Ο Μίρεκ που αναζητεί τα γράμματα που είχε γράψει στην παλιά ερωμένη του, προσπαθώντας νε ελέγξει το παρελθόν του, η Τάμινα που αυτοεξόριστη στη Δύση επιχειρεί να σώσει την εικόνα του νεκρού άντρα της από τη λήθη, ανακαλώντας τα ονόματα που της έδινε, ο χορός του Ελυάρ στον ουρανό πάνω από την Πράγα που στέλνει στην αγχόνη τους πολιτικούς της αντιπάλους, ο Κούντερα που γράφει με ψευδώνυμο ωροσκόπια για να επιζήσει, είναι μερικές από τις διαφορετικές ιστορίες που διασταυρώνοντα σ' αυτό το "μυθιστόρημα για το γέλιο και τη λήθη, για τη λήθη και την Πράγα, για την Πράγα και τους αγγέλους".
"'Οταν τελείωσα το Βαλς του αποχαιρετισμού, αρχές της δεκαετίας του '70, θεώρησα πως είχε ολοκληρωθεί η συγγραφική μου σταδιοδρομία. Ήταν η περίοδος της ρωσικής κατοχής και η γυναίκα μου κι εγώ είχαμε άλλες έγνοιες. Ξανάρχισα πια να γράφω ένα χρόνο μετά την άφιξή μας στη Γαλλία (και χάρη στη Γαλλία), έπειτα από εξάχρονη πλήρη διακοπή" γράφει ο Μίλαν Κούντερα στις Προδομένες διαθήκες για τη γέννηση του Βιβλίου του γέλιου και της λήθης. 1968, εισβολή των ρωσικών τανκς στην τότε Τσεχοσλοβακία, 1975 ο Κούντερα, που του απαγορεύεται και εκδίδει του έργο του αλλά και να εργάζεται, αυτοεξορίζεται στη Γαλλία, 1978 κυκλοφορεί το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης, και αμέσως μετά, το 1979, του αφαιρείται η τσέχικη υπηκοότητα. Δύο χρόνια αργότερα ο Κούντερα παίρνει τη γαλλική υπηκοότητα. Μόνιμα εγκατεστημένος πια στο Παρίσι, Γαλλοτσέχος συγγραφέας, όπως δηλώνει ο ίδιος, αρχίζει από ένα σημείο και μετά να γράφει στα γαλλικά, και, αναθεωρώντας όλες τις προηγούμενες μεταφράσεις των έργων του, συγκροτεί ένα γαλλικό corpus. Το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης βρίσκεται έτσι στο μεταίχμιο της συγγραφικής δράσης αλλά και της προσωπικής ζωής του Κούντερα, και αποτελεί ίσως το πιο ιδιόμορφο έργο του, ένα μυθιστόρημα-παραλλαγές, σύμφωνα με το δικό του πάλι χαρακτηρισμό, που συναντά την "μπετοβενική στρατηγική των παραλλαγών" και συναρμόζει αριστοτεχνικά διήγημα, δοκίμιο, φαντασία και αυτοβιογραφία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)