Γέρασε η Τσιτσιμπού -η θρυλική ρεμπέτισσα, η φωνή που γέμιζε κέντρα, και ράγιζε ποτήρια και καρδιές- κι αναρωτιέται αν έμεινε κανείς να τη θυμάται.
Κι έτσι, οπλισμένη μ' ένα κασετοφωνάκι, αρχινά να λέει την ιστορία της, για να ξορκίσει τη λήθη.
Θυμάται τη φρίκη της Κατοχής, την ορφάνια, την αδέσποτη καλοσύνη, τη μέρα που το σπάνιο λαρύγγι της φανερώθηκε σαν θαύμα, το αναπάντεχο σουξέ του Τσιτσάνη, που της άνοιξε την πόρτα της δόξας.
Κι έπειτα... Έρωτες που έσβησαν σαν τα φώτα της πίστας το χάραμα, φίλοι που χάθηκαν στην ομίχλη του χρόνου.
Μα η Τσιτσιμπού δεν το βάζει κάτω: η τρυφερότητα παραμονεύει παντού. Τα όνειρα δεν γερνάνε.
Ένας σύγχρονος μύθος για μια μυθική τραγουδίστρια, μια φωνή γεννημένη από πόνο και σεβντά, μια φωνή ζωής και θανάτου, και για το μαγικό της πέρασμα μέσα απ' την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. (Από τον εκδότη)
«Έτσι, όσο κι αν φάνταζε άκαρδο να φτερουγίζει μέσα μου η ελπίδα όταν είχα μπρος μου ολημερίς τη μαύρη απελπισιά, περίμενα πώς και τι τις βίζιτες του Σοφοκλή, που μου 'φερνε μαντάτα απ' τον κόσμο της μουσικής. Ως τις αρχές του Μάη, ο δίσκος είχε πιάσει τα δέκα χιλιάδες κομμάτια, κι ένα σωρό δημοσιογράφοι και συνθέτες ρώταγαν όλο περιέργεια ποια ήταν αυτή η Τσιτσιμπού, ενώ ο Χαραμόπουλος λάβαινε κάθε τόσο προτάσεις από ιδιοχτήτες κέντρων που 'θελαν να μ' ακούσουν, και να με βάνουν στο πρόγραμμα.
Μα, η αλήθεια να λέγεται, στο σπίτι δεν με κράταγε μόνο η λύπη για τον κυρ Θόδωρα. Τα χρόνια κείνα, τα μπουζουξίδικα δεν διαφέρανε πολύ απ' τους κακόφημους τεκέδες που 'χαν γεννήσει το ρεμπέτικο. Ήτανε μέρη επικίνδυνα -λίγο το πιόμα, λίγο ο νταλκάς της μουσικής, λίγο το χασίσι, συχνά ξεσπούσαν άγριοι καυγάδες, άντρες μ' αγριεμένο μάτι σπάγανε μπουκάλια, άνοιγαν πεταλούδες, κι ορμούσαν να σφαχτούν. Μες στη σούρα και την ντάγκλα τους, ήταν ικανοί να μουντάρουν ακόμα και τους μουσικούς, κι ιδίως για τις γυναίκες, κάθε π' ανέβαινες στο πάλκο, έπαιζες με την τύχη σου: σφυρίγματα, φωνές, «Δείξε μας τα μπούτια σου, μωρή!». Τον περασμένο χρόνο, να φανταστείς, κάτι αληταριά είχανε σπάσει στο ξύλο την Μπέλλου, επειδής στον πόλεμο ήταν αντιστασιακιά. [...]» (Από την έκδοση)