«Οι γραφομηχανές άστραφταν κάτω από τα φώτα νέον, και ο Φίλιππος είχε την αίσθηση ότι τα πληκτρολόγιά τους τον περιγελούσαν: το μέτωπο των γραμμάτων μεταμορφώθηκε σ' ένα σαρκαστικά χάσκον στόμα, απ' όπου η αλφάβητος, σαν γυμνωμένη οδοντοστοιχία, ορμούσε να τον γραπώσει. Δεν ήταν συγγραφέας ο Φίλιππος; Κυρίαρχος των γραφομηχανών; Ένας ταπεινωμένος κυρίαρχος! Αν άνοιγε το στόμα του, αν έλεγε τη μαγική λέξη, θα άρχιζαν να κροταλίζουν: πρόθυμοι υπηρέτες. Ο Φίλιππος δεν ήξερε τη μαγική λέξη. Την είχε ξεχάσει. Δεν είχε τίποτα να πει. Δεν είχε τίποτα να πει στους διαβάτες εκεί έξω. Οι άνθρωποι ήταν καταδικασμένοι. Αυτός ο ίδιος ήταν καταδικασμένος. Ήταν καταδικασμένος με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ήταν οι διαβάτες. Όμως ήταν κι αυτός καταδικασμένος. Οι συγκυρίες είχαν καταδικάσει αυτόν τον τόπο.»
Μία μέρα στο Μόναχο του 1951 πληθώρα ανθρώπων διασταυρώνονται τυχαία αγνοώντας πώς αυτές οι συναντήσεις θα αλλάξουν ριζικά το πεπρωμένο τους. Στις σκηνές του μυθιστορήματος, οι οποίες θυμίζουν κινηματογραφικά στιγμιότυπα, οι ήρωες λειτουργούν σαν ηθοποιοί που γνωρίζουν καλά τον ρόλο τους, όμως αυτοσχεδιάζουν διαρκώς, αγνοώντας συστηματικά το σενάριο. Είναι άνθρωποι που προσπαθούν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, να ξεφύγουν από τον κόσμο στον οποίο ζουν, αναζητώντας ανακούφιση στα όνειρα και τις αναμνήσεις τους.
Με την πρωτοποριακή γραφή του, ο Koeppen μας μυεί στην ατμόσφαιρα της αβεβαιότητας, του φόβου, αλλά και μιας υπόγειας ζωτικότητας που είχε αρχίσει να αναδύεται μέσα από τα ερείπια της ηττημένης Γερμανίας σε ένα μυθιστόρημα που συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα έργα της γερμανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας.