"ΟΛΗ ΤΟΥ Η ΖΩΗ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ΜΙΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΑΝΑΜΟΝΗ ΜΕΣΑ Σ' ΈΝΑΝ εγκαταλειμμένο τηλεφωνικό θάλαμο μπροστά στο ακουστικό ενός τηλεφώνου απ' το οποίο δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει πουθενά".
Ωστόσο βγαίνει από εκεί, κυρίως χάρη στην ποίηση. Γιατί είναι ποιητής. Τον έχρισε πρώτα η μητέρα του, που σκηνοθετεί από πριν τη ζωή του, και τον βαφτίζει Γιάρομιλ, "που σημαίνει αυτός που αγαπάει την άνοιξη ή αυτός που τον αγαπάει η άνοιξη".
Ο Γιάρομιλ μεγαλώνει, κουβαλώντας σαν σημάδι στο μέτωπο τη μητρική αγάπη, αυτήν "που απωθεί τη συμπάθεια των συμμαθητών" στο σχολείο, απέραντα μόνος, αδέξιος με τα κορίτσια. Και αναζητεί απεγνωσμένα την ωρίμανσή του και την αναγνώριση, από την ποίηση, αλλά πιο πολύ από τη ζωή. Έτσι, αρπάζεται από την εποχή, τα πρώτα κομμουνιστικά χρόνια στην Τσεχοσλοβακία - όπου βαδίζει και αυτός, ακολουθώντας την κοινή άλλωστε ανθρώπινη μοίρα, μέσα στην ομίχλη, όπως το διατυπώνει ο ίδιος ο Κούντερα στις υστερότερες "Προδομένες διαθήκες" του. Μέσα στην ομίχλη ο Γιάρομιλ δεν γίνεται απλώς εκφραστής της νέας εποχής και του καθεστώτος, αλλά φτάνει να γίνει καταδότης. Γιατί πάντα αναζητεί τη ζωή, που όμως είναι πάντοτε αλλού από εκεί που την αναζητεί αυτός. Έτσι όπως ήταν αλλού και για τον Σέλλεϋ, τον Ρεμπώ, τον Λέρμοντοφ, τον Μαγιακόφσκι.
Παιδική ηλικία, μητρότητα, επανάσταση, η ίδια η ποίηση, αξίες ταμπού, διαβρώνονται μεθοδικά από την ειρωνική ματιά και το χιούμορ του Κούντερα, χωρίς όμως να λείπει η τρυφερότητα, ακόμα και η συγκίνηση, έτσι όπως τις γεννά η βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης μοίρας που διακρίνει όλο το έργο του συγγραφέα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)