Οι λέξεις έχουν γένος. Συχνά αποτελούν εράσμιες εναντιώσεις. Ακίνητες ή αεικίνητες μπορούν να μας περιπαίζουν. Πύρινες, αέρινες, υδροχαρείς, αιθέριες ή γήινες, άπαξ και σε συναντήσουν, αδύνατον να διαφύγεις. Κάποια νύχτα, συναντήθηκα με την λέξη «αηδονία». Συστηθήκαμε. Με ρώτησε τί σκέφτομαι γι' αυτήν. Σιώπησα για λίγο. Την αμφίστομη ίσως, χαρμολύπη, είπα, από το τραγούδι του αηδονιού. Την λεπταίσθητη και ευπαθή αρχή μιας σχέσης μυστικής και ανεπανάληπτης.
Αηδονία: φιλοσοφικός ορός που δηλώνει μια μέση κατάσταση μεταξύ αλγηδόνας και ηδονής. Ο όρος αποδίδεται στην Κυρηναϊκή Σχολή και μάλιστα στον ιδρυτή της Αρίστιππο (435-355 π.Χ.), μαθητή του σοφιστή Πρωταγόρα και του Σωκράτη. Κανένα σύγγραμμα του Αρίστιππου δεν έφτασε στις ημέρες μας. Την διδασκαλία του την συνέχισε η κόρη του, Αρήτη, η οποία μάλιστα μύησε και τον γυιό της στην φιλοσοφία του πάππου του, και γι' αυτό ονομάσθηκε Αρίστιππος ο μητροδίδακτος. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)