"Η γιαγιά η Ανάστα, απ' τα χωριά της Σπάρτης, νεαρή χήρα, ο λόγος ο Εμφύλιος, μετά τη λήξη του, με τον εξάχρονο πατέρα μου, περπάτησαν δεκαέξι μέρες προτού πατήσουν τα χώματα της Αλβανίας εξαντλημένοι..." αφηγείται η νεαρή Ευρυδίκη, κόρη πολιτικών προσφύγων. "...Στον πέμπτο χρόνο φύγανε. Τασκένδη. Τελευταίος και θαλπερός σταθμός. Εκεί παντρεύτηκαν οι γονείς μας. Εκεί γεννηθήκαμε εμείς τα τρία παιδιά. Ζούσαμε καλή ζωή..."
Η Ευρυδίκη φανερώνει τον αθέατο, βουβό καημό της: οικογενειακή οδύσσεια ετών με ταλαιπωρίες, αγώνες, προσδοκίες, διαψεύσεις και με τον πόθο του νόστου. Περίμεναν με λαχτάρα τον επαναπατρισμό.
Η παλιννόστηση άρχισε με την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Μαζί και η οικογένεια της Ευρυδίκης. Επέστρεψαν με ελπίδες, η καρδιά τους πανηγύριζε. Είχαν αφεθεί στις υποσχέσεις της κυβέρνησης για επαγγελματική τακτοποίηση, στέγη, εκπαίδευση. Λόγια...
Στην Ελλάδα η Ευρυδίκη θα ταπεινωθεί, θα πενθήσει την πρώτη αγάπη της, ο καθηγητής πατέρας θα γίνει εργάτης γης, καθαρίστρια η δασκάλα μητέρα, σπίτι τους μια παλιά αποθήκη, οι συμμαθητές των παιδιών δεν αποδέχονται τους "πρόσφυγες". Όταν μάλιστα ο γιος των "αφεντικών" ερωτεύεται την Ευρυδίκη, οι άκαρδοι γονείς του απομακρύνουν σαν παρίες την οικογένεια. Ο νεαρός, δειλός και αδιάφορος. Καινούρια προσφυγιά η οικογένεια.
Όμως είναι αποφασισμένοι να μείνουν στην πατρίδα. Και μένουν! (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)