
Για την έκθεση The Color Line: Les artistes africains-américains et la ségrégation, Η γραμμή του χρώματος: Οι αφροαμερικανοί καλλιτέχνες και οι φυλετικές διακρίσεις, στο μουσείο Quai de Branly, στο Παρίσι, μέχρι τις 15 Ιανουαρίου.
Του Θωμά Συμεωνίδη
Για πρώτη φορά στη Γαλλία οργανώνεται μια έκθεση η οποία αφορά τις φυλετικές διακρίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μέγεθος της έκθεσης είναι εντυπωσιακό, με 600 περίπου έργα και καλύπτει χρονικά την περίοδο από το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου και την κατάργηση της δουλείας το 1865 μέχρι και σήμερα. Στη λογική που χάραξε ο Ραλφ Έλισον με το αριστούργημά του Ο αόρατος άνθρωπος, γραμμένο το 1952, μεγάλοι καλλιτεχνικοί θεσμοί επιχειρούν να αποκαταστήσουν έργα και καλλιτέχνες που παρέμειναν εκτός «ορατότητας» λόγω των φυλετικών διακρίσεων οι οποίες συνέχισαν να υπάρχουν σε νοητικό, συμβολικό και θεσμικό επίπεδο, παρά την κατάργηση της δουλείας ενάμισι ακριβώς αιώνα πριν και παρά το γεγονός ότι η πρώτη αναφορά στη διχαστική «γραμμή του χρώματος», έγινε ήδη από το 1881, από τον μαύρο ηγέτη Φρέντερικ Ντάγκλας.
Δεν θα ήταν υπερβολή, ίσως, να επισημάνουμε παρενθετικά και τη συγκυρία της βράβευσης του Πολ Μπέιτι με το Βραβείο Μπούκερ 2016 (Ο πουλημένος, εκδ. Καστανιώτη), λαμβάνοντας υπόψη βέβαια ότι ο Μπέιτι επιχειρεί μια κριτική κίνηση σε όλο το φάσμα της κατάστασης, από την οποία ούτε η ίδια η αφροαμερικανική παράδοση παραμένει στο απυρόβλητο, υποδεικνύοντας την ανάγκη για μόνιμη εγρήγορση σχετικά με το ζήτημα των ταυτοτήτων σε όλες του τις εκφάνσεις, στην Αμερική.
Ειδικά όμως για τη λογική της έκθεσης στο Κε ντε Μπρανλί είναι αρκετά διαφωτιστικά τα όσα λέει ο Ράντι Κέννεντι σε ένα σχετικά πρόσφατα άρθρο των New York Times (28.11.2015): «Μετά από δεκαετίες με αμφιλεγόμενα ως προς την ποιότητα αποκτήματα, ατροφική γνώση και ανεπαρκείς ως προς το εύρος εκθέσεις, τα αμερικανικά μουσεία ξαναγράφουν την ιστορία της τέχνης του 20ου αιώνα συμπεριλαμβάνοντας μαύρους καλλιτέχνες με έναν πιο ορατό και ουσιαστικό τρόπο όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν». Κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί (εύλογα), αν όλα αυτά είναι καρποί της θητείας του Μπαράκ Ομπάμα. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια ευρύτερη αλλαγή στον τομέα των πολιτισμικών σπουδών και γενικότερα στην εξέταση και αποτίμηση της πολιτισμικής παραγωγής η οποία έχει ως στόχο να επικαιροποιήσει και να διευρύνει την ιστορία της καλλιτεχνικής έκφρασης υπονομεύοντας κυριαρχικά στερεότυπα που έχουν να κάνουν με τη φυλετική καταγωγή και το φύλο, κυρίως, και γενικότερα κάθε στερεότυπο, λιγότερο ή περισσότερο ορατό, το οποίο από τη φύση του λειτουργεί ως κανόνας διάκρισης.
Βέβαια, ο πολιτικός τόνος δεν απουσιάζει από την έκθεση, κάτι το οποίο ήταν άλλωστε συνειδητή επιλογή του επιμελητή και κριτικού τέχνης Ντάνιελ Σουτίφ. Στην είσοδο, το πρώτο αντικείμενο που δεσπόζει, είναι η Αφρικανική Αμερικανική Σημαία, έργο του Ντέιβιντ Χάμονς (1990, βλ. κεντρική εικόνα). Ένα αντίγραφο αυτής της σημαίας κυματίζει στην πρόσοψη του Μουσείου Στούντιο στο Χάρλεμ, το πρώτο μουσείο αφιερωμένο στην καλλιτεχνική παραγωγή των Αφροαμερικάνων (άνοιξε το 1968). Πίσω από τη σημαία στο Μουσείο Στούντιο βρίσκεται μια επιγραφή: «I can't breathe» («δεν μπορώ να αναπνεύσω»), η πολύ γνωστή, δυστυχώς, τελευταία φράση του Έρικ Γκάρνερ πριν από τον βίαιο θάνατό του από αστυνομικό του Στέιτεν Άιλαντ, στις 17 Ιουλίου του 2014. Ακριβώς, αυτή τη φωτογραφία από την πρόσοψη του Μουσείου Στούντιο διαλέγει ως κεντρική ο Ντάνιελ Σουτίφ στο κείμενό του στον κατάλογο της έκθεσης, δίνοντας κατά κάποιο τρόπο το στίγμα για τις διακρίσεις σε βάρος των Μαύρων σήμερα.
Η σκηνογραφία της έκθεσης είναι άρτια. Ο θεατής αισθάνεται άνετα καθώς προχωράει ανάμεσα σε προθήκες με κείμενα, περιοδικά και βιβλία, γλυπτά, προβολές, εγκαταστάσεις, πίνακες, φωτογραφίες, κολλάζ, αφίσες, με ήχους τζαζ να τον αιφνιδιάζουν εδώ και εκεί, εικόνες από τα ήθη και τα έθιμα της μαύρης κοινότητας, τους πολιτικούς αγώνες, αλλά και τους ήρωες και τα πρότυπα από τον χώρο του αθλητισμού, της τέχνης, της πολιτικής, της μουσικής.
Ο θεατής ωστόσο δεν αισθάνεται άνετα (και αυτό είναι άλλη μια μεγάλη επιτυχία της έκθεσης) όταν έρχεται αντιμέτωπος με την ενότητα που αναφέρεται στην παράδοση του λιντσαρίσματος. Και αυτό που προξενεί εντύπωση (σε μία πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον) είναι ότι πρόκειται για μια παράδοση που ξεκίνησε μετά την κατάργηση της δουλείας, και η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς λόγους, βασικότεροι των οποίων είναι η άρνηση των λευκών να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα των μαύρων και η ενθάρρυνση (με κάθε τρόπο) του ανταγωνισμού ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρους από τους γαιοκτήμονες της εποχής, προκειμένου να διατηρηθούν οι μισθοί στα κατώτερα χαμηλά επίπεδα, σε εποχή ραγδαίας αστικοποίησης και βιομηχανοποίησης. Η φυλετική βία είχε τις ρίζες της, επίσης, στη διατήρηση της «λευκότητας», η οποία εκδηλωνόταν μέσα από την καταδίκη των σεξουαλικών σχέσεων ανάμεσα σε λευκούς άντρες και μαύρες γυναίκες. Σε αυτό το σημείο, αυτό που προκαλεί μεγάλη εντύπωση, είναι ότι όχι απλώς υπάρχουν φωτογραφίες από περιστατικά λιντσαρίσματος, αλλά ότι τυπώνονταν σε χιλιάδες αντίτυπα με τη μορφή καρτ-ποστάλ ή μέσα στις εφημερίδες. Επίσης, το λιντσάρισμα (βασανισμός, πυρπόληση, κρέμασμα, ακρωτηριασμός) είχε τη μορφή ενός τελετουργικού στο οποίο συμμετείχαν τα μέλη της λευκής κοινότητας, ξεκινώντας από τις πιο μικρές ηλικίες.
Βέβαια, το τραγικό σε αυτή την περίπτωση είναι οι συνειρμοί που μπορούν να γίνουν και να φτάσουν μέχρι το σήμερα, με το διαδίκτυο να αποτελεί (μεταξύ άλλων) ένα μηχανισμό διασποράς εικόνων και βίντεο απίστευτης σκληρότητας, με τον ISIS να πρωτοστατεί τα τελευταία χρόνια.
Στη συνέχεια της έκθεσης, ωστόσο, καταγράφονται βήμα-βήμα οι αγώνες για την εξάλειψη πρακτικών όπως το λιντσάρισμα και η ουσιαστική κατοχύρωση της ισότητας της μαύρης κοινότητας έναντι της λευκής. Φτάνουμε στο 2009 και την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα και την επανεκλογή του το 2012. Κι όμως, στις 9 Νοεμβρίου (και ενώ η έκθεση «The Color line» βρίσκεται σε εξέλιξη), ο κόσμος διαπιστώνει έκπληκτος ότι ο Ντόναλτ Τραμπ είναι ο καινούριος πρόεδρος της Αμερικής, μια έκπληξη που δεν θα έπρεπε να είναι μεγάλη, αν αναλογιστεί κανείς την καθολική επικράτηση του τσαρλατανισμού, του λαϊκισμού και της δημαγωγίας, τα παραδείγματα και μόνο εντός του 2016 είναι πολλά.
Τίθεται λοιπόν για άλλη μία φορά το ζήτημα της αντίστασης και της εξέγερσης, επανέρχεται ξανά η διαπίστωση ότι οι καιροί είναι σκοτεινοί.
Τίθεται λοιπόν για άλλη μία φορά το ζήτημα της αντίστασης και της εξέγερσης, επανέρχεται ξανά η διαπίστωση ότι οι καιροί είναι σκοτεινοί. Από αυτή την άποψη, η έκθεση The Color line συνομιλεί, πέρα από το γεγονός ότι συμπίπτει χρονικά, με την έκθεση Soulèvements (Eξεγέρσεις, στο μουσείο Jeu de Paume, επίσης στο Παρίσι) και «τα τεκμήρια εξέγερσης» που καταθέτει είναι πολλά. Και όχι μόνο. Το ζήτημα της διαχείρισης της φυλετικής ταυτότητας από τους ίδιους τους καλλιτέχνες είναι μια μορφή βιωμένης εμπειρίας που, σύμφωνα με τον Άλαν Λοκ, θεωρητικό με κύριο άξονα την αναγέννηση της συνοικίας Χάρλεμ από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, είναι μία μορφή περιπέτειας που προσθέτει επιμέρους τονικότητες στη ζωή τους. Από αυτή την άποψη, η καταπίεση, είναι ένας δυνάμει εμπλουτισμός του κοινωνικού οράματος και όχι συρρίκνωσής του.
Με ανάλογο τρόπο απάντησε το 1987 (στη Μαίρι Ρόθσταϊν, New York Times Books, 26 Αυγούστου) η βραβευμένη με Νόμπελ το 1993 συγγραφέας Τόνι Μόρρισον, στην ερώτηση εάν θεωρεί τον εαυτό της μαύρη συγγραφέα ή γυναίκα συγγραφέα ή απλά συγγραφέα: «Πιστεύω πραγματικά ότι μπόρεσα να γνωρίσω ως Μαύρη και ως γυναίκα έναν πλούτο αισθημάτων και αντιλήψεων πολύ πιο σημαντικό από αυτόν των ανθρώπων που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το πιστεύω πραγματικά. Θεωρώ λοιπόν ότι το σύμπαν μου δεν συρρικνώθηκε με αφορμή το γεγονός ότι ήμουν γυναίκα και μαύρη συγγραφέας. Αντίθετα, μεγάλωσε».
* O ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.