Για το μυθιστόρημα του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ «Μια βραδιά με την Κλαιρ» (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Αντίποδες).
Του Νίκου Ξένιου
Γραμμένο στην ηλικία των είκοσι έξι χρόνων (1930), το Μια βραδιά με την Κλαιρ –σε μιαν ακόμα εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου– του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ είναι ένα αφιέρωμα στα ματαιωμένα όνειρα των αρχών του εικοστού αιώνα. Το εξέχον σημείο της ιστορικής αυτής βιογραφίας βρίσκεται στην έκδηλη αδιαφορία του πρωτοπρόσωπου αφηγητή για τα εξωτερικά γεγονότα και η πρόταξη της εσωτερικής, σιωπηρής του εκδοχής της πραγματικότητας εν είδει προσωπικού, σωρευτικού χάρτη καταγραφής της.
Μια απόλυτα υποκειμενική εκτίμηση της εμπειρίας
Ο αφηγητής, ο νεαρός Κόλυα Σοσέντοφ, ξανασυναντά την Κλαιρ, γαλλίδα που γνώρισε δέκα χρόνια πριν, το 1917, τη χρονιά της Ρωσικής Επανάστασης. H θελκτικότητα της Κλαιρ προκύπτει από το «vagabondage» της ζωής και του γάμου της.
Ο αφηγητής, ο νεαρός Κόλυα Σοσέντοφ, ξανασυναντά την Κλαιρ, γαλλίδα που γνώρισε δέκα χρόνια πριν, το 1917, τη χρονιά της Ρωσικής Επανάστασης. H θελκτικότητα της Κλαιρ προκύπτει από το «vagabondage» της ζωής και του γάμου της. Ο σύζυγός της απουσιάζει στην Κεϋλάνη και ο Κόλυα περνά τα απογεύματά του στο σπίτι της: καθώς η Κλαιρ κοιμάται, ο Κόλυα αναπολεί, χωρίς πικρία όμως, τα χρόνια της απουσίας της από τη ζωή του και της διαρκούς, ανεκπλήρωτης επιθυμίας του γι’ αυτήν. Μια σειρά αναμνήσεών του ξαναζωντανεύει, καθώς και η εναργής συνείδηση της φυσικής του ανικανότητας να κατανοεί τις καταστάσεις της ζωής του ενόσω αυτές συμβαίνουν. Σε αναδρομική αφήγηση, οι σκηνές της φοίτησής του στη στρατιωτική σχολή και στο Γυμνάσιο αποδίδονται με μελαγχολία, υπερευαισθησία και ξεχωριστή «μελωδικότητα» των λέξεων. Αντίθετα, τα καλοκαίρια στον Καύκασο, η περιγραφή του δάσους, των παγωμένων ποταμών, του χιονιού, της ζωής των εντόμων, της μορφής του παππού του και οι μνήμες της γνωριμίας του με την Κλαιρ ξεχειλίζουν από ζωή, ενεργητικότητα και αισθησιασμό – παρά το γεγονός ότι ο έρωτάς του για τη νεαρή γαλλίδα δεν είναι ακόμη απόλυτα συνειδητός και πρόκειται να παραμείνει ανανταπόδοτος.
Μια κυνική μορφή/πρότυπο που διδάσκει την απαξίωση της ρέουσας Ιστορίας και των ακαδημαϊκών ιδεωδών, σε μιαν εποχή όπου οι μουζίκοι παίρνουν το «πάνω χέρι» στη Ρωσία.
Ο ανέστιος συγγραφέας μεταθέτει στο στόμα του alter ego αφηγητή του ένα ευρύτερο ζοφερό συναίσθημα απώλειας, όχι μόνο του πολιτιστικού στίγματος με το οποίο είχε ανατραφεί, αλλά και ενός συστήματος αξιών που θα μπορούσαν να νοηματοδοτήσουν την ανθρώπινη ζωή. Δεν είναι τυχαία η απόδοση, στη γαλλική γλώσσα, της απώλειας της παρθενίας της Κλαιρ. Εκκεντρικός, σαρκαστικός, ο διαλογισμός του ερωτύλου Κόλυα διατηρείται, θα ’λεγε κανείς, για δυο λόγους: αφενός, λόγω της απόστασης που αναγκαστικά τηρεί από το εξιδανικευμένο ερωτικό του φετίχ. Αφετέρου, λόγω της μαθητείας του στα λεγόμενα του θείου του. Ο μηδενισμός του θείου Βιτάλι, η έκδηλη απώλεια του νοήματος που τον δίδαξε η ζωή, αλλά και η ελευθεριότητα της σκέψης και η ευστροφία του, τον τοποθετούν «εκτός» ιστορικού χρόνου, καθιερώνοντας μια κυνική μορφή/πρότυπο που διδάσκει την απαξίωση της ρέουσας Ιστορίας και των ακαδημαϊκών ιδεωδών, σε μιαν εποχή όπου οι μουζίκοι παίρνουν το «πάνω χέρι» στη Ρωσία. Σύμφωνα με τα λόγια του θείου Βιτάλι, ο επελαύνων Κόκκινος Στρατός προαλείφεται για την εξουσία, μια και ο Λευκός Στρατός εκπροσωπεί αποκλειστικά την έλλειψη ρομαντισμού και οράματος της μέσης τάξης, των τυχοδιωκτών και των ημι-διανοουμένων που τον επανδρώνουν. Η μεγαλύτερη ευτυχία και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ανθρώπινης ζωής (ακολουθώντας, πάλι, τις συμβουλές του θείου Βιτάλι) είναι η αίσθηση ότι «κάτι καταλαβαίνεις» από την πραγματικότητα που σε περιβάλλει. Βεβαίως, αυτό συνιστά παράγοντα ευτυχίας, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνεις τίποτε απολύτως. Αν σε αυτήν την αίσθηση προστεθεί το συναίσθημα του οστρακισμού από την πραγματικότητα, το αποτέλεσμα είναι ένα συναρπαστικό πάθος για τις φευγαλέες στιγμές καταγεγραμμένης ευτυχίας που πόρρω απέχει από τις ήδη γνωστές εκδοχές της. Το αίσθημα της εγκατάλειψης παγιώνει τις εικόνες σε ένα «εσωτερικό» ταξίδι του στη μνήμη, ένα ταξίδι που τον κρατά ζωντανό.
Αξιωματικοί, γυναίκες, χιόνι και πόλεμος
Η στενή σχέση του ήρωα με τον πατέρα του, η ψυχρή και στιβαρή μορφή της μητέρας του και η διαρκώς επικρεμάμενη σκιά του θανάτου είναι τα κύρια συστατικά της μνήμης του: μιας μνήμης που υλοποιείται με το βίωμα του θανάτου του πατέρα και των δύο αδελφών του και ο τραυματικός χαρακτήρας της οποίας περιορίζεται με συστηματική ενδοστρέφεια και αδιάλειπτο μεμψίμοιρο τόνο.
Στο τελευταίο μέρος της νουβέλας εξιστορείται η περίοδος της θητείας του Κόλυα στον Λευκό Στρατό κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου που προηγήθηκε της Σοβιετικής Επανάστασης. Εδώ, στη σκηνή της αναχώρησης του δεκαεξάχρονου Κόλυα για το μέτωπο, η μελαγχολία επιστρέφει ως κυρίαρχο συναίσθημα. Στο μέτωπο ο αφηγητής ενηλικιώνεται μυούμενος στις έννοιες της γενναιότητας και του φόβου, ώσπου το 1920 φτάνει στην επαρχιακή Σεβαστούπολη, η απελπισμένη ατμόσφαιρα της οποίας αποκαθιστά το αρχικό του ύφος. Η μορφή της επιβλητικής, ολιγόλογης μητέρας έρχεται και επανέρχεται. Η στενή σχέση του ήρωα με τον πατέρα του, η ψυχρή και στιβαρή μορφή της μητέρας του και η διαρκώς επικρεμάμενη σκιά του θανάτου είναι τα κύρια συστατικά της μνήμης του: μιας μνήμης που υλοποιείται με το βίωμα του θανάτου του πατέρα και των δύο αδελφών του και ο τραυματικός χαρακτήρας της οποίας περιορίζεται με συστηματική ενδοστρέφεια και αδιάλειπτο μεμψίμοιρο τόνο.
Με αμιγώς «κινηματογραφική» αφήγηση, το Μια βραδιά με την Κλαιρ διακρίνεται για τη συνειδησιακή του ροή και τη συνεχή μετάπτωση από την απτή πραγματικότητα σε κατασκευές της φαντασίας του αφηγητή, σε μια συνέχεια όπου οι χρονικές στιγμές θραύονται και η διαδοχή τους είναι συγκεχυμένη. Η εξερεύνηση της παιδικής και εφηβικής ηλικίας γίνεται μέσω μιας ραγδαίας αλυσίδας συνειρμών, χωρίς τον συμβατικό χωρισμό του βιβλίου σε κεφάλαια. Το παιχνίδι της μνήμης, η ενδοσκόπηση, το στοιχείο της ψυχικής μόνωσης και τα μοντερνιστικά στοιχεία αυτού του βιβλίου παραπέμπουν στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ, παρά το γεγονός ότι κατά τη δημοσίευσή του ο Γκαζντάνοφ δήλωσε δεν είχε ακόμη διαβάσει τον Προυστ. Επίσης, το βιβλίο παραπέμπει στο νεωτερικό ύφος του Ναμπόκοφ – που ήταν επίσης ρώσος μετανάστης, του οποίου η λογοτεχνία λειτούργησε ως αντίδοτο του συναισθήματος αποξένωσης στη χώρα της διασποράς και της νοσταλγίας της μητρικής κουλτούρας. Η ρευστότητα των εικόνων μιας συνεχούς, αδιάλειπτης αφήγησης, ο εφήμερος χρόνος παραμονής στους «δανεικούς» τόπους που αναφέρει ο συγγραφέας και ο εκπατρισμός αποδίδονται με γλωσσικό πειραματισμό που διαμορφώνει το απολύτως ιδιότυπο, κατά τόπους σκοτεινό, και κατεξοχήν λυρικό ύφος του Γκαζντάνοφ, που διακρίνεται για τον γλυκύ, μετρημένο τρόπο φιλοτέχνησης των εικόνων. Πολλοί τον σύγκριναν με τον Καμύ. Τέλος, κάποιοι κριτικοί συνδέουν το ύφος του βιβλίου με το αφηγηματικό στυλ του νομπελίστα εξόριστου συγγραφέα Ιβάν Μπούνιν στις Σκοτεινές Λεωφόρους (1943).
Ο Γκαϊτό Γκαζντάνοφ |
Πρωτοπόρος του ύφους
Το «Μια βραδιά με την Κλαιρ» χαρακτηρίστηκε από την ευρωπαϊκή κριτική ένα μικρό αριστούργημα, αλλά στη Ρωσία δημοσιεύθηκε μόνο στη δεκαετία του 1990, μετά από την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος.
Η ιδιότητα του Γκαζντάνοφ ως Ρώσου εμιγκρέ που δημοσίευε στην Ευρώπη βάδιζε πλάι πλάι με την έλλειψη ισχυρών πολιτικών πεποιθήσεων που τον χαρακτήριζε. Γεννημένος στην Αγία Πετρούπολη το 1903 και Οσσέτιος στην καταγωγή, ο συγγραφέας υπηρέτησε στον Λευκό Στρατό όταν αυτός εισέβαλε στο Χάρκοβο, την πόλη όπου σπούδαζε. Μετά από την ήττα του Λευκού Στρατού εγκατέλειψε την Κριμαία και μετανάστευσε πρώτα στην Κωνσταντινούπολη κι έπειτα στο Παρίσι, όπου εργάστηκε σε εργοστάσιο της Renault κατά τη δεκαετία του ’20 και ως οδηγός ταξί στην επόμενη δεκαετία. Στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ο Γκαζντάνοφ υπηρέτησε στη γαλλική Αντίσταση, ενώ, μετά από το 1953, και ως τον θάνατό του, εργάστηκε ως παρουσιαστής στο Radio Free Europe παρουσιάζοντας έργα της ρωσικής λογοτεχνίας. Το Μια βραδιά με την Κλαιρ χαρακτηρίστηκε από την ευρωπαϊκή κριτική ένα μικρό αριστούργημα, αλλά στη Ρωσία δημοσιεύθηκε μόνο στη δεκαετία του 1990, μετά από την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος. Το ίδιο συνέβη με το υπαρξιακό του μυθιστόρημα Το φάντασμα του Αλεξάντερ Βολφ (1947, στα ελληνικά και πάλι από τις εκδόσεις «Αντίποδες»). Το βιβλίο είναι χαρακτηριστικό του ενδοστρεφούς όψιμου μοντερνισμού που, παρά το γεγονός ότι απομακρύνεται εμφανώς από τα αφηγηματικά δεδομένα της αστικής λογοτεχνίας της εποχής, η σοβιετική Ρωσία δεν μπόρεσε να τον εκτιμήσει γιατί απείχε παρασάγγας από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
Μια βραδιά με την Κλαιρ
Γκαϊτό Γκαζντάνοφ
Μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου
Αντίποδες 2018
Σελ. 200, τιμή εκδότη €14,00