τραγουδά («See, even Night»), το Μυστήριο τραγουδά («Mystery's song»), η Μυστικότητα τραγουδά («One charming night»), ο Ύπνος τραγουδά κι αυτός («Hush, no more, be silent all»), ενώ μια Νύμφη ψάλλει τις απολαύσεις και τα βάσανα του Έρωτα («If love's a sweet passion»). Αυτή η στροφική μπαλάντα υμνεί τον παραπλανητικό χαρακτήρα του Έρωτα, ενώ υπάρχει και ένας ύμνος στον Μεγάλο Πατέρα Ήλιο («Great parent of us all»). Τα όμποε, οι τρομπέτες, τα τύμπανα, κάποια έγχορδα και το τσέμπαλο κοντίνουο ήταν τα όργανα του δέκατου έβδομου αιώνα που συνόδευαν την ημι-όπερα.
Ο ερωτισμός των bijoux de kant
Tο φως αναδεικνύει τον ολόγυμνο, αισθησιακό Τάσο Καραχάλιο (Απόλλωνα), που αποτελεί μεν κεντρικό αισθητικό στοιχείο της παράστασης, «επιβάλλει», όμως, μια συνεχή παρουσία επί σκηνής, ταλαιπωρούμενος σε χαλαρή κινησιολογία και προσδίδοντας στον χορό του ασαφή σημειολογία: είναι ένας σάτυρος ή είναι ένας εραστής που απογυμνώθηκε από τις συμβάσεις και απλώς υπογραμμίζει την οδύνη με την κίνησή του;
Στο κείμενο της παράστασης η Δάφνη και ο Απόλλωνας (στη θέση της Τιτάνια και του Όμπερον) εισέρχονται στο δάσος ερωτευμένοι αλλά το σκοτάδι τούς χωρίζει και ρίχνει τον εραστή στον βυθό μιας χαοτικής λίμνης, από τις δίνες της οποίας εκείνος πασχίζει να ελευθερωθεί, ενώ εκείνη κλαίει πιστεύοντας ότι τον έχασε για πάντα. Το κορμί, στην παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη, είναι πάντα το ίδιο, παλεύει να αποκτήσει πρόσωπο μέσα από το ερωτικό αντικείμενο που έχει απολεσθεί. Πίσω από μαύρη διαφανή κουρτίνα, το κορμί του εραστή μετατρέπεται σε «τοπίο» της επιθυμίας, ανάλογο με το ψυχικό τοπίο των «Αμάραντων», όπου επιστρατεύθηκε η ίδια λαογραφική αναφορά στους «γενίτσαρους», που φεύγουν για τον πόλεμο αποχωριζόμενοι από τη γυναίκα τους. Όταν αποσύρεται η αυλαία αυτή, το φως αναδεικνύει τον ολόγυμνο, αισθησιακό Τάσο Καραχάλιο (Απόλλωνα), που αποτελεί μεν κεντρικό αισθητικό στοιχείο της παράστασης, «επιβάλλει», όμως, μια συνεχή παρουσία επί σκηνής, ταλαιπωρούμενος σε χαλαρή κινησιολογία και προσδίδοντας στον χορό του ασαφή σημειολογία: είναι ένας σάτυρος ή είναι ένας εραστής που απογυμνώθηκε από τις συμβάσεις και απλώς υπογραμμίζει την οδύνη με την κίνησή του;
Η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα (Δάφνη) απέδειξε τις υψηλές ερμηνευτικές της δυνατότητες στο μακρόσυρτο παράπονο της ιδιότυπης, εμμονικής passacalgia «Αφήστε με να κλάψω» («O let me weep»). Η μαγεία γεννιέται με το επίμονο κλάμα, ο έρωτας εκ της κόνεώς του αναγεννάται. Ο οδυρμός της Δάφνης ξυπνά τα πλάσματα του δάσους, τα πνεύματα των Τεσσάρων Εποχών και ένα χορό Νυμφών και σατύρων ή πνευμάτων του δάσους (goblins), που με τη μαγεία θα τους επανενώσουν.
Ο κόντρα τενόρος Γιάννης Καλύβας, που ερμηνεύει τον ρόλο του Φθινοπώρου, μάς πληροφορεί ότι «μια νύχτα γητειάς δίνει περισσότερη απόλαυση από χίλια τυχερά πρωϊνά». Οι ρόλοι θα ενοποιηθούν στα τραγούδια των τεσσάρων εποχών της επόμενης σκηνής: η Άνοιξη (εξαιρετική η σοπράνο Φανή Αντωνέλλου) τραγουδά «Thus, the ever grateful spring», ο Νίκος Σπανός ως Καλοκαίρι τραγουδά το «Here's the Summer» και ο Χειμώνας (αποκάλυψη της βραδιάς ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός) τραγουδά «Now Winter comes slowly».
Μια πρωτότυπη παράσταση
Κεντρικό γνώρισμα αυτής της σύνθεσης είναι το ότι σημαντικά μουσικά μέρη γράφτηκαν για δευτερεύοντες χαρακτήρες (Μάσκες Νυμφών για τις/τους χορωδούς του Δήμου Αθηναίων, όπως τους έντυσε ο ταλαντούχος σκηνογράφος/ενδυματολόγος Κωνσταντίνο Σκουρλέτης, γιος του σκηνοθέτη), που υπό άλλες συνθήκες θα έφεραν τα ονόματα «Δρυάδα», «Νεράιδα», «Μαζωχτής σανού», κ.λπ. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο, ότι επιλέγονται μάσκες ζωγραφιστές επί το πλείστον, εμπνευσμένες από τα αναστενάρια και τους διονυσιακούς εορτασμούς της Μπούλας με το βαμμένο λευκό πρόσωπο της βόρειας Ελλάδας, που συμβολίζει την αποξήρανση, τη νέκρωση της καλλιεργήσιμης γης στη διάρκεια του χειμώνα, που όμως έχει κόκκινες βούλες στα μάγουλα, προοιωνίζοντας το μπουμπούκιασμα της άνοιξης. Άλλωστε, ο «Πρόσωπος» είναι πλέον σήμα κατατεθέν της αισθητικής των bijoux de kant και χαρακτηρίζει με μιαν ιδιότυπη ελληνικότητα την ατμόσφαιρα των παραστάσεών τους. Οι μεταμορφώσεις του έρωτα αποδίδονται από τη στολή ενός εθίμου που ερμηνεύεται αποκλειστικά από άντρες που φορούν αυτήν τη μάσκα.
Ο μουσικός οραματισμός του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου υλοποιείται θαυμαστά με τη διατήρηση της σκηνικής αυτής μουσικής, χωρίς την προσθήκη νεωτερικών στοιχείων ή εφέ, ενώ ο Γιάννης Σκουρλέτης εγκαταλείπει σκοπίμως την πρόζα, στήνοντας μια πιο εύκαμπτη δραματουργική εκδοχή του έργου.
Εκ των πραγμάτων η θεματική του λιμπρέτου (εξαπάτηση του έρωτα, μεταμόρφωση, εξοικείωση και, κυρίως, πάλη των δύο φύλων) αφήνει μεγάλη ελευθερία στον Σκουρλέτη να κινηθεί στις παραδόσεις μας: αφενός τα διονυσιακά πνεύματα των δικών μας δασών, αφετέρου το αττικό (εδώ, ίσως, αρκαδικό, με μεγάλες θημωνιές στο βάθος, όπου εξαφανίζονται οι μορφές) τοπίο που το πρωτότυπο σαιξπηρικό έργο επιλέγει ως ιδεώδη τόπο του δράματος. Με τις συνεχείς μεταμορφώσεις (που και ο Οβίδιος τοποθετεί σε βουκολικό σκηνικό) πετυχαίνει να σκηνοθετήσει έναν locum idealis όπου θα διαδραματισθεί η νυχτερινή αυτή τελετουργία του έρωτα και της ανεύρεσης του ερώμενου προσώπου, και μαζί και της ταυτότητας. Η βαθειά λίμνη βασανισμού και περιπλάνησης της Πρώτης Πράξης, στην ωραιότατη σκηνογραφία του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, μετατρέπεται στην ήρεμη, κατευνασμένη πηγή του Κήπου των Συντριβανιών (ένα χόμπι του βασιλιά Ουίλιαμ), εκεί όπου ο Όμπερον καλεί τον Υμέναιο να ευλογήσει τον γάμο των δύο εραστών.
Ο μουσικός οραματισμός του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου υλοποιείται θαυμαστά με τη διατήρηση της σκηνικής αυτής μουσικής, χωρίς την προσθήκη νεωτερικών στοιχείων ή εφέ, ενώ ο Γιάννης Σκουρλέτης εγκαταλείπει σκοπίμως την πρόζα, στήνοντας μια πιο εύκαμπτη δραματουργική εκδοχή του έργου. Το πεντάπρακτο πρωτότυπο συρρικνώνεται σε τρεις πράξεις. Τα φωνητικά και ενόργανα μέρα είναι προσαρμοσμένα στα δέκα όργανα εποχής των Latinitas Nostra (τσέμπαλο, μπαρόκ βιολί, βιολόνε, βιόλα ντα γκάμπα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο, άρπα, γιαϊλί ταμπούρ, λαούτο και θεόρβη).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.