Στάθηκα για λίγο στο κατάστρωμα και είδα το κύμα να σκάβει μέσα στον εαυτό του. Κράτησα ένα καλοκαίρι στα χέρια μου και ξαφνικά έγινε κρύο. Η εύκρατη ζώνη πηγαίνει σαν ρίζα τυφλή προς τη φλέβα ή προς το αδιασάλευτο βάραθρο που μας χωρίζει. Ανάθημα στο πουλί που πέταξε από τα λιμνάζοντα νερά ενός στρογγυλού ποταμού και στον άνθρωπο που με γυμνά χέρια ακούμπησε το πρόσωπό του αγγίζοντας τον άλλον.
... μας πονούσαν οι νύχτες στα κόκκαλα
κι αυτόν τον τρόπο διαλέξαμε
να χυθεί η οδύνη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)