
Το κύκνειο άσμα του Τζάκομο Πουτσίνι «Τουραντότ» ανεβαίνει στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η ιστορία του έργου και όσα αναμένουμε από την παράσταση.
Γράφει η Έλενα Χουζούρη
Το κύκνειο άσμα του Τζάκομο Πουτσίνι (1858-1924) «Τουραντότ» ανεβαίνει μετά από δεκαεπτά χρόνια στην Κεντρική Σκηνής της ΕΛΣ, για πέντε παραστάσεις (1, 3, 5, 6, 8 Ιουνίου) στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, με τη συμμετοχή διεθνώς καταξιωμένων συντελεστών. Η όπερα αυτή του πιο δημοφιλούς, μετά τον «εθνικό» Βέρντι, Ιταλού συνθέτη, έχει μακρά ιστορία με ρίζες από την Commedia del Arte και τους λαϊκούς θρύλους της Τοσκάνης. Η απαρχή της πάει πίσω, στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ένας νεαρός Βενετσιάνος, ο Κάρλο Γκότσι, εμφανίζεται να υπερασπίζεται την παράδοση της Comedia del Arte και τους λαϊκούς θρύλους που την συνοδεύουν σε αντιπαράθεση με τον περίφημο πλέον, συμπατριώτη του, Κάρλο Γκολντόνι που επιθυμεί να την εκσυγχρονίσει.
Ο Γκότσι αρχίζει και γράφει μια σειρά θεατρικά έργα, ανάμεσα στα οποία είναι η «Τουραντότ» (La Tourandote). Το έργο φτάνει στα χέρια του Σίλλερ, του αρέσει, το μεταφράζει, αρέσει και στον Γκαίτε -και οι δύο εκείνη την εποχή διαμένουν στη Βαιμάρη- ο οποίος το ανεβάζει με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο της πόλης, το 1802. Πώς η Τουραντότ έρχεται να συναντήσει τον 60χρονο πια δημοφιλέστατο και βασικό εκπρόσωπο του ιταλικού βερισμού Τζάκομο Πουτσίνι, έναν αιώνα και πλέον μετά, δεν είναι ακριβώς γνωστό αλλά είναι πολύ πιθανό ότι τον συνάρπασε το ανάλαφρο στοιχείο της Comedia del Arte, ο έντονος λυρισμός και η θεατρικότητα του κειμένου. Όσο για τον εξωτισμό και την συνομιλία που ο Πουτσίνι επιχειρεί με τις ανατολικές παραδόσεις, θα πρέπει να του ασκούσαν μια ιδιαίτερη γοητεία αν συνυπολογίσουμε και τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» που διαδραματίζεται στην Ιαπωνία. Άλλωστε, ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μετά εμφανίζεται σταδιακά ένα έντονο ενδιαφέρον προς τον σινοϊαπωνικό πολιτισμό από την πλευρά των συγγραφέων και των καλλιτεχνών της Δύσης.
![]() |
Ο σκηνοθέτης της παράστασης Αντρέι Σερμπάν και η σκηνογράφος της Χλόη Ομπολένσκι |
Όταν λοιπόν ο Πουτσίνι αποφασίζει να ασχοληθεί με την «Τουραντότ» του Γκότσι έχει ήδη πίσω του εμβληματικές όπερες, όπως η «Τόσκα», «La Boheme», «Μαντάμα Μπαντερφλάι», και είναι αναμφισβήτητα ένας μεγάλος Ιταλός συνθέτης, όχι μόνον στη χώρα του. Η ίδια πορεία του εξάλλου έχει ενδιαφέρον, αφού η μουσική τον ακολουθεί από τα γεννοφάσκια του. Μουσική οικογένεια από τη Λούκα της Τοσκάνης οι Πουτσίνι παρέδιδαν τη σκυτάλη από τη μια γενιά στην άλλη και όλοι είχαν κατά καιρούς συνεργαστεί με το περίφημο Φεστιβάλ Giornata delle Tasche της Λούκα.
Θεωρείται ο εκπρόσωπος του ιταλικού βερισμού, όμως η μουσική του με την έλευση του 20ού αιώνα θα υιοθετήσει και στοιχεία από τις νέες τάσεις, την αποσπασματικότητα και την διάσπαση της παραδοσιακής τονικότητας, γεγονός που θα παραδεχθεί και ο Shoenberg, ο εκπρόσωπος, τότε, της νέας μουσικής.
Ο Τζάκομο ήδη στα δέκα του χρόνια ήταν σοπράνο στο διδασκαλείο του Αγίου Μαρτίνου, ενώ σπούδαζε όργανο και σύνθεση. Στα δεκαεπτά του θα παρακολουθήσει στην Πίζα μια παράσταση της Αΐντα του Βέρντι και θα εντυπωσιαστεί τόσο πολύ που θα πάρει την απόφαση να συνθέσει και ο ίδιος. Στα 26 του ανεβαίνει η πρώτη του όπερα «Le Villi» στο Teatro del Verme και οκτώ μήνες μετά έρχεται στη Σκάλα του Μιλάνου ο «Έντγκαρ» που τον καθιερώνει. Από κει και πέρα, ο κατά τα άλλα μποέμ, λάτρης των γυναικών, του κυνηγιού και αργότερα των αυτοκινήτων, ιδρυτής της «Λέσχης των Μποέμ», Τζάκομο Πουτσίνι δεν προλαβαίνει να μετρά την μία επιτυχία μετά την άλλη. Θεωρείται ο εκπρόσωπος του ιταλικού βερισμού, όμως η μουσική του με την έλευση του 20ού αιώνα θα υιοθετήσει και στοιχεία από τις νέες τάσεις, την αποσπασματικότητα και την διάσπαση της παραδοσιακής τονικότητας, γεγονός που θα παραδεχθεί και ο Shoenberg, ο εκπρόσωπος, τότε, της νέας μουσικής. Αυτήν την μείξη παλαιότερων μουσικών δρόμων με τους νεότερους την συναντάμε κυρίως στις δύο τελευταίες του όπερες την «Κόρη της Δύσης» και την «Τουραντότ» οι οποίες από κάποιους κριτικούς και μελετητές της όπερας θεωρούνται αριστουργήματα, έστω και αν δεν έφτασαν τα ύψη της δημοτικότητας με άλλες προγενέστερες.
Η δημιουργία του έργου
Στην «Τουραντότ» ο Πουτσίνι συνδυάζει το ανάλαφρο στοιχείο της κλασσικής πλέον Comedia del Arte με τον λυρισμό, την θεατρικότητα, την μεγαλοπρέπεια και τον εξωτισμό που παραπέμπει σε μια φανταστική αυτοκρατορική Κίνα. Ο τοσκανέζος συνθέτης ισορροπεί με μαεστρία το ηρωικό με το συναισθηματικό αλλά και το γκροτέσκο στοιχείο. Όπως και στο «Μαντάμα Μπατρεφλάι» ο Πουτσίνι εμπνέεται από ένα κινεζικό, αυτή την φορά, μουσικό κουτί καθώς και από παραδοσιακές μουσικές μελωδίες. Ενδιαφέρον όμως έχει και η ίδια η ιστορία της σύνθεσης της όπερας. Όπως είπαμε ο Πουτσίνι άρχισε να βάζει τις πρώτες νότες της Τουραντότ, μόλις είχε περάσει τον ρουβίκωνα των εξήντα του χρόνων.
«Εδώ τελειώνει η όπερα, διότι σε αυτό το σημείο πέθανε ο δάσκαλος. Σε αυτήν την περίπτωση ο θάνατος υπήρξε ισχυρότερος από την τέχνη».
Θα δουλέψει τέσσερα χρόνια, θα έχει ολοκληρώσει και την προτελευταία πράξη, θα έχει κάνει και ένα προσχέδιο για το τέλος της όπερας, όταν θα αρρωστήσει και θα πεθάνει στα 65 του. Η όπερα ολοκληρώνεται με βάση το προσχέδιο του Πουτσίνι από τον συνθέτη Φράνκο Αλφάνο με την επίβλεψη του Τοσκανίνι. Το έργο ανεβαίνει στη Σκάλα του Μιλάνου το 1926 και τη βραδιά της πρεμιέρας στο σημείο που ολοκληρώνεται η σύνθεση του Πουτσίνι ο άλλος σπουδαίος Ιταλός συνθέτης, Αρτούρο Τοσκανίνι, που διηύθυνε την ορχήστρα, είπε: «Εδώ τελειώνει η όπερα, διότι σε αυτό το σημείο πέθανε ο δάσκαλος. Σε αυτήν την περίπτωση ο θάνατος υπήρξε ισχυρότερος από την τέχνη». Πολύ αργότερα, το 2001 ο συνθέτης Λουτσιάνο Μπέριο πρότεινε μια διαφορετική εκδοχή φινάλε από εκείνη του Αλφάνο, το οποίο άνοιξε ξανά έναν διάλογο για την όπερα του Πουτσίνι, αλλά γενικά οι παραστάσεις της Τουραντότ ακολουθούν την πρώτη εκδοχή.
Η υπόθεση της «Τουραντότ»
Η υπόθεση της «Τουραντότ» είναι σχετικά απλή αλλά με αρκετό σασπένς. Η πανέμορφη πριγκίπισσα Τουραντότ για να παντρευτεί κάποιον από τους πολλούς επίδοξους μνηστήρες που συνωστίζονται γύρω της θέτει τον όρο της επίλυσης τριών αινιγμάτων. Το τίμημα της αποτυχίας είναι η απώλεια της ζωής τους. Κανείς δεν τα καταφέρνει ώσπου κάποιος άγνωστος ιππότης εμφανίζεται διεκδικώντας την επίλυση των αινιγμάτων και τον γάμο με την Τουραντότ. Ωστόσο, παρά το ότι επιλύει τα αινίγματα, η πριγκίπισσα αρνείται να τον παντρευτεί. Το πώς θα αντιδράσει ο παράξενος ιππότης θα το διαπιστώσουμε επί σκηνής.
Πάντως οι δύο βασικοί συντελεστές την παράστασης, ο τολμηρός και καινοτόμος, όπως θεωρείται στον οπερατικό χώρο, σκηνοθέτης Αντρέι Σερμπάν και η διεθνής σκηνογράφος Χλόη Ομπολένσκι, στην πρώτη συνεργασία της με την ΕΛΣ, δημιουργούν μια νέα σκηνική συνθήκη στο Ηρώδειο, καθώς αναζητούν τις κοινές αναφορές μεταξύ των αρχαίων πολιτισμών της Κίνας και της Ελλάδας. Όπως έχει δηλώσει η Χλόη Ομπολένσκι: «Θέλοντας να αποφύγω την απεικόνιση ενός χρυσοποίκιλτου "κινέζικου" παλατιού προτίμησα να ανασυστήσω την ανάμνηση ενός τοπίου έξω από την πύλη αρχαίας πόλης».
Εκτός από τον Αντρέι Σερμπάν και τη Χλόη Ομπολένσκι, τη δραματουργία υπογράφει η Ντανιέλα Βιολέτα Ντίμα, τη χορογραφία η Κέιτ Φλατ, με βοηθό τη Γεωργία Τέγου, τους φωτισμούς οι Ζαν Καλμάν και Σιμόν Τροττέ. Οι καταξιωμένοι ερμηνευτές όπερας, Έλληνες και ξένοι, κατανέμονται σε δύο διανομές των ρόλων. Στον ρόλο της Τουραντότ οι υψίφωνοι Λιζ Λίστρομ και Κάθριν Φόστερ. Κάλαφ οι τενόροι Αρσέν Σογκομονιάν και Ρικάρντο Μάσσι. Λου, οι σοπράνο Τσέλια Κοστέλο και Μαρία Κοσοβίτσα. Τιμούρ, ο Τάσος Αποστόλου. Την ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο Ιταλός αρχιμουσικός Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι.
*Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το βιβλίο της «“Ψυχή ντυμένη αέρα” – Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου: Η μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.