
Για την έκθεση «Persona: Étrangement humain» (Περσόνα: αλλόκοτα ανθρώπινο) στο μουσείο Μπρανλί (Quai de Branly) στο Παρίσι.
Του Θωμά Συμεωνίδη
Το ζήτημα είναι κρίσιμο, πάντα επίκαιρο και γι' αυτό αποτελεί συχνά αντικείμενο εκθέσεων, να θυμηθούμε μόνο την έκθεση που έγινε μόλις πριν από ένα χρόνο στο Λούβρο: «Μία σύντομη ιστορία του μέλλοντος» (Une brève histoire de l’avenir). Το ζήτημα δεν είναι άλλο από τη σχέση του ανθρώπου με τα σωματικά και πνευματικά του όρια, μία σχέση που εκδηλώνεται είτε μέσα από την προσπάθειά του να επέμβει πάνω στη σύστασή του είτε μέσα από την προσπάθεια να κατανοήσει και να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες που παρέχουν άλλες (να το θέσουμε πολύ γενικά) οντότητες.
Στην έκθεση «Περσόνα» συναντήσαμε δημιουργίες στις οποίες η έννοια του προσώπου έλαβε διαφορετικά επίπεδα συγκεκριμενοποίησης με την εστίαση κάθε φορά σε ένα στοιχείο ή σε μία ομάδα στοιχείων που συγκροτούν ένα πρόσωπο, όπως για παράδειγμα ο βαθμός ομοιότητας με τον άνθρωπο, η συμπεριφορά, η ικανότητα αλληλεπίδρασης, η εκδήλωση νοημοσύνης, η συμμετοχή σε τελετουργικά.
Στην έκθεση «Persona: Étrangement humain» (Περσόνα: αλλόκοτα ανθρώπινο) στο μουσείο Μπρανλί (Quai de Branly) στο Παρίσι –η οποία κατέβασε ρολά πρόσφατα και εμείς χρειαστήκαμε κάποιες μέρες για να καταλάβουμε τι είδαμε– η εστίαση, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν στους μηχανισμούς με τους οποίους ένα αντικείμενο αποκτά την υπόσταση προσώπου. Λέγοντας εδώ πρόσωπο, να διευκρινίσουμε ότι για λόγους σύμβασης, εννοούμε κάθε οντότητα με την οποία μπορούμε να συνάψουμε μία σχέση. Έτσι, μέσα από 230 αντικείμενα και εγκαταστάσεις, οι επισκέπτες είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν μία αίσθηση των διαφορετικών βαθμών που μπορούν να λάβουν οι διαδικασίες μετασχηματισμού σε πρόσωπο.
Βέβαια, η έννοια του προσώπου είναι πολύ διευρυμένη. Αρκεί να θυμηθούμε μόνο τον Λεβί-Μπρούλ, ο οποίος ήδη με το έργο του «Πρωτόγονη ψυχή» (1927) προεκτείνει την έννοια του προσώπου πέρα από τα όρια του ανθρώπινου βασιζόμενος στην πρωτεϊκή ικανότητα των αντικειμένων, των εικόνων, των σκιών, των αντανακλάσεων, των φαντασμάτων, αλλά και των ορυκτών, ζωικών και φυτικών στοιχείων να δίνουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπόσταση σε πρόσωπα διαφορετικών μορφών και διαβαθμίσεων. Από αυτή την άποψη, στην έκθεση «Περσόνα» συναντήσαμε δημιουργίες στις οποίες η έννοια του προσώπου έλαβε διαφορετικά επίπεδα συγκεκριμενοποίησης με την εστίαση κάθε φορά σε ένα στοιχείο ή σε μία ομάδα στοιχείων που συγκροτούν ένα πρόσωπο, όπως για παράδειγμα ο βαθμός ομοιότητας με τον άνθρωπο, η συμπεριφορά, η ικανότητα αλληλεπίδρασης, η εκδήλωση νοημοσύνης, η συμμετοχή σε τελετουργικά. Επί της ουσίας, κάθε έργο της έκθεσης επιδόθηκε κατά κάποιο τρόπο στη διερεύνηση και στην απόπειρα υποστήριξης μίας διαφορετικής κάθε φορά συνθήκης παρουσίας και ορατότητας ενός προσώπου.
Οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν στην έκθεση χρησιμοποίησαν, μεταξύ άλλων, τις νέες τεχνολογίες σχεδιασμού, σύνθεσης και συναρμολόγησης για να δημιουργήσουν ένα μεγάλο φάσμα εμπειριών που σχετίζονται με την παρουσία. Πρόσθεσαν επίσης το στοιχείο της αλληλεπίδρασης προκειμένου ο ίδιος ο επισκέπτης να αντιληφθεί τις πολλαπλές εκδηλώσεις και υποστάσεις που διαπερνούν την πορώδη έννοια του προσώπου. Οι τομείς από τους οποίους άντλησαν τα έργα, ξεκινούν από τη θρησκεία και την αστροβιολογία και φτάνουν μέχρι και τη ρομποτική, δίνοντας έμφαση σε οριακές μορφές της παρουσίας ενός προσώπου.
Τι γίνεται με όλες αυτές τις οντότητες, παρουσίες, όλα αυτά τα πρόσωπα που υπάρχουν και μόνο μέσα από μία αλλαγή κλίμακας, μία αλλαγή οπτικής, μία αλλαγή πολιτισμικού πλαισίου, μία μετάθεση στον χρόνο, μπορούν να φανερωθούν; Πού οδηγεί αυτή η εντεινόμενη διαδικασία διασταύρωσης και πλαισίωσης του ανθρώπινου;
Η έκθεση δομήθηκε σε τέσσερις ενότητες. Η πρώτη («Υπάρχει κάποιος;») ομαδοποίησε εκείνες τις καταστάσεις όπου υπάρχει μία παρουσία –υποψίες της για την ακρίβεια– αλλά χωρίς τίποτα να μπορεί να ταυτοποιηθεί: ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα αντικείμενα σε πολλά και διαφορετικά υλικά, αλλά και μικροοργανισμοί, νέες μορφές του φυτικού, του ζωικού, του πνευματικού, του έξω-και-μακριά-από-εδώ (ναι, τέτοια πράγματα). Η δεύτερη («Δεν υπάρχει κανένας!») αναφέρθηκε σε εκείνες τις υπάρξεις που είναι αόρατες ή ξεχασμένες ή με σπασμωδική ή/και σποραδική εμφάνιση ή σε άλλη συχνότητα από την ανθρώπινη, αλλά και σε εκείνες τις υπάρξεις που δεν μπορούν να συλληφθούν και διαφεύγουν το πλαίσιο της κοινής (και όχι μόνο) λογικής, όπως θεότητες, φαντάσματα, οντότητες που πέθαναν και επανήλθαν στη ζωή, οντότητες που μιλούν ακατάληπτες γλώσσες, που στέλνουν ακατάληπτα σήματα, που φέρονται σε ακατάληπτες υποστάσεις. Η τρίτη («Στην κοιλάδα του ανοίκειου») ομαδοποίησε εκείνες τις οντότητες που υπάρχουν και έχουν συλληφθεί ή/και υλοποιηθεί, αλλά θέτουν προβλήματα αποδοχής και συνύπαρξης, όπως η δυσκολία για παράδειγμα της ενσωμάτωσης στο δικό μας περιβάλλον ή το αντίστροφο, αλλά και κάθε παρουσία την οποία αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει και για την οποία οδηγούμαστε στο ερώτημα της σχέσης που θέλουμε να έχουμε μαζί της και των δυνατοτήτων διαμόρφωσης αυτής της σχέσης. Η τέταρτη (τελευταία και αγαπημένη μου, «Πρόσωπα κατόπιν παραγγελίας»), ομαδοποίησε οντότητες τις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να διαμορφώσει και στις οποίες μπορεί να μεταθέσει εργασίες και ρόλους. Τα ερωτήματα που τέθηκαν εδώ, πολλά. Παράδειγμα: «Με ποιο από αυτά τα πλάσματα θα θέλατε να κάνετε την οικογένειά σας;» (Για τέτοια ερωτήματα μιλάμε).
Ανάμεσα στα πολλά και καλά έργα, ξεχωρίσαμε (για λόγους συντομίας) τρία: Τον «Βούδα» (Buddha) του Wang Zi Won (γεν. 1980) που είναι επίσης το κεντρικό κατά κάποιο τρόπο έργο της έκθεσης καθώς επιλέχθηκε για την αφίσα και το εξώφυλλο του καταλόγου (δικαίως κατά τη γνώμη μας). To «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» (The Good, The Bad and The Ugly) του Ολλανδού Christian Zwanikken (γεν. 1967). Και το «Τοπογραφία» (Topographie) του γεννημένου στην Αργεντινή Jack Vanarsky (1936-2009).
Φεύγοντας κάποιος από την έκθεση, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί: Γιατί όλα αυτά; Θα αναρωτηθεί επίσης, πόσο αληθινά είναι όλα όσα είδε, αληθινά με την έννοια της πιθανότητας που έχουν κάποια ή όλα από αυτά να αποτελέσουν ή ήδη να αποτελούν μέρος της πραγματικότητάς του. Και σε αυτό το σημείο ίσως μία συνειδητοποίηση: ναι, βρίσκεται σε εξέλιξη μία σχέση συμβίωσης με οντότητες που αγνοούμε, με οντότητες που διαμορφώνονται και αναβαθμίζονται διαρκώς, στα σύνορα του ανθρώπινου, του ζωικού, της μηχανής, του αντικείμενου. Ξαφνικά, ο θεατής (που ήμουν εγώ) κατακλύζεται από φόβους: Τι γίνεται με όλες αυτές τις οντότητες, παρουσίες, όλα αυτά τα πρόσωπα που υπάρχουν και μόνο μέσα από μία αλλαγή κλίμακας, μία αλλαγή οπτικής, μία αλλαγή πολιτισμικού πλαισίου, μία μετάθεση στον χρόνο, μπορούν να φανερωθούν; Πού οδηγεί αυτή η εντεινόμενη διαδικασία διασταύρωσης και πλαισίωσης του ανθρώπινου;
Ναι, κάνουμε εκθέσεις. Είναι πολιτιστικά ευγενές. Και όχι μόνο. Σκεφτόμαστε ότι ίσως μετρήσει σε βάθος χρόνου, αυτό σκεφτόμαστε απομακρυνόμενοι από όλα όσα είδαμε. Υποθετικά μιλώντας πάντα. Ίσως μετρήσει όταν ο άνθρωπος θα διαπραγματεύεται επιτακτικά την ύπαρξή του. Θα την διαπραγματεύεται με ποιον; Αυτό και αν είναι ερώτημα. Καλά κρυμμένο βέβαια. Σε όλα όσα είδαμε.
* O ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.