Ένα σπίτι είναι κάτι πολύτιμο...
Στην ολλανδική επαρχία επικρατεί ησυχία. Οι κρατήρες από τις βόμβες έχουν καλυφθεί, τα κτίρια έχουν ανοικοδομηθεί, ο πόλεμος έχει πια τελειώσει. Η Ίζαμπελ μένει μόνη στο άδειο σπίτι της μακαρίτισσας της μητέρας της ακολουθώντας μια αυστηρή και απολύτως πειθαρχημένη ρουτίνα. Τα πάντα όμως αλλάζουν όταν ο μεγάλος αδερφός της Λούις φέρνει την άχαρη καινούργια φιλενάδα του, την Εύα, να μείνει λίγο καιρό στο σπίτι μαζί της ως φιλοξενούμενη.
Η Εύα είναι το αντίθετο της Ίζαμπελ: κοιμάται αργά, ξυπνάει αργά, κάνει φασαρία και αγγίζει πράγματα που δεν θα έπρεπε. Έτσι, σιγά σιγά η οργή της Ίζαμπελ φουντώνει τόσο, που φτάνει στα όρια της εμμονής. Όταν λοιπόν αρχίζουν να εξαφανίζονται διάφορα αντικείμενα από το σπίτι -ένα κουτάλι, ένα μαχαίρι, ένας χαρτοκόπτης-, οι υποψίες της πληθαίνουν και δεν εννοεί να αφήσει την Εύα σε ησυχία. Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού η παράνοια δίνει τη θέση της σε ένα μυστήριο που ανατρέπει όλα όσα ήξερε η Ίζαμπελ. Ούτε η Εύα ούτε το σπίτι είναι αυτό που φαίνονται. Τελικά ο πόλεμος μπορεί να μην έχει πραγματικά τελειώσει... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)