«Το στοίχημα είναι να σπάσεις τους κανόνες παραμένοντας στο παιχνίδι παρόλα αυτά», Ντ. Μπόουι
Της Ελένης Γαλάνη
«Είναι σα να πέθανε ένας καλός φίλος, ένας φίλος που δε γνωρίσαμε δια ζώσης (...) όλοι όσοι εργαστήκαμε για αυτή την έκθεση είμαστε αληθινά συγκινημένοι», δήλωσε ο Αντρέας Μπλουμ, διευθυντής του μουσείου Χρόνινγκεν της ομώνυμης πόλης της Βόρειας Ολλανδίας όπου αυτή την περίοδο (μέχρι και τις 13/3/2016) φιλοξενείται η αναδρομική έκθεση του έργου του «Ο Ντέιβιντ Μπόουι είναι...» ("David Bowie is...").
Εκείνη τη Δευτέρα της 11ης Ιανουαρίου που ανακοινώθηκε ο θάνατός του Μπόουι, δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι επισκέφτηκαν την ιστοσελίδα του μουσείου για να αγοράσουν εισιτήρια online. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας, ο αριθμός των κρατήσεων διπλασιάστηκε. To μουσείο που τις Δευτέρες παραμένει κλειστό άνοιξε ειδικά για να εξυπηρετήσει το κοινό. Χίλια τετρακόσια άτομα περίμεναν σε λίστες αναμονής. Στην παγκόσμια περιοδεία της η μεγάλη αναδρομική παρουσίαση (που μέσα σε τρία χρόνια «ταξίδεψε» σε επτά μητροπόλεις: Λονδίνο, Τορόντο, Σάο Πάολο, Βερολίνο, Σικάγο, Παρίσι και Μελβούρνη) μετράει μέχρι σήμερα πάνω από ένα εκατομμύριο εισιτήρια – και συνεχίζει.
Επισκέφτηκα την έκθεση πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, όταν παρουσιάστηκε στο Martin Gropius Bau στο Βερολίνο - η επιμέλεια με κάποιες μικρές προσαρμογές που επιβάλλουν οι ανάγκες του εκάστοτε χώρου βασίζεται στον αρχικό σχεδιασμό των δύο επιμελητών του τμήματος Theatre & Performance του μουσείου Victoria & Albert Τζέφρι Μαρς και Βικτόρια Μπρόουκς. Στο γνωστό λονδρέζικο μουσείο η έκθεση σχεδιάστηκε και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 23 μαρτίου του 2013.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια «μπλοκμπάστερ» παραγωγή, προορισμένη εξαρχής να γίνει μεγάλη εμπορική και εισπρακτική επιτυχία, ένα εντυπωσιακό και ακριβό «ποπ» προïόν που δεν απευθύνεται μόνο στους θαυμαστές του Μπόουι, αλλά σε ένα ευρύ και ετερόκλητο κοινό – δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπόουι (όπως και ο Άντυ Γουόρχολ) είχε παρελθόν στη διαφήμιση.
Από μουσειογραφική άποψη το εγχείρημα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον: χωρίζοντας τον χώρο σε ενότητες με σημείο εκκίνησης τη φράση «Ο Ντέιβιντ Μπόουι είναι...» («David Bowie is...»), οι επιμελητές αξιοποιούν έξυπνα τον γραμματικό τύπο του ενεστώτα διαρκείας (στην αγγλική γλώσσα) συμπληρώνοντας την ημιτελή πρόταση κάθε φορά με ένα διαφορετικό ρήμα ή επίθετο. Μέσα από τις σύντομες δηλώσεις/αφορισμούς που προκύπτουν αναδεικνύονται τα διαφορετικά πρόσωπα του Μπόουι σε ενεστώτα χρόνο.
Τα τριακόσια εκθέματα που επιλέχτηκαν από τα άδυτα του πλούσιου προσωπικού του αρχείου (το οποίο περιλαμβάνει εξήντα χιλιάδες αντικείμενα) παρουσιάζονται στο κοινό με χρονολογική σειρά.
Ο επισκέπτης παρακολουθεί την πορεία του Μπόουι και πώς επηρέασε και επηρεάστηκε από άλλους καλλιτέχνες, κινήματα, την σύγχρονη τέχνη, το ντιζάιν. Χειρόγραφες σημειώσεις του, πρωτότυπα σκηνικά κοστούμια, φωτογραφίες, μουσικά όργανα, εξώφυλλα δίσκων, σκίτσα και προσχέδια για σενάρια, προσωπικά αντικείμενα, προβάλλονται με φόντο τα βίντεο και τις περφόρμανς από τις συναυλίες του σε γιγαντοοθόνες υψηλής ευκρίνειας, σε ψηφιακή εικόνα υψηλής ανάλυσης με εξαιρετικό ήχο, μέσα από διαδραστικές εγκαταστάσεις. Ένας ατομικός «πλοηγός» με ακουστικά επιτρέπει στον επισκέπτη να συνδέεται αυτόματα με το ηχητικό αρχείο πίσω από τα εκθέματα, κάθε φορά που απλά στέκεται μπροστά από μια «προθήκη». Η ποιότητα της απόδοσης από τεχνικής άποψης είναι εξαιρετική – χορηγία της εταιρείας Seenheiser.
Το πρώτο πράγμα που αντικρίζει κανείς μπαίνοντας στον χώρο της έκθεσης είναι η χαρακτηριστική φόρμα με τις ρίγες της καλτ περσόνας Ζίγκυ Στάρνταστ που σχεδίασε για τον Μπόουι ο ιάπωνας σχεδιαστής Κενσάι Γιαμαμότο.
Στον διπλανό τοίχο, μέσα από μια μικροσκοπική οπή σαν «κλειδαρότρυπα», ένας μηχανισμός που θυμίζει τα view master (τα πλαστικά, συνήθως κόκκινα, κιάλια, με τα οποία παίζαμε στη δεκαετία του '80), αποκαλύπτει σε slideshow ένα «χαλί» από φωτογραφίες του Μπόουι από την παιδική του ηλικία στο Σόχο μέχρι τα χρόνια της ωριμότητας.
Καθώς ο επισκέπτης προχωράει στις αίθουσες διατρέχει όλες τις περιόδους της καλλιτεχνικής πορείας του: το ψυχεδελικό φολκ, η γκλαμ ροκ, η σόουλ, η φάνκ, ο Λεπτός Λευκός Δούκας, ο major Tom στο Space Οddity, Ο άνθρωπος που πούλησε τον κόσμο, ο Ziggy Stardust, o Aladdin Sane, ο νεοκλασικός Μπόουι – όλα τα είδη μουσικής που υπηρέτησε και τα διαφορετικά πρόσωπα που υπήρξε «ζωντανεύουν» μέσα από εικόνες, ήχους και μέσα από τα τριακόσια αρχεία-αντικείμενα που στο σύνολό τους παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό.
Η ιδιαιτερότητα αυτής της έκθεσης είναι οι πολλαπλές ταυτόχρονα κινούμενες μεγάλων διαστάσεων εικόνες που μεταμορφώνουν την παρουσίαση σε ένα ενιαίο και δυναμικό έργο τέχνης. Εξίσου σημαντικό: οι επιμελητές κατορθώνουν να αναδείξουν τις διαφορετικές όψεις της προσωπικότητας του Μπόουι, με τρόπο ώστε να αιφνιδιάζεται ο επισκέπτης, ακόμα και ο ενημερωμένος θεατής – καθένας θα ανακαλύψει εδώ κάτι που δεν γνώριζε.
Προσωπικά στάθηκα περισσότερο στα ζωγραφικά έργα του Μπόουι –υπήρξε παθιασμένος συλλέκτης αλλά και εικαστικός: «τα έργα τέχνης είναι τα μόνα πράγματα που θέλω να έχω. Μπορούν να αλλάξουν τη διάθεσή μου κάθε πρωί», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη του στους Νιου Γιορκ Τάιμς το 1998.
Η αποκάλυψη αυτής της (άγνωστης σε πολλούς) ιδιότητας του Μπόουι, του εικαστικού, στην πραγματικότητα δεν ξαφνιάζει: ο Μπόουι λειτουργούσε «οπτικά» ακόμα και στη σύνθεση των τραγουδιών του. Δίπλα στις παραδοσιακές μεθόδους συγγραφής στίχων χρησιμοποίησε εκτενώς τα cut-ups –γνωστά από τον ποιητή Γουίλιαμ Μπάροουζ-–, έναν word generator, καθώς και διάφορες πρακτικές των ντανταïστών.
Επηρεασμένος στα ζωγραφικά του έργα από τον εξπρεσιονισμό και το καλλιτεχνικό κίνημα die Brucke (κυρίως από τον γερμανό ζωγράφο και ιδρυτικό μέλος της ομάδας Έριχ Χέκελ), ο Μπόουι ζωγράφισε πολυάριθμα πορτρέτα φίλων του και αυτοπροσωπογραφίες. Έλεγε πως η ζωγραφική τον βοηθά να αντιμετωπίσει τον εθισμό του στα ναρκωτικά.
Ανάμεσα στα εκθέματα ξεχωρίζουν δύο πορτρέτα του καλού του φίλου Τζέιμς Όστεμπεργκ (κατά κόσμο Ίγκι Ποπ) «Το πορτρέτο του JO" (the portrait of James Osterberg, 1976) και το «Βερολινέζικο τοπίο με τον JO" (Berlin landscape with JO, 1978) καθώς και η «Mόνα στο Βερολίνο» (Mona in Berlin). Οι μικροί αυτοί πίνακες με ακρυλικά χρώματα αναδίδουν ιδιαίτερη ένταση – χαρακτηριστικό της ζωής του Μπόουι κατά τη διάρκεια των χρόνων που έζησε στη γερμανική πόλη.
Στο Martin Gropius Bau δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση σε αυτά τα «χρόνια του βερολίνου» - για ευνόητους λόγους. Στιγμιότυπα από τα έργα και τις ημέρες του στη συνοικία του Κρόιτσμπεργκ αναβιώνουν μέσα από τις φωτογραφίες της Εσθήρ Φρίντμαν, συντρόφου και φίλης του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '70 στο Βερολίνο, οπότε η πόλη έγινε αναπόσπαστο μέρος της ζωής και του μύθου του (λόγω και της περίφημης τριλογίας). Στο προσκέφαλο του κρεβατιού του Μπόουι στην οδό Hauptstrasse, αρ. 155, όπου τότε διέμενε μαζί με τον Ίγκι Ποπ, είχε τοποθετήσει ένα πορτρέτο του ιάπωνα συγγραφέα και σκηνοθέτη Yukio Mushima που ο ίδιος ζωγράφισε.
Εκτός από τη μουσική και τη ζωγραφική ο Μπόουι επηρέασε και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη μόδα και το ντιζάιν: ο άνθρωπος που καθιέρωσε το «ανδρόγυνο» στυλ και δεν σταμάτησε να πειραματίζεται συνεργάστηκε με πρωτοπόρους σχεδιαστές. Αυτή η πλευρά του έργου του αναδεικνύεται στην έκθεση με έντονα θεατρικό τρόπο: εντυπωσιακά είναι τα κοστούμια του που εκτίθενται, όπως και ο μεγάλος αριθμός των διασημοτήτων με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά ή/και επαγγελματικά στη διάρκεια της καριέρας του – ανάμεσά τους διάσημοι εικαστικοί και προσωπικότητες από τον χώρο της μόδας: Άντυ Γουόρχολ, Σόνια Ντελονέ, Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, Αλεξάντερ Μακ Κουίν, Κενσάι Γιαμαμότο, μεταξύ άλλων.
Ολοκληρώνοντας κανείς την επίσκεψη στην αναδρομική παρουσίαση του έργου του Μπόουι (και ανεξάρτητα από το εάν αγαπά ή όχι τη μουσική του) δε μπορεί παρά να αναγνωρίσει πως υπήρξε ένας εξαιρετικά ευφυής και επιδραστικός δημιουργός: «Είναι σχεδόν αδύνατον σήμερα να βρεις έναν ποπ καλλιτέχνη που να μην έχει επηρεαστεί από αυτόν», έχει γράψει ο βιογράφος του Τόμας Φόργκετ.
Πολύ κοντά στην έξοδο, σαν από τραγική σύμπτωση έχει τοποθετηθεί με μεγάλα φωτεινά κόκκινα γράμματα από νέον η φράση: «Ο Μπόουι περνάει το σύνορο» («Bowie is... crossing the border").
Ο Μπόουι .... αιφνιδιάζει και πάλι εδώ λοιπόν – το ίδιο δεν έκανε με τον θάνατό του;
Επαγγελματίας της αμφισβήτησης, "έβγαλε τη γλώσσα" στο κατεστημένο ή όπως θέλει να ονομάζει κανείς το συμβατικό, για να χρησιμοποιήσει τελικά όλα αυτά, με δημιουργικό τρόπο, προς όφελός του. «Πάντα έκανε αυτό που ήθελε. Και ήθελε να το κάνει με τον τρόπο του, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο! Ο θάνατός του δεν ήταν διαφορετικός από την ζωή του. Ήταν ένα έργο τέχνης», έγραψε στο τουίτερ ο προσωπικός φίλος του Μπόουι και επί χρόνια παραγωγός του Τόνι Βισκόντι.
«Ο θάνατός μου περιμένει σαν ηλικιωμένος αλήτης. Ο θάνατός μου περιμένει σαν αλήθεια της Βίβλου, σαν μάγισσα τη νύχτα, σαν τυφλός ζητιάνος», τραγούδησε ο ίδιος το 1973 στο My Death. Το τελευταίο του άλμπουμ «Blackstar», γραμμένο λίγο πριν πεθάνει, είναι το τελευταίο δώρο του στους θαυμαστές της μουσικής του.
Ο Ντέιβιντ Μπόουι, όσο ζούσε, έσπασε, πράγματι, πολλές φορές τους κανόνες "του παιχνιδιού" καταφέρνοντας να παραμένει σε αυτό κάθε φορά - με τρόπο αυθεντικό. Μέχρι σήμερα. Σε χρόνο ενεστώτα (διαρκείας). Όχι, όμως, "παρόλα αυτά". Εξαιτίας τους.
* Η ΕΛΕΝΗ ΓΑΛΑΝΗ είναι μουσειολόγος και ποιήτρια.
Τελευταίο βιβλίο της, η ποιητική συλλογή «Το ανατολικό τέλος» (εκδ. Μελάνι).