Για το μυθιστόρημα της Κλαρίσε Λισπέκτορ «Τα κατά Α.Γ. πάθη» (μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου, εκδ. Αντίποδες).
Του Διονύση Μαρίνου
Με το επαναληπτικό και άκρως ενεργητικό «ψάχνω, ψάχνω» εκκινεί το μυστικιστικό μυθιστόρημα της Κλαρίσε Λισπέκτορ Τα κατά Α.Γ. πάθη. Με το επαναληπτικό, κρουνηδόν αποκαλυπτικό «Η φρίκη, η φρίκη» κλείνει το στόμα του διαπαντός ο συνταγματάρχης Κουρτζ στην Καρδιά του Σκότους του Κόνραντ. Στον ενδιάμεσο τόπο μεταξύ αναζήτησης και κατάπληξης βρίσκεται πάντα το ον. Το ένσαρκο σκεύος που φέρει από τη γέννησή του τη ρευστή ασυμφωνία μ’ αυτό που είναι (ή που νομίζει πως είναι) και με τους άλλους που το περιζώνουν.
Υπάρχει ένας είδος τρόμου υπαρξιακής φύσεως που δεν ενδυναμώνεται από το αλλότριο κακό που θάλλει μέσα σε σκιές και σκοτάδι. Και τούτος ο τρόμος, ο τόσο δικός μας, ο αναλλοίωτα όμοιός μας, για να υπάρξει χρειάζεται την εσωτερική περιδίνηση του ήρωα. Έχει ανάγκη τις λεπτοφυείς σπείρες στις οποίες αγκιστρώνεται, γλιστρά, κατακρημνίζεται η ύπαρξη έως τη στιγμή που θα φτάσει στον πυθμένα της συνείδησης κι από εκεί θα αναδυθεί (αν τα καταφέρει) ως άλλο «εγώ». Εμβαπτισμένο «εγώ» στα νάματα του άλυτου μυστηρίου της ζωής. Σαν να λέμε: η αρχιτεκτονική του είναι χρειάζεται πρώτα τη σεισμική δόνηση, τον κλονισμό, την κατάρρευση έτσι ώστε να καταφέρει να υπάρξει –ξανά– εν όλω.
Η Λισπέκτορ, ενεργώντας ως μύστης των πιο σύνθετων και απείθαρχων αινιγμάτων του είναι, βουτάει σε απύθμενα βάθη στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα και συνάμα προσεγγίζει με διαφορετικούς τρόπους τη «Ναυτία» του Σαρτρ, τον «Μύθο του Σίσυφου» του Καμύ και τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα.
Κάτω από αυτές τις πρόχειρες στρώσεις των προτάσεων δεν μπορεί να μην ξεπηδάει η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ στο θαυμαστό Είναι και Χρόνος και ο Κίρκεγκωρ του Κεντριού της Ύπαρξης. Ναι, υπαρξισμός αλλά συνδυασμένος με το παράλογο της ανθρώπινης φύσης και τη σκοτεινή παραδοξότητα μιας μεταιχμιακής κατάστασης. Η Λισπέκτορ, ενεργώντας ως μύστης των πιο σύνθετων και απείθαρχων αινιγμάτων του είναι, βουτάει σε απύθμενα βάθη στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα και συνάμα προσεγγίζει με διαφορετικούς τρόπους τη Ναυτία του Σαρτρ, τον Μύθο του Σίσυφου του Καμύ και τη Μεταμόρφωση του Κάφκα.
Από άποψη δομής της, ουσιώδες στοιχείο στη διάρθρωση της όποιας πλοκής υπάρχει, η Λισπέκτορ δεν λησμονεί τον αγαπημένο της εσωτερικό μονόλογο, δεν παρεκκλίνει από την ενδομορφική διάσταση της δράσης, καθώς οτιδήποτε συμβαίνει είναι περίκλειστα αναπτυγμένο μέσα στον υπαρξιακό πυρήνα της ηρωίδας. Αυτή, άλλωστε, η μυστηριώδης Α.Γ., είναι ο μοναδικός αφηγητής της ιστορίας. Από τα δικά της εσωτερικά μάτια βλέπουμε τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι της. Διότι τα πάντα κινούνται μέσα σε έναν χώρο δεδομένο που έχει καθορισμένες διαστάσεις. Όμως αυτή η χωρική διάταξη είναι μόλις η αφορμή για να αναπτυχθεί η ιστορία σε βάθος (όλα πλέουν σε ένα σκούρο βάθος), στο εσωτερικό πηγάδι της ηρωίδας.
Οτιδήποτε γνωρίζουμε για την Α.Γ. είναι στοιχεία που μας προσφέρει εκείνη κατά τη διάρκεια του εξαντλητικού και ληθαργικού μονολόγου της. Ζει μόνη της, έχει μια κάποια οικονομική άνεση, ερωτεύτηκε, αλλά ο καρπός του έρωτα δεν απέδωσε, ζει σε ένα σχετικά πολυτελές σπίτι, το οποίο αποδεικνύεται πως δεν γνωρίζει επακριβώς. Το διαπιστώνει και η ίδια όταν μπαίνει στο δωμάτιο της πρώην οικονόμου της με σκοπό να το συμμαζέψει κι ενώ περίμενε να βρει ακαταστασία και ένα κλασικό ρημαδιό, εισέρχεται σε μια μυστική κρύπτη με παράξενες τοιχογραφίες, μια αχλή μυσταγωγικού ολέθρου και αποκαλυπτικής ενόρασης.
Κάπου εκεί βρίσκεται και μια κατσαρίδα που γίνεται η αφορμή να συνταράξει τον εσώτατο εαυτό της. Δεν είναι τόσο η κλασική (sic) σιχασιά και αηδία που αισθάνεται κανείς στην όψη μιας κατσαρίδας, όσο ότι φτάνει στο μη αναγώγιμο, στη σαγήνη της ζωής, στην πλήρη μεταστοιχείωση. Η ηρωίδα, καίτοι σκοτώνει το απεχθές ζωύφιο, παραδέχεται πως μ’ αυτή την πράξη, ολότελα ξένη με την ιδιοσυγκρασία της μέχρι πρότινος, αποδέχθηκε έναν φόβο μεγαλύτερο από την ίδια. Φτάνει στην καρδιά του τίποτα και αυτό το τίποτα είναι ζωντανό και υγρό, καμωμένο από τα στοιχεία που συνθέτουν τη φυσιολογία της κατσαρίδας.
Πλήρως απογυμνωμένη από τις πρότερες ιδιότητές της, η Α.Γ., διά των παθών της, και με τη βοήθεια της γεύσης και της κατάποσης, θα κοινωνήσει το μυστήριο που της προσφέρει ο θάνατος της κατσαρίδας.
Η απρόσμενη «συνάντηση» με το βλαττοειδές γίνεται η αφορμή για την αναζήτηση της αυτογνωσίας της. Ποια είναι, ποιοι είναι οι άλλοι, πώς αντιπαρατίθεται ή αφομοιώνεται από τον κόσμο, ποιο είναι αυτό το χέρι που ζητάει συχνά πυκνά στον μονόλογό της να την κρατήσει. Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο (σ.σ.: σημειωτέον η τελευταία φράση κάθε κεφαλαίου είναι η αρχή ενός άλλου δίδοντας έτσι την αλληλουχία του υπερβατικού ταξιδιού που κάνει) την απομακρύνει από τον εφησυχασμό της προηγούμενης ζωής της. Πρόκειται για μια αμιγώς χριστιανική και συνάμα καφκική ανάβαση σε ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης. Πλήρως απογυμνωμένη από τις πρότερες ιδιότητές της, η Α.Γ., διά των παθών της, και με τη βοήθεια της γεύσης και της κατάποσης, θα κοινωνήσει το μυστήριο που της προσφέρει ο θάνατος της κατσαρίδας.
Λες και έχει πλέον εμβαπτιστεί σε ένα νέο είδος αντίληψης, η Α.Γ. βλέπει με διαφορετικό μάτι και την εξουσιαστική σχέση της ίδιας με την υπηρέτριά της, εμβάλλοντας στην αφήγηση κι ένα κοινωνικό σχόλιο καίριας μορφής για την κατάσταση στη Βραζιλία. Δίχως όμως να παραλείπει πάντα να μας υπενθυμίζει πως το κεφαλαιώδες ζήτημα, το ουσιαστικό διακύβευμα είναι η οβιδιακή αλλαγή του είναι της. Έχουμε να κάνουμε με μια ολοζώντανη και δονούμενη απελευθέρωση από το κουκούλι του χθες.
Η Κλαρίσε Λίσπεκτορ |
Η Λισπέκτορ με τούτο το άκρως σαγηνευτικό, φιλοσοφικό, γλωσσοκεντρικό και άκρως αινιγματικό μυθιστόρημα, μας φανερώνει μια γόνιμη φαντασία και μας προσφέρει ένα ακριβό λογοτεχνικό δώρο: τις γλωσσικές εικόνες (ή την εικονοποίηση της γλώσσας).
Η Λισπέκτορ κινητοποιεί όλες τις ακραίες εκδοχές του γλωσσικού πλέγματος όχι για να αφηγηθεί μια ιστορία αλλά να αφηγηθεί την αφηγούμενη. Δεν φέρει τη γλώσσα, αλλά εμφορείται απ’ αυτήν. Δεν τη χρησιμοποιεί, αλλά, ως άλλος Πεσσόα, εφαρμόζει με θαυμαστή επιδεξιότητα το word-painting. Δημιουργεί εσωτερικά λεκτικά τοπία με αποτέλεσμα η γλώσσα να μην παραμένει στο μοτίβο ενός οχήματος ή μιας διόδου, αλλά να μετέχει πολλαπλώς, να επιδρά, να συνυφαίνει. Πρόκειται για μια γλώσσα μεταφορικής δύναμης. Άλλωστε, η ίδια χρησιμοποιεί τις μεταφορές με μιαν εκδοχή υπερβατικής πνευματικότητας που προσεγγίζει την καρδιά του μυστικισμού. Το δωμάτιο υπηρεσίας είναι ένας μιναρές στην έρημο, η ντουλάπα μια σαρκοφάγος, το σκηνικό του δωματίου θυμίζει αρχαία Αίγυπτο, και, αν στην αρχή εμφανίζεται κλειστοφοβικό και καταπιεστικό, στο τέλος γίνεται ευγενές καταφύγιο.
Η Λισπέκτορ με τούτο το σαγηνευτικό, φιλοσοφικό, γλωσσοκεντρικό και άκρως αινιγματικό μυθιστόρημα, φανερώνει γόνιμη φαντασία και μας προσφέρει ένα ακριβό λογοτεχνικό δώρο: τις γλωσσικές εικόνες (ή την εικονοποίηση της γλώσσας). Ξεφεύγοντας από τους περιορισμούς της πρόζας, της αφήγησης, των χωροχρονικών σημάνσεων και τις κανονιστικές οδηγίες της γλώσσας, ανοίγεται με τρόπο προκλητικά ευφάνταστο στο μεγάλο ρεύμα της ελευθερίας στην έκφραση. Διόλου τυχαία ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Πρώτα με την Ώρα του Αστεριού και τώρα με τα Κατά Α.Γ. πάθη, ο μεταφραστής Μάριος Χατζηπροκοπίου μας δίδει, με τη σειρά του, δύο ακριβά λογοτεχνικά «δώρα». Και είναι αλήθεια πως έχει προσέξει πάρα πολύ πώς μας τα παραδίδει.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τα κατά Α.Γ. πάθη
Κλαρίσε Λίσπεκτορ
Μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου
Αντίποδες 2018
Σελ. 216, τιμή εκδότη €13,80