ΟΣΤΡΑΚΑ
Ολόκλειστο σε γνώρισα, σαν στρείδι,
βουλιάζοντας σοτν πιο βαθύ βυθό.
Κι εκεί που ετοιμαζόμουν να πνιγώ
σε είδα, στ' όστρακό σου, Ευριπίδη.
Και σκέφτηκα στο φως να σ' ανασύρω·
μα ίσως εσύ να τράβηξες εμένα
με δύναμη, απ' τον άβατο πυθμένα
και μ' έσυρες -ή εγώ σε παρασύρω-;
από το χρώμα τ' άφωτο, το μαύρο
που 'χαμε τόσα χρόνια κατοικήσει
και που 'γινε η δεύτερή μας φύση.
Μα τ' όστρακο θ' ανοίξω κι ίσως θα βρω
ν' αστράφτει, όλο δόξα κι όλο χάρη,
το μέσα σου ακριβό μαργαριτάρι.
[Από την έκδοση]