Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΥΔΩΝΙΟΣ
Βασιλιάς Κυδώνιος: Αξιωματούχοι μου σπουδαίοι, Καναβούριε,
Ξυλοτζιτζίβερε και Φάσουλε και Ρόδιε,
Κίτρε, Δαμάσκηνε και Φρύγιε και Νεράτζη,
κι εσείς Κρεμμύδιε και Μαρούλιε και Καστάνιε,
Μούσμουλε, Πέπερε, Καρύδιε και Σπανάκιε,
η Ελαία ζήτησε να στήσουμε κριτήριο
για να δικάσουμε τον Οίνο σαν προδότη.
Φρονώ, καλύτερα ν' ακούσουμε την ίδια.
Ελαία: Πριν για τον Οίνο σού μιλήσω, θέλω μόνο
πόσο καλά σ' υπηρετώ να σου θυμίσω:
Σαν βασιλιάς μεγάλος έγινες του κράτους,
με το δικό μου μύρο σ' έχρισα, Κυδώνιε,
καθώς παλιά και τον Δαυίδ στην Ιουδαία.
Κι όταν γυρίζεις πληγωμένος απ' τη μάχη
ή όταν ελάφια κυνηγάς μες τα ρουμάνια,
ποιος στοργικά με λάδι αλείφει τις πληγές σου; [...]
Ο Οίνος πού 'καμες και Μέγα Λογοθέτη!
Το νου με ψεύτικη ευθυμία σού θολώνει
και λες αυτά που αλλιώς δεν θά 'λεγες ποτέ σου
και γίνεσαι έτσι του εαυτού σου εσύ προδότης.
Κι όταν εσύ κοντά δεν είσαι, αυτός γελώντας
κυνήγι στήνει και πλανεύει τα κορίτσια. [...]
Οίνος: Πάντα η Ελαία με φθονούσε φθόνο μέγα,
γιατί είμαι ασίκης και χαρούμενος κι αρέσω.
Δούλες κι αρχόντισσες πλαντάζουνε για μένα
κι από καιρό ζητά να σμίξουμε κι εκείνη,
μα το κρασί ποτέ δε σμίγει με το λάδι. [...]
[Από την έκδοση]