Καθώς ο ήλιος με όψη πορφυρή
Τη δακρυσμένη μέρα αποχαιρετά,
Ο ροδαλός Άδωνις τον πιέζει να βιαστεί
Του κυνηγιού εραστής, τον έρωτα περιγελά.
Η ερωτευμένη Αφροδίτη βιαστική.
Σαν παράτολμος μνηστήρας τον πολιορκεί.
"Τρισομορφότερε από μένα", ξεκινά.
"Πρώτο άνθος του αγρού, πλάσμα μοναδικό,
Που τις νύμφες επισκιάζεις σ' ομορφιά,
Πιο κόκκινο από ρόδο, από περιστέρι πιο λευκό,
Όταν σ' έφτιαξε η φύση έβγαλε διαταγή,
Ο κόσμος να τελειώσει μόλις χαθείς εσύ.
"Για καταδέξου, θαύμα, να κατεβείς απ' τ' άλογό σου
Και το ωραίο κεφάλι του να, δέσε εδώ κοντά,
Αυτή τη χάρη αν μου κάνεις, το έπαθλό σου
Θα 'ναι να μάθεις χίλια μυστικά γλυκά.
Έλα κάθισε εδώ, που φίδι δεν περνά.
Και μόλις βολευτείς, θα σε πνίξω στα φιλιά. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)