ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΛΕΕΙ ΚΑΛΗΜΕΡΑ
Στο μεταξύ τα μάτια του κυνηγούνε σύγνεφ' ασημόχρωμα
σ' έναν διάφανο ουρανό πάνω απ' την Αίγινα
της απόλυτης χαροποιού διαύγειας
ασπρομάλλης πια κι ασπρογένης
διασχίζει νοερά
καθώς θύει σε σιγαρερέττ' απανωτά
παλιές ναρκοθετημένες ζώνες
αφήνοντας στην άκρη τώρα τον Έλβις
και σιμώνοντας
τον Χασάν Ιμπν Σαμπάχ
τον Γέρο του Βουνού
όπως ο Μπάροουζ
στον τόπο των Νεκρών Δρόμων
σίμωσε τον Τόμας Ντε Κουΐνσυ
καθισμένο με βλέμμα γαλάζιο
απλανές, κενό
στη βελούδινη πολυθρόνα
του χαρτογραφημένου χάους
πίνοντας βαθύχρωμο άλικο μπράντυ
από του Κέρουακ το calix [...]
[Από την έκδοση]