Ένας άνθρωπος, ο αφηγητής του βιβλίου, μετακομίζει από κάποια πρωτεύουσα σε μια απομακρυσμένη πόλη κοντά στα σύνορα, όπου σκοπεύει να περάσει τα τελευταία χρόνια του βίου του. Έχει φτάσει η ώρα, πιστεύει, να αναστοχαστεί πάνω στα λάφυρα μιας ζωής θέασης και παρατήρησης. Ποιες εικόνες, ποια άτομα, ποια κείμενα, ποιοι φανταστικοί χαρακτήρες, ποιες αναπαραστάσεις και ποιοι στίχοι θα επιβιώσουν στο λυκόφως; Μια μαυρομάλλα γυναίκα με μελαγχολική έκφραση; Ένα προγονικό σπίτι στην ύπαιθρο; Τα ποικίλα χρώματα σε ημιδιαφανή τζάμια; Νιώθοντας μια όλο και πιο επιτακτική ανάγκη να χαρτογραφήσει το ίδιο του το μυαλό, ο άντρας αρχίζει να ταξινομεί έναν εσωτερικό θησαυρό, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει πού θα τον οδηγήσει αυτή η ιδιότυπη διαδικασία. Η "Μεθόριος" συνιστά έναν υπνωτιστικό, λεπτομερή, ακριβή και αυτοκριτικό «απολογισμό» στη μεγάλη πορεία ενός μανιώδους αναγνώστη και διστακτικού εραστή, ενός μύστη της «νοητικής εικονογραφίας» και αφοσιωμένου πιστού - όχι όμως πιστού στις κοινοτοπίες της θρησκείας, αλλά μάλλον στις διεργασίες της μνήμης και της σεσημασμένης συντρόφου της, της λογοτεχνίας. Αυτό είναι πιθανώς το ύστατο έργο μυθοπλασίας του Αυστραλού συγγραφέα, ένα κόσμημα αντίληψης, εκτέλεσης και αισθητικής. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«[Για τον Τζέραλντ Μαρνέιν] η πρόσβαση στον άλλο κόσμο -έναν κόσμο διακριτό και κατά πολλές απόψεις καλύτερο από τον δικό μας- δεν κερδίζεται από καλά έργα ή τη Θεία Χάρη, αλλά από μια άνευ όρων παράδοση στη μυθοπλασία». (Τζ. Μ. Κούτσι, New York Review of Books)
«Διαβάζοντας Μαρνέιν, σε ενδιαφέρει λιγότερο τι συμβαίνει στην ιστορία και περισσότερο τι σκέφτεσαι καθώς τη διαβάζεις. Η γραφή του δημιουργεί εικόνες στο μυαλό του αναγνώστη και τον κρατάει μέσα σε έναν κόσμο όπου σε κάθε καμπή παρακινείται να στρέψει την προσοχή του σε αυτές τις φευγαλέες εικόνες».
(New York Times)
«Ο Μαρνέιν ενδιαφέρεται να διερευνήσει ποιο μέρος της ανθρώπινης συνείδησης -των αισθήσεων, των συναισθημάτων- θα μπορούσε ενδεχομένως κανείς να μοιραστεί και ποιο μέρος είναι απαραβίαστα ατομικό, μια ιδιωτική επικράτεια». (Μπεν Λέρνερ)
«Μια λογοτεχνική ιδιοφυΐα στο επίπεδο του Σάμιουελ Μπέκετ». (Τέτζου Κόουλ)