Ένας άντρας περιδιαβαίνει το κέντρο της πόλης κρατώντας σφιχτά την κούτα με τα δώρα που σχεδιάζει να στείλει στην άλλη άκρη της χώρας, στον Α., τον επτάχρονο γιο του. Πολλές φορές θα αντιμετωπίσει το Μούδιασμα. Πολλές φορές θα πέσει και θα σηκωθεί μέσα στον αγώνα του με αυτή τη φευγαλέα νεκρότητα που διαπερνά το σώμα του και η οποία έχει το πρόσωπο των ίδιων των ανθρώπων: της ανθρώπινης απόστασης που μεσολαβεί ανάμεσα στην αγάπη πατέρα και γιου.
«Προσπάθησαν άραγε να δουν αν χρειαζόταν βοήθεια; Τον πέρασαν μήπως για νεκρό και θέλησαν να το επιβεβαιώσουν; Να τι είναι όμως έτσι κι άλλως το Μούδιασμα: μια παράσταση όπου εσένα σου έχει δοθεί ο ρόλος του νεκρού. Όπου ο προβολέας ρίχνει πάνω σου το μεταθανάτιο φως. Όπου οι θεατές μπορεί να αγανακτήσουν αν δεν παίζεις σωστά. Γιατί και πώς περπατάς αν είσαι νεκρός; Πώς κάνεις όσα κάνεις, πώς υπάρχεις λες κι είσαι ακόμη ζωντανός; Αδύνατον να τους πείσεις ότι το μυαλό αφήνει στο σώμα μια ελάχιστη υποστηρικτική λειτουργία ενώ συγχρόνως το διατάζει: "Όπου να ’ναι θα πεθάνεις". Αδύνατον να πείσεις κάποιον θεατή ότι, παρά το παραπλανητικό θέαμα, κάτι τότε σε πεθαίνει. Αδύνατον ακόμα και να μιλήσεις, αφού, περνώντας κι εσύ τον εαυτό σου για νεκρό, φαίνεται και σ’ εσένα αφύσικο το θέαμα ενός νεκρού που μιλάει. Μόνο αν κάποιος θεατής έχει τύχει να μουδιάσει στη ζωή του θα μπορέσει να σ’ ακούσει χωρίς εσύ να μιλήσεις. Δεν ήταν όμως τέτοιοι οι άνθρωποι που στάθηκαν τότε στο τζάμι». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)