Για το μυθιστόρημα του Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ Illska, Το Κακό (μτφρ. Ρούλα Γεωργακοπούλου, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Οι αδιάκοπες μετακινήσεις στον χώρο και, κυρίως, στον χρόνο· η ανάγκη επαρκούς, για να μην πούμε πολύπλευρης ή/και βαθιάς γνώσης του παρελθόντος, ώστε να μπορούμε να κατανοήσουμε στοιχειωδώς το παρόν και να κατορθώσουμε να υπάρχουμε σε ενεστώτα χρόνο δίχως να είμαστε ανερμάτιστοι· η φιλοδοξία ως κινητήρια δύναμη· ο άλλοτε κρυφός και άλλοτε κατάφωρος διάλογος με όσους και όσα αποφασίσαμε να είναι οι οδοδείκτες μας – να τι μας κινεί να ζούμε και να δημιουργούμε, να γράφουμε: ιδού πώς σκέφτονται οι θαυμαστοί μυθιστοριογράφοι που καταπιάνονται με τη σύνθεση μεγαμυθιστορημάτων στους καιρούς μας. Ανίψια του Τόμας Πίντσον και εγγόνια του Τζέιμς Τζόις, αλλά και ξαδέρφια του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, αυτοί οι τολμητίες ανακατεύουν την τράπουλα της μυθιστοριογραφίας και πάλι, όχι τόσο για να ταράξουν τα νερά που είναι ήδη μονίμως ταραγμένα όσο για να εισχωρήσουν σαν σφήνες στο συμπαγές εκδοτικό λογοτεχνικό σύμπαν, καθώς και για μας θυμίσουν από τι μακελειό καταγόμαστε.
Ο Φλαμανδός Πάουλ Βεράχεν, γεννημένος το 1965, με το Omega minor (2004), ο Καταλανός Ζάουμε Καμπρέ, γεννημένος το 1947, με το Confiteor (2011), και ο Ισλανδός Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ, γεννημένος το 1978, με το Illska, Το Κακό (2012) μάς προσφέρουν μιαν άτυπη μεταπιντσονική τριλογία, που μοιάζει να είναι επίσης μια υπόγεια σκακιστική κίνηση που ίσως σκοπεί στη μεταφορά του Μυθιστοριογραφικού Κέντρου, ή μάλλον του Προωθημένου Μετώπου Κρούσης του, και πάλι στην παλλόμενη Ευρώπη. Κοινός παρονομαστής και των τριών είναι ο αδιανόητος θάνατος (για να θυμηθούμε ένα πόνημα του Στέφανου Ροζάνη), η μαζική παράκρουση του χιτλερισμού που οδηγεί, ακριβώς, στην άρνηση κάθε ανθρώπινης ιδιότητας, στον όλεθρο, στο ολοκαύτωμα, στο ολόκαυστον (ελληνικά), στη Shoah (όπως προτιμούν να το λένε οι εβραίοι), ενώ οι Λιθουανοί μιλάνε για holokaustas και katastrofa, και οι συμπατριώτες του Νόρδνταλ για helför Gydinga.
Η Ιστορία στις κτηνώδεις όψεις της είναι απλή, η βάναυση ισχύς παίρνει το πάνω χέρι και σαρώνει ό,τι της αντιστέκεται, ό,τι είναι αλλιώτικο, διαφορετικό.
History as story, η Ιστορία ως στόρι, και εδώ. Το στόρι είναι απλό, ακριβώς επειδή η Ιστορία είναι περίπλοκη. Από την άλλη, η Ιστορία στις κτηνώδεις όψεις της είναι απλή, η βάναυση ισχύς παίρνει το πάνω χέρι και σαρώνει ό,τι της αντιστέκεται, ό,τι είναι αλλιώτικο, διαφορετικό. Και τότε, το στόρι πρέπει να γίνει περίπλοκο. Δεν πρόκειται για παιχνίδια της γλώσσας, για ακροβασίες της επινόησης, για τεχνάσματα εντυπωσιασμού, αλλά για βαθιά, βαθύτατη ανάγκη: για το πώς να ειπωθεί το ανείπωτο, για το πώς θα βρούμε κι άλλους, όσο γίνεται περισσότερους, τρόπους να διανοηθούμε το αδιανόητο ώστε να μην του επιτρέψουμε να επιστρέψει. Ο πολύς Νόρμαν Μέιλερ, σε μιαν άλλη συγκυρία, μίλησε, με εκατοντάδες σελίδες πληθωρικής γραφής, για την Ιστορία ως Μυθιστόρημα και το Μυθιστόρημα ως Ιστορία (δες: The Armies of the Night: History as a Novel, the Novel as History).
Ο Νόρδνταλ ξέρει ότι ζούμε στη σκιά εκείνης της περιλάλητης απόφανσης του Τέοντορ Αντόρνο για το Άουσβιτς και την τέχνη, και ότι ο μυθιστοριογράφος, ο ποιητής, ο σκηνοθέτης, ο εικαστικός, εν γένει ο δημιουργός του 21ου αιώνα είναι φορτωμένος με το καθήκον να την υπερβεί, και μαζί να υπερβεί το πώς πάσχισαν να την υπερβούν ο Πάουλ Τσέλαν και ο Σάμιουελ Μπέκετ (με τον ιδιοφυώς καταγεγραμμένο ζόφο και με την αισθητική της σιωπής).
Γράφει ο Νόρδνταλ: «Όταν ο Αντόρνο δήλωσε ότι μετά το Άουσβιτς δεν μπορούσε πια να γραφτεί ποίηση, ήθελε να πει: από δω και πέρα δεν θα μιλάμε πια δυνατά. Δεν θα βλέπουμε τίποτε, δεν θα ακούμε τίποτε, δεν θα ξέρουμε και δεν θα καταλαβαίνουμε τίποτε. Είναι πάρα πολύ οδυνηρό. Δεν αντέχουμε πια. Και τώρα, σιωπή» (σ. 25). Και: «Όταν ο Αντόρνο λέει ότι είναι βάρβαρο να γράφεις ποιήματα μετά το Άουσβιτς, δεν εννοεί ότι η ομορφιά είναι μάταιη μέσα σ᾽ έναν κόσμο ασχήμιας, ούτε ότι δεν αξίζει στους ανθρώπους να ψυχαγωγηθούν […] αλλά το λέει επειδή υπολόγισε σε ποιον βαθμό η αλήθεια της τέχνης μπορεί να χειραγωγηθεί και ταυτόχρονα να χειραγωγήσει» (σ. 92).
Δεν μπορείς να καταπιαστείς με την κοινοτοπία του Κακού γράφοντας κοινότοπα. Ο Νόρδνταλ ξέρει ότι απαιτούνται ελιγμοί. Δεν μας πάει στο Άουσβιτς, αλλά στο Γιούρμπαρκας, μια πολίχνη της Λιθουανίας. Δεν μας εξοικειώνει με τον κόσμο του ακτιβισμού, αλλά με την ερωτική τριγωνομετρία: από τη μια οι θηριωδίες των ναζί, και πολλών Λιθουανών, κατά των εβραίων της πολίχνης, και από την άλλη η Άγκνες, ο Όμαρ και ο Άρνορ. Κι ένα παιδί που θα έρθει. Και μια πυρκαγιά σ᾽ ένα σπιτάκι στην Ισλανδία. Και οι Beatles στο Αμβούργο. Και άνθρωποι που κυνηγιούνται πότε από τον σταλινισμό, πότε από τον ναζισμό, πότε από τη σύγχρονη πολυδιάστατη βία (ψυχική, νοητική, σωματική). Οι δευτεραγωνιστές και τριταγωνιστές και οι κομπάρσοι παίρνουν τον λόγο στο μυθιστόρημα του Νόρδνταλ, πράττουν και μιλάνε ακατάσχετα, ακατάπαυστα, ακατανόητα γιατί, ναι μεν είναι αθύρματα της Ιστορίας αλλά έχουν τη δική τους ιστορία, ναι μεν τσακίζονται από την Ιστορία αλλά λυτρώνονται, και λυτρώνουν και άλλους, μέσα από τη δική τους ιστορία, ναι μεν ξέρουν ότι πρέπει να αρχίσουν να ξεχνάνε αλλά ξέρουν επίσης ότι η λήθη είναι γεμάτη μνήμες που οφείλουν να τις επεξεργαστούν, να τις αναλύσουν έτσι ώστε να βγει από την άβυσσο και το χάος η αλήθεια που, όπως πάντα, οδηγεί στη λύτρωση.
Δεν μπορείς να καταπιαστείς με την κοινοτοπία του Κακού γράφοντας κοινότυπα. Ο Νόρδνταλ ξέρει ότι απαιτούνται ελιγμοί.
Οι ήρωες στο Illska, Το Κακό (μεταφρασμένο αριστοτεχνικά από τη Ρούλα Γεωργακοπούλου για τις εκδόσεις Πόλις, που, ας σημειωθεί, έχουν εκδώσει και το Omega minor και το Confiteor), γίνονται τα μαγνητόφωνα που καταγράφουν, για λογαριασμό μας, τη σύνδεση ενός φρικαλέου Τότε με ένα κατατεμαχισμένο Τώρα. Το Τότε της μεθοδικά οργανωμένης κτηνωδίας, το Τώρα της διαλυμένης ψυχονοητικής υπόστασης. Το Τότε της πανταχού παρούσας βίας, το Τώρα της κοινωνίας του φαίνεσθαι, του πανταχού παρόντος διαδικτύου. Και στο Illska, Το Κακό, συγκλίνουν το Τότε και το Τώρα, έτσι που να μοιάζουν οι ιστορίες και οι καταστάσεις. Γράφει ο Νόρδνταλ: «Οι άνθρωποι είχαν απόλυτη επίγνωση ότι αποτελούν αντικείμενο παρατήρησης κι έτσι δεν είχαν πια το περιθώριο να σκέφτονται παίρνοντας αποστάσεις από τα πράγματα. Δυσκολεύονταν να παραδεχτούν ότι αυτά τα πράγματα δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα ή μανιχαϊστικά, ότι η πραγματικότητα ήταν, απλώς, πολύπλοκη. Πλέον, οι αντιπαραθέσεις γίνονταν με τρομερή ένταση και επιθετικότητα, γιατί, αν δεν συνέτριβαν πρώτοι τους αντιπάλους τους, τότε η θέση τους θα ήταν απολύτως ευάλωτη και η μάχη εκ των προτέρων χαμένη» (σ. 499). Εδώ, ο Νόρνταλ μιλάει για την κατάσταση στην Ισλανδία, μετά την κρίση του 2008, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο στη ναζιστική Γερμανία στα μέσα της δεκαετίας του 1930;
Για τον Νόρδνταλ, που είναι εξοπλισμένος με το χιούμορ των ευρυμαθών και των πρωτότυπων δημιουργών, η ομορφιά είναι δολοφόνος και η τέχνη σκοτώνει.
Χωμένοι, χυμένοι, χαμένοι σε ένα σύμπαν αποδιαρθρωμένης βίας και βίαιης αποδιάρθρωσης πασχίζουμε να κρατηθούμε από την τέχνη και την αισθητική. Ναι, αλλά ας έχουμε συνεχώς κατά νου πώς μπόρεσε ο ναζισμός να χρησιμοποιήσει τέχνη και αισθητική για να γοητεύσει, να μαγέψει, να καθυποτάξει, να παρασύρει, να διαγουμίσει, να καταστρέψει, να λεηλατήσει, να σκοτώσει.
Για τον Νόρδνταλ, που είναι εξοπλισμένος με το χιούμορ των ευρυμαθών και των πρωτότυπων δημιουργών, η ομορφιά είναι δολοφόνος και η τέχνη σκοτώνει, αν δεν προσέξουμε και αν δεν καταπιανόμαστε διαρκώς με τη διαλεκτική αποδιάρθρωσης/αναδιάρθρωσης των κελευσμάτων της τέχνης. Ο Χίτλερ, για τον Ισλανδό συγγραφέα, ήταν ο καλλιτέχνης και παθιασμένος περφόρμερ που «άδραξε την αισθητική και την πήγε ώς στα άκρα, κάτι που τελείωσε με το μεγαλύτερο λουτρό αίματος που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα». Ένα λουτρό αίματος μέσα στο οποίο ακόμη κολυμπάμε, κοντά οχτώ δεκαετίες μετά, γιατί ακόμη δεν έχουμε μάθει να θυμόμαστε μέσω της Λήθης και να λησμονούμε μέσω της Μνημοσύνης. Δύσκολα πράγματα, αλλά και πάλι επιτακτικά και κατεπείγοντα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι ναζί λάτρευαν το παρελθόν, όμως γοητεύονταν κιόλας από την τεχνολογική πρόοδο – ήταν ταυτόχρονα μοντέρνα μουσική και ρετρό, ταυτόχρονα φύση και ατσάλι, ταυτόχρονα συστηματική εξόντωση και άτακτες μαζικές δολοφονίες, με το ένα χέρι έδιναν ομοιοπαθητικά φάρμακα και με το άλλο δηλητηριώδη αέρια, βουτούσαν στη μελέτη της αστρολογίας και της στρατιωτικής τακτικής, στην αριθμολογία και τη γραφολογία – ήταν ένα κόμμα δεξιό και αριστερό μαζί […] Είναι το μήνυμα αυτού του βιβλίου. Είμαστε το μήνυμα αυτού του βιβλίου. Προσπαθώ να φτάσω ώς την καρδιά ορισμένων πραγμάτων. Μην ξεχνάμε τη Χιροσίμα, το Άουσβιτς, την Γκερνίκα, το Περλ Χάρμπορ και τη Δρέσδη. Αν ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος μάς δίδαξε κάτι, αυτό ήταν η λήθη. Να ξεχάσουμε να μην ξεχάσουμε. Να μην ξεχάσουμε να ξεχνάμε να μην ξεχάσουμε. Να μην αφήσουμε να ξεφουσκώσει η ζύμη».