"Ε, λοιπόν, σας ομολογώ, και θα ήθελα να με πιστέψετε, ότι αυτή η κατάντια με έκανε να γελάσω, λες και μου συνέβαινε κάτι το αστείο. Κάθε μέρα ένας καινούργιος πόνος, ένα καινούργιο μαρτύριο, όλα μαζί να επιτίθενται σε ένα εξαντλημένο σώμα. Αμάν πια, είστε κι άλλοι; Πόσοι ακόμα; ανέκρινα νοερά τους πόνους μου. Ήταν το πείσμα ενός ελέφαντα ενάντια σε ένα ποντίκι". Στο Φωτεινό άντρο, ο αφηγητής μιλάει για τη ζωή του, τη δεκαετία του 1930, στο θεραπευτήριο του Μπερκ, στη Γαλλία, ή στο Λεζέν της Ελβετίας, με την υπέροχη θέα της κοιλάδας του Ροδανού. Οι αυτοβιογραφικές αναφορές συνδέουν τον Μπλέχερ με τη λογοτεχνία των σανατορίων, ωστόσο, καθώς το σώμα φθίνει από την αρρώστια, ανθίζει η εσωτερικότητα, νέοι χώροι ανακαλύπτονται στο εγγύς εξωπραγματικό. Οι χαρακτήρες του εγκαθίστανται μέσα στη συμφορά και η ασθένεια μετατρέπεται σε πλεονεκτικό σημείο θέασης του κόσμου πέρα από το αστραφτερό του περίβλημα. Τελευταίο μέρος της τριλογίας, μετά τα Περιστατικά στο εγγύς εξωπραγματικό και τις Επουλωμένες καρδιές, το Φωτεινό άντρο είναι το κύκνειο άσμα του Μαξ Μπλέχερ. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)