«...φτάνει ψηλά, στα ενετικά τείχη, ψυχή τριγύρω, σβήνει τη μίζα, κατεβάζει τη στέκα, ξεπεζεύει, ανάβει τσιγάρο, κάθεται σε μια τάφρο ύψους δεκαπέντε, μπορεί και είκοσι μέτρων, κάτω το χάος, "άμα φουντάρω, θα γίνω αλοιφή", σκέφτεται, άγριο φλερτ με τον γκρεμό, η καρδιά του πολυβόλο, ακούγονται οι κρότοι της σ' ολόκληρη την πάθη, φουμάρει δίχως αύριο, "ρούφα μέχρι να φτάσει στις πατούσες", τον είχαν συμβουλέψει τις πρώτες φορές που γυρνούσε ο μπάφος, έτσι το κατέβαζε τώρα, μπορεί και να 'ναι το τελευταίο του τσιγάρο...»
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ο Μανόλης έχει ξεμείνει με πέντε ευρώ στην τσέπη, ενώ η παρέα του ετοιμάζεται για το σκυλάδικο. Προφασίζεται το άσθμα του και επιστρέφει στο πατρικό με σκοπό να βρει το κομπόδεμα της μάνας του. Σε λίγες μέρες παρουσιάζεται φαντάρος, όλο και κάτι θα του 'χει βάλει στην άκρη. Το σπίτι άδειο και σκοτεινό.
Η Μαρία κάπου θα ξεφαντώνει. Ο Σήφης, ο πατέρας του, έτσι κι αλλιώς, απών. Ξεψαχνίζοντας το σπίτι στη Νέα Ελαία, καταλήγει στο πατάρι όπου ανακαλύπτει καταχωνιασμένο το αμαρτολόγιό της. Το άλλο πρόσωπο της μητέρας φανερώνεται. Το μυαλό του κρασάρει. Ο χρόνος σκαλώνει. Η έλευση του νέου έτους αναβάλλεται. Αλλά ποιου έτους;