Το Πηγάδι του Χουάν Κάρλος Ονέτι θεωρείται το πρώτο έργο λατινοαμερικάνου συγγραφέα που συνδυάζει στοιχεία Υπαρξισμού κι Υπερρεαλισμού, ένα σημείο αναφοράς όλης της μετέπειτα λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας και, ειδικότερα, της λεγόμενης «λογοτεχνίας της απομάγευσης». Κλεισμένος σ' ένα μικρό διαμέρισμα, ο Ελάδιο Λινασέρο εποπτεύει τον κόσμο γύρω του, αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις του. Άλλοτε αφηγείται στιγμιότυπα από τον κόσμο των πραγματικών γεγονότων κι άλλοτε διηγείται τις εξωπραγματικές περιπέτειες που τον επισκέπτονται απρόσκλητες στα νυχτερινά του όνειρα. Κι όταν καταφέρνει να τις εκμυστηρευτεί μονάχα σε δύο ανθρώπους, διαπιστώνει πως δεν υπάρχει κανείς γύρω του με καθαρή ψυχή, κανείς μπροστά στον οποίο μπορεί να ξεγυμνωθεί χωρίς να νιώσει ντροπή. Κεντρικό μοτίβο αυτών των περιπετειών είναι οι πολυδιάστατες πτυχές του έρωτα, εξαιτίας των οποίων ο Λινασέρο είτε μισεί είτε λατρεύει το γυναικείο φύλο. Η γυναίκα στο Πηγάδι μοιάζει με την τελευταία Μεγάλη Ιδέα, από την οποία ακόμα κι ένας αιρετικός, μηδενιστής κι αποσυνάγωγος συγγραφέας, σαν τον Ονέτι, δεν καταφέρνει ν' αποστασιοποιηθεί. Ο Λινασέρο, παρότι αδυνατεί να αγαπήσει τη ζωή και τον άνθρωπο έτσι όπως ακριβώς είναι, εντέλει, είναι ο ίδιος ένας ποιητής εν αγνοία του. Διότι μέσα στο απόλυτο υπαρξιακό του μηδέν, μόνον αυτός καταφέρνει να συλλάβει την ποιητική διάσταση της νύχτας, που τον τυλίγει σιγά σιγά και τον εκμηδενίζει.
«Οι παράξενες εξομολογήσεις του Ελάδιο Λινασέρο. Χαμογελάω γαλήνιος, ανοίγω το στόμα μου, τρίζω τα δόντια μου με δύναμη και δαγκώνω γλυκά τη νύχτα. Όλα είναι μάταια και πρέπει τουλάχιστον να έχεις το θάρρος ν' αποφεύγεις τα προσχήματα. Θα ήθελα να μπορούσα να καρφώσω τη νύχτα πάνω στο χαρτί, σαν να ήταν μια μεγάλη νυχτερινή πεταλούδα. Αντί γι' αυτό όμως, ήταν η νύχτα που με ανύψωσε από τα νερά της, σαν το μπλάβο σώμα ενός νεκρού, και τώρα με σέρνει, αδυσώπητη, μέσα από τους κρύους και ονειρώδεις αφρούς της, ενώ αυτή κείτεται από κάτω». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)