Πέρασαν εφτά χρόνια: σ' αγαπούσα· ήταν ο μοναδικός τρόπος να σε βλάψω. Ζούσες νωχελικά, εγώ έτρεχα: δεν διασταυρωνόμασταν ποτέ. Σκεφτόμουν τον θάνατο, τα μεγάλα, μαύρα καράβια της κόλασης. Ακόμα και στη σιωπηλή, την εφτάχρονη θλίψη, όταν ταξίδευα ανάμεσα στα γυάλινα σπίτια, στις πολιτείες των φραγκισκανών αδελφών και στις μητροπόλεις των μεγιστάνων, άκουγα τις δονήσεις του σύμπαντος, τους ήχους της κούφιας γης: έλεγα, αν ποτέ λάβω ένα γράμμα, σαν εκείνο που έγραψε ο Τζέφρι Φέρμιν στην Υβόν κάτω από το ηφαίστειο Ποποκατεπέτλ -αν ποτέ- τότε όλα τούτα, ο ίλιγγος, τα μακρινά βάθη και τα σπειράματα θ' αποκτήσουν ήχο· θ' αποκτήσουν νόημα. Τέτοιο γράμμα δεν έλαβα: οι θεοί έφυγαν· τα κάστρα τους σαπίζουν -ό,τι αγαπήσαμε μας κοιτάζει χωρίς να μας βλέπει.