Για την έκθεση «Soulèvements» (Εξεγέρσεις) στο Ζε ντε Πομ (Jeu de Paume), μέχρι και τις 15 Ιανουαρίου 2017.
Του Θωμά Συμεωνίδη
Το Ζε ντε Πομ παραχώρησε το σύνολο των χώρων του στον φιλόσοφο και ιστορικό τέχνης Ζωρζ Ντιντί-Υμπερμάν (Georges Didi-Huberman, γενν.1953) προκειμένου να επιμεληθεί μια έκθεση πάνω στη θεματική της εξέγερσης. Χωρίς να υπάρχει αυστηρή χρονολογική οργάνωση, ο Υμπερμάν διαμόρφωσε σειρά από «αναπαραστάσεις» της εξέγερσης που περιλαμβάνει από γκραβούρες του Γκόγια μέχρι προβολές βίντεο και εγκαταστάσεις.
Χωρίς να υπάρχει αυστηρή χρονολογική οργάνωση, ο Υμπερμάν διαμόρφωσε σειρά από «αναπαραστάσεις» της εξέγερσης που περιλαμβάνει από γκραβούρες του Γκόγια μέχρι προβολές βίντεο και εγκαταστάσεις.
Η συγκεκριμένη έκθεση προσπαθεί να αναπτύξει τον δικό της προβληματισμό για τα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα σήμερα. H Μάρτα Γκίλι, διευθύντρια του Ζε ντε Πομ, αναφέρεται στο εισαγωγικό της σημείωμα στον κατάλογο της έκθεσης, «στην ανάγκη να ερευνηθούν με έναν κριτικό τρόπο τα μοντέλα διακυβέρνησης και οι πρακτικές της εξουσίας που ορίζουν ένα μεγάλο μέρος της αντιληπτικής και συναισθηματικής μας εμπειρίας και, κατά αυτόν τον τρόπο, της κοινωνικής και πολιτικής, του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε». Ο Υμπερμάν, θα γίνει πολύ πιο συγκεκριμένος (και μάλιστα μέσω μίας ευθείας αναφοράς στην Ελλάδα), ήδη από την αρχή του κειμένου του: «Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές –Μάρτιος του 2016– κάπου δεκατρείς χιλιάδες άτομα που διέφυγαν τις καταστροφές του πολέμου, βρίσκονται υπό κράτηση, σχεδόν έγκλειστοι, στην Ειδομένη, στη βόρεια Ελλάδα». Στη συνέχεια, ο Υμπερμάν θα φανεί ιδιαίτερα επικριτικός έναντι της «επίσημης Ευρώπης» και αυτών που τη διοικούν, ιδιαίτερα επαινετικός για την αυθόρμητη βοήθεια και αλληλεγγύη των Ελλήνων της περιοχής που είναι «αποστερημένοι από τα μέτρα λιτότητας που τους επέβαλε η ίδια ευρωπαϊκή κυβέρνηση». Θα επιχειρήσει μάλιστα έναν παραλληλισμό με τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου.
Ωστόσο, η αξία του κειμένου του Υμπερμάν δεν βρίσκεται σε αυτές τις αναφορές στην Ελλάδα (οι οποίες είναι πολυάριθμες και στη συνέχεια), αλλά στο γεγονός ότι επιτυγχάνει να θέσει μία σωστή βάση για τη σχέση της τέχνης με την πολιτική (και δεν είναι τυχαίο ότι το κείμενό του, στον κατάλογο της έκθεσης, πλαισιώνεται από συνεισφορές εξαιρετικών σύγχρονων στοχαστών όπως ο Ζακ Ρανσιέρ, η Τζούντιθ Μπάντλερ, ο Αντόνιο Νέγκρι, η Μαρί-Χοσέ Μοντζέν, η Νικόλ Μπρενέζ). Ο Υμπερμάν λοιπόν, θα κερδίσει κατευθείαν, σε πρώτη φάση, τον αναγνώστη του (εμένα τουλάχιστον), προχωρώντας σε δύο διευκρινίσεις: «Βέβαια, δεν έχω πάει στην Ειδομένη. Γράφω εδώ, με βάση όσα γνωρίζω έμμεσα από αυτήκοες και οπτικές μαρτυρίες. Επιπλέον, τα γράφω αυτά, στην εισαγωγή ενός καταλόγου τέχνης». Αυτή ήταν η πρώτη διευκρίνιση. Και η δεύτερη: «Η τέχνη όχι απλώς έχει μια ιστορία, αλλά γίνεται συχνά το 'ίδιο το μάτι' της ιστορίας. Δεν είναι, δυστυχώς, η παρουσία του Άι Γουέιγουει στην Ειδομένη, με το λευκό του πιάνο και την ομάδα με τους εξειδικευμένους φωτογράφους του, που θα βοηθήσει, όπως και να έχει».
Με αυτές τις δύο διευκρινίσεις, ο Υμπερμάν σταθμίζει δύο κινδύνους αναφορικά με τις προσδοκίες του θεατή από την έκθεση. Πρώτον, υποστηρίζει μια λογική «ειλικρινούς ανειλικρίνειας» εκθέτοντας τα δικά του όρια (ως επιμελητή της έκθεσης και ως στοχαστή) σε σχέση με τη θεματική που έχει επιλέξει. Κατά προέκταση, η τέχνη παρουσιάζεται ως προνομιακή (σε κάποιες περιστάσεις) μορφή μαρτυρίας της ιστορίας, όχι όμως και ως καταλύτης της ιστορίας. Εδώ επίσης, με τρόπο υπόρρητο, αλλά αρκετά σαφή, ο Υμπερμάν ορίζει την πολιτική λειτουργία της τέχνης σε απόσταση από κάθε λογική στράτευσης (τον συνειδητό δηλαδή και κατευθυνόμενο προσανατολισμό της τέχνης προς έναν συγκεκριμένο πολιτικό σκοπό). Δεύτερον, μέσα από την αναφορά στις πρακτικές του Άι Γουέιγουει, ασκεί κριτική στη σύγχρονη καλλιτεχνική συνείδηση που αδυνατεί να χαράξει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αυτοπροβολή και την αισθητικοποίηση της πολιτικής από τη μία και τον σεβασμό απέναντι στα θύματα της πολιτικής και της ιστορίας από την άλλη.
Στη συνέχεια, ο Υμπερμάν ορίζει σε ένα πρώτο επίπεδο, μέσα από το κείμενό του πάντα, τη θεματική της εξέγερσης στη βάση τριών διακριτών ενοτήτων: [Πρώτον], την αποδοχή ότι οι καιροί είναι χαλεποί. Με πολύ εύστοχες αναφορές, στους Μπέρτολντ Μπρεχτ, Χάνα Άρεντ και Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Υμπερμάν τοποθετεί τη διάγνωση ότι «οι καιροί είναι χαλεποί» ανάμεσα σε δύο επικίνδυνες τάσεις: από τη μία, την καλλιέργεια ψευδαισθήσεων· από την άλλη, τη θανάσιμη αδράνεια στις διάφορες μορφές της (μελαγχολία, κυνισμός, μηδενισμός). [Δεύτερον], το αίτημα να σηκώσει ο καθένας το φορτίο (τουλάχιστον, αυτό που του αναλογεί). Η ανταπόκριση σε αυτό το αίτημα, είναι για τον Υμπερμάν μια χειρονομία εξέγερσης, ένα αίτημα αντίδρασης σε αυτό που τείνει να σε υποδουλώσει. Προκειμένου να υποδείξει τα σημεία φυγής της δυνατότητας μιας τέτοιας χειρονομίας, ο Υμπερμάν ανατρέχει στους Σίγκμουντ Φρόυντ και Έρνστ Μπλοχ, αλλά και στην ελληνική μυθολογία (στους Τιτάνες, στον Άτλαντα, στον Προμηθέα). [Τρίτον], τεκμήρια εξεγέρσεων. Με αυτήν την ιδιαίτερα λειτουργική κωδικοποίηση, ο Υμπερμάν καταφέρνει να επιλύσει την αντίφαση που δημιουργείται από την επιμέλεια μιας έκθεσης που έχει τίτλο «εξεγέρσεις». Αντίφαση, γιατί υποτίθεται ότι η έννοια της εξέγερσης έχει μια πρακτική και πολιτική διάσταση που μοιάζει να αδρανοποιείται όταν η έννοια της εξέγερσης αποδίδεται μέσα από μια σειρά αντικειμένων τέχνης. Ο Υμπερμάν σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι διευθετώντας μια σειρά από αντικείμενα τέχνης κάτω από τη θεματική των «εξεγέρσεων» δεν έχει σκοπό τη συγκρότηση μιας τυπικής εικονογραφίας των επαναστάσεων ούτε ενός ιστορικού πανοράματος των εξεγέρσεων. Αντίθετα, σκοπός του είναι η αναμέτρηση (του ίδιου του Υμπερμάν και κατά προέκταση του θεατή) με μια βασική ερώτηση: «Πώς οι εικόνες αντλούν τόσο συχνά από τις μνήμες μας για να δώσουν μορφή στις επιθυμίες μας για χειραφέτηση;».
Έχοντας κατά νου ότι τα έργα τέχνης στην συγκεκριμένη έκθεση έχουν κωδικοποιηθεί από τον Υμπερμάν ως «τεκμήρια εξεγέρσεων», ο χώρος της έκθεσης πλέον δομείται ως ένα αφήγημα αυτών των τεκμηρίων σε πέντε διακριτές ενότητες: [1. Στοιχεία (που ξεσπούν)] – κινήσεις, μεταφορικές και κυριολεκτικές, που έπονται μίας καταστροφής (όπως ένας άνεμος που ξεσηκώνει σκόνες και αντικείμενα) ή προηγούνται μίας εξέγερσης (όπως ένας ξαφνικός και δυνατός αέρας που κάνει σημαίες και πανό να ανεμίζουν). [2. Χειρονομίες (έντονες)] – κινήσεις που εκφράζουν έντονα συναισθήματα, ελπίδα και αντίσταση, κινήσεις αυθόρμητες που είναι την ίδια στιγμή η εκδήλωση μίας κατάφασης στην επιθυμία για ζωή και ελευθερία, κινήσεις-προάγγελοι μίας συλλογικής και οργανωμένης εξέγερσης. [3. Λέξεις (που έχουν ειπωθεί δυνατά)] – ποιήματα, αφίσες, μανιφέστα, τίτλοι εφημερίδων και εύγλωττες εικόνες, μια ολόκληρη ποιητική της αντίστασης που μπορεί με έναν στίχο ή μία φράση να συνοψίσει την ουσία και το νόημα μίας εξέγερσης. [4. Συγκρούσεις (που έχουν υποστηριχθεί)] – συγκρούσεις μέσα από τις οποίες εμφανίστηκε κάτι που δεν ήταν ορατό πιο πριν, κατεστραμμένα τοπία που συνθέτουν τη βάση για μια νέα αρχιτεκτονική της εξέγερσης, απώλειες, αρνητικές εικόνες της επιθυμίας για χειραφέτηση και ελευθερία. [5. Επιθυμίες (ακατάλυτες)] – επιθυμίες που καμιά εξουσία δεν μπορεί να υποτάξει, μηνύματα, μαρτυρίες, εκκλήσεις από αυτούς που έχουν καταδικαστεί, φυλακιστεί, η παρακαταθήκη αυτών που έχουν πεθάνει.
Δυστυχώς, είναι αδύνατο να περιγραφούν όλα τα έργα, ακόμα και αν πρόκειται μόνο για αυτά που μου άρεσαν περισσότερο. Πόσω μάλλον όταν προσπάθησα να εστιάσω στη λογική της έκθεσης (και θα ολοκληρώσω με ένα σχόλιο πάνω σε αυτή), αποκρυπτογραφώντας τη σκέψη του Υμπερμάν – ναι, να μία σπάνια και ευτυχής συγκυρία, ένας στοχαστής να καλείται να δώσει τα διαπιστευτήριά του σε ένα καθήκον που πρέπει να έχει ένα απτό, ορατό αποτέλεσμα, δομημένο (και αιτιολογημένο) στο εσωτερικό ενός πολιτιστικού θεσμού. Ο Υμπερμάν λοιπόν, ανταποκρίνεται κατά τη γνώμη μου με σύνεση. Γιατί έχει φροντίσει καταρχάς μέσα από το εισαγωγικό του κείμενο να ρυθμίσει τον ορίζοντα προσδοκιών του θεατή, αλλά και να ορίσει με έναν σαφή τρόπο πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος την πολιτική λειτουργία της τέχνης. Έχοντας αποκαλύψει τις συμβάσεις που υποστηρίζουν τη λογική της έκθεσης, ο Υμπερμάν μεταθέτει σιωπηρά ένα αίτημα στον θεατή: να σκεφτεί πλέον αυτός ο ίδιος τις δικές του συμβάσεις για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη σχέση πολιτικής και τέχνης και, κυρίως, τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αποκτήσει μορφή, ως δυνητικό τεκμήριο εξέγερσης, η δική του επιθυμία για ελευθερία και ζωή.
* O ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.