Για το μυθιστόρημα (τρίτο μέρος της Τετραλογίας της Νάπολης) της Έλενα Φερράντε «Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν» (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Πατάκη).
Της Δέσποινας Μπάτρη
Τι είναι αυτό που κάνει τους αναγνώστες ανά τον κόσμο να περιμένουν με αγωνία την έκδοση του επόμενου μέρους της Τετραλογίας της Νάπολης της Έλενα Φερράντε; Το τρίτο βιβλίο στη σειρά, που πρόσφατα εκδόθηκε και στην Ελλάδα, θέτει εκ νέου το ερώτημα.
Οι δύο ηρωίδες δεν ανήκουν στον μέσο όρο. Δεν διστάζουν να χαράξουν νέους, μοναχικούς δρόμους, να τσαλαπατήσουν και να τσαλαπατηθούν.
Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι το έργο φλερτάρει με τον λαϊκισμό. Σε τι συνίσταται αυτός; Οι δύο ηρωίδες, η Έλενα ή Λενού και η Λίλα έχουν ιδιαίτερα χαρίσματα. Δεν ανήκουν κατά κανέναν τρόπο στον μέσο όρο, ούτε καν στα εξέχοντα μέλη της κοινωνίας τους. Δεν διστάζουν να χαράξουν νέους, μοναχικούς δρόμους, να τσαλαπατήσουν και να τσαλαπατηθούν, ιδίως η Λίλα. Η καθεμία τους αναιρεί ό,τι την περιβάλλει και αυτοαναιρείται. Και αφού αυτές οι δυο τόσο ξεχωριστές μορφές, με τις οποίες όμως τόσο εύκολα ταυτίζεται ή συμπάσχει ο μέσος αναγνώστης, μπορούν να ανατρέψουν το κοινωνικό status, όλες οι γυναίκες μπορούν. Πράγμα που ασφαλώς δεν είναι διόλου αλήθεια.
Αυτή η εντύπωση έμελε να ανατραπεί με το τρίτο μέρος της Τετραλογίας. Η γοητεία που ασκεί το έργο φαίνεται πως οφείλεται σε κάτι παραπάνω από την όποια τυχόν λαϊκίστικη χροιά του.
Η Φερράντε…
Η συγγραφέας θέλει να μιλήσει για τη γυναίκα των δεκαετιών του ’50-‘80 σε μια τυπικά πατριαρχική, όσο και φτωχή κοινωνία, αυτήν της Νάπολης. Για την ψυχική και σωματική βία που υφίσταται, για το προδιαγεγραμμένο μέλλον της στο πλάι ενός συζύγου, για την τοπική καμόρα που απλώνει τη βαριά σκιά της στα πάντα, για την ταφόπλακα που τη σκεπάζει μετά από μια μικρή άνθιση σε νεαρή ηλικία λίγο πριν από τον γάμο και τα παιδιά.
Διέξοδο από αυτόν τον ασφυκτικό κλοιό δίνουν οι σπουδές. Αυτό έκανε η Έλενα (μήπως να πούμε η ίδια η Φερράντε;). Κατάλαβε ότι θα ξέφευγε αν άλλαζε τάξη και τόπο μέσω της εκπαίδευσης και γινόταν ακόμα και… συγγραφέας. Όπερ και εγένετο, και για την Φερράντε και για την Έλενα, αλλιώς Λενού.
Αυτό όμως δεν αρκεί. Στόχος είναι το ακόμα παραπάνω, ένα μοντέλο γυναίκας που διαλύει κάθε σύμβαση, που μένει στον τόπο της αλλά καταφέρνει με έναν σχεδόν υπερβατικό τρόπο να σπάει κάθε φορά τα φανερά και τα κρυφά δεσμά με κόπο, παλεύοντας ακατάβλητα με νύχια και δόντια. Αυτή είναι η Λίλα, η επιστήθια φίλη και ταυτόχρονα άσπονδη εχθρός της Έλενας. Το πρότυπο. Η πηγή έμπνευσης. Η πηγή του φόβου. Η καλή και κακιά μάγισσα. Η αδίστακτη γνώση. Μια μετενσάρκωση της Μήδειας, της απόλυτης γυναίκας. Αυτό που η Έλενα δεν θα γίνει ποτέ.
Η Έλενα…
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η Λενού ή αλλιώς Έλενα εκπροσωπεί το μοντέλο της γυναίκας της εποχής της Φερράντε που αγωνίζεται να ξεφύγει από την πατριαρχική μέγγενη μέσω της παιδείας. Καταφέρνει να γίνει δασκάλα, αλλά αν εξελιχθεί και σε συγγραφέα ακόμα καλύτερα.
Δεν είναι η Νάπολη που την κατατρύχει. Είναι η κατάρα να γεννηθείς γυναίκα σε μια οποιαδήποτε τάξη της κατά βάση πατριαρχικής κοινωνίας.
Φεύγει από τη Νάπολη, την οικογένειά της και την καμόρα, για να ενταχθεί σε ένα άλλο κατεστημένο, αυτό της καλής κοινωνίας της Φλωρεντίας. Γίνεται σύζυγος πανεπιστημιακού, γόνου πανεπιστημιακών, νύφη κυρίας με γνωριμίες σε εκδοτικούς, εφημερίδες, κριτικούς, πολιτικούς και άλλους κύκλους. Η πεθερά της Λενού, αρκετά ανοιχτόμυαλη για να μπάσει κάποια φερέλπιδα πληβεία στην ανώτερη τάξη, προωθεί την έκδοση του βιβλίου της νύφης της, μεσολαβεί στον Τύπο για να δημοσιευθούν άρθρα της, σώζει με λίγα τηλεφωνήματα σε δικηγόρους και δικαστικούς την επιστήθια φίλη της νύφης της από τα νύχια του κεφαλαίου (ενός εργοστασιάρχη αλλαντικών· η ίδια ανήκει σε «άλλο», πιο φιλελεύθερο κεφάλαιο, κατά συνέπεια δεν μετριέται).
Η Φερράντε με τόλμη δηλώνει θέτοντας ως παράδειγμα λίγο-πολύ τον εαυτό της πως κάθε τάξη είναι ένα κλειστό κύκλωμα που προδιαγράφει το μέλλον των μελών της. Είναι σχεδόν απόλυτα καθορισμένο όχι το τι μπορεί να γίνει κανείς, αλλά το τι γίνεται ανάλογα με την τάξη του. Αν υπερβεί αυτά τα στεγανά, αυτό είναι εξαιρετική περίπτωση που επιτρέπουν, εκτός από την επιμονή, και οι σωστές γνωριμίες.
Εντύπωση προκαλεί αυτού του είδους η ομολογία. Γι' αυτό ίσως η συγγραφέας βάζει στο τρίτο αυτό βιβλίο της τη συγγραφέα-ηρωίδα της να εγκαταλείπει τον σύζυγό της, μαζί με την καλή κοινωνία. Ούτως ή άλλως, από τη στιγμή που παντρεύτηκε και έκανε παιδιά, παροπλίστηκε εντελώς, ακριβώς όπως θα παροπλιζόταν αν παντρευόταν κάποιον φτωχό και αμόρφωτο ντόπιο. Μόνη διαφορά ότι από τον μορφωμένο σύζυγο δεν τρώει ξύλο.
Δεν είναι η Νάπολη που την κατατρύχει. Είναι η κατάρα να γεννηθείς γυναίκα σε μια οποιαδήποτε τάξη της κατά βάση πατριαρχικής κοινωνίας. Αυτό το δηλώνει ευθύς εξαρχής η Φερράντε στα πρώτα κεφάλαια. Είτε φύγει είτε μείνει, η γυναίκα έχει να διαβεί δύσκολο και επίπονο δρόμο.
… και η Μήδεια
Στον αντίποδα βρίσκεται η Λίλα, το alter ego της Λενού, αυτό που επιθυμεί διακαώς να είναι, αλλά που δεν θα γίνει ποτέ. Άλλη μία περίπτωση που «ξέφυγε» από την προκαθορισμένη της γυναικεία μοίρα, αυτή τη φορά μένοντας στη Νάπολη. Σε αυτήν παραπέμπει το δεύτερο μισό του τίτλου, «Αυτοί που μένουν». Η Λίλα σπάει τα δεσμά της μένοντας.
Αυτό όμως που την κάνει πραγματικά ξεχωριστή δεν είναι το γεγονός πως «μένει» και παλεύει εντός των τειχών. Καθώς προχωράει η ανάγνωση καθίσταται σαφές πως η Φερράντε χτίζει το χαρακτήρα της Λίλας πάνω στο αρχετυπικό μοντέλο της σκεπτόμενης γυναίκας, της Μήδειας.
Η Μήδεια, εκ του αρχαιοελληνικού «μέδομαι», δεν είναι απλώς αυτή που επινοεί, είναι παράλληλα αυτή που σχεδιάζει αρνητικά. Διαθέτει, λοιπόν, όπως λέει το όνομά της, επινοητικότητα και γνώση. Η δε πατριαρχική κοινωνία που αρνείται τη γνώση στη γυναίκα, δεν διστάζει να την αποκαλέσει μάγισσα, ραδιούργο, σατανική, εξοβελίζοντάς την στο πυρ το εξώτερο.
Η Μήδεια, εκ του αρχαιοελληνικού «μέδομαι», δεν είναι απλώς αυτή που επινοεί, είναι παράλληλα αυτή που σχεδιάζει αρνητικά. Διαθέτει λοιπόν, όπως λέει το όνομά της, επινοητικότητα και γνώση. Η δε πατριαρχική κοινωνία που αρνείται τη γνώση στη γυναίκα, δεν διστάζει να την αποκαλέσει μάγισσα, ραδιούργο, σατανική, εξοβελίζοντάς την στο πυρ το εξώτερο.
Αντίστοιχα, οι κάτοικοι της Νάπολης, ακόμα και η επιστήθια φίλη της, η Λενού, φτάνουν να τη θεωρούν διαβολική, γυναίκα με υπερφυσικές δυνάμεις, που βεβαίως -σύμφωνα με το μοντέλο της Μήδειας- θα τις χρησιμοποιήσει για κακό. Γυναίκες και άντρες της αποδίδουν κατά περίσταση τον ρόλο της μάγισσας που με μαγγανείες τους βλάπτει. Ο ίδιος ο αρχηγός της καμόρα, η προσωποποίηση του κακού, επιδιώκει πάση θυσία να την πάρει με το μέρος του για να σφετεριστεί την ανεξήγητη δύναμή της και να την ενώσει με τη δική του ώστε να διπλασιαστεί το κακό που μπορεί να προξενήσει.
Έτσι η αρνητική συμπεριφορά των ναπολιτάνων, που αρχικά παρουσιαζόταν ως μια προκατάληψη εναντίον της δυναμικής και ανυπότακτης στις κοινωνικές νόρμες Λίλας, σταδιακά παγιώνεται σε δέος μπροστά στις μαγικές της δυνάμεις που σώζουν ή καταστρέφουν κατά τις ορέξεις της μάγισσας-κατόχου τους.
Δεν διστάζει να εγκαταλείψει τον άντρα της και τα χρυσά παλάτια που την έκλεισε και να εργαστεί σε εργοστάσιο αλλαντικών ξοδεύοντας τη μέρα της ανάμεσα σε σαλάμια και τις ερωτικές ορέξεις του αφεντικού και των εργατών. Θα απορρίψει το αριστερό μοντέλο της εποχής και τους αγώνες των εργατών, θα απορρίψει τους φασίστες και την καμόρα που τους κινεί, και θα ακολουθήσει τον δικό της δρόμο σωτηρίας, που φαντάζει ή έστω έχει προβληθεί ως μονόδρομος για τη δική μας εποχή, τρεις δεκαετίες αργότερα: τεχνοκρατία νέτη σκέτη. Χέρι-χέρι στη συνέχεια με την πλούσια καμόρα που απέφευγε, αφού δέχεται ο αρχηγός της να την τοποθετήσει στη διοίκηση παραρτήματος της ΙBM.
Η Λίλα-Μήδεια ουσιαστικά δεν νοιάζεται για κανέναν. Όλοι τη σέβονται και κυρίως τη φοβούνται. Χρησιμοποιεί όποιον μπορεί. Ανέρχεται, πέφτει, ξανασηκώνεται, ερωτεύεται παράφορα, επιβάλλεται, πρωτοπορεί, ενώ βρίσκεται διαρκώς στο έλεος ανθρώπων ανόητων και αδύναμων. Λίλα, μια σύγχρονη Μήδεια που διεκδικεί τη θέση της σε έναν πατριαρχικό κόσμο που της τη στερεί. Και δεν διστάζει να εκδικηθεί τον κόσμο αυτό.
Ο εραστής της ο Νίνο –ή μήπως καλύτερα να πούμε ο Ιάσων;– δεν είναι παρά το άδειο κέλυφος ενός προγενέστερου ήρωα, ένας αυτάρεσκος ωφελιμιστής. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί για να υπερασπιστεί τις ενέργειές του δείχνουν ότι έχει μελετήσει τη ρητορική τέχνη, αλλά αυτός ακριβώς ο επαγγελματισμός των επιχειρημάτων του είναι κενός νοήματος, όπως συστηματικά μας δείχνει η Φερράντε, ιδίως στο τρίτο της βιβλίο.
Ακόμα και μια παιδοκτονία, έστω και συμβολική, ενσωματώνει η συγγραφέας: η Λίλα «σκοτώνει» το παιδί που συνέλαβε με τον εραστή της Νίνο-Ιάσωνα, ανακαλύπτοντας όψιμα πως είναι παιδί του συζύγου της και όχι καρπός του φρενήρους έρωτά της. Τα χαρακτηριστικά του Νίνο εξαφανίζονται από τη μορφή του αγοριού, για να αντικατασταθούν αναντίρρητα από αυτά του νόμιμου συζύγου.
Και για μη μείνει καμία αμφιβολία για την άμεση αναφορά στη Μήδεια, η Λίλα στα γεράματα εξαφανίζεται την ύστατη στιγμή ως δια μαγείας. Ακριβώς όπως αναλήφθηκε και η μυθολογική πρόγονός της. Μόνο… το χρυσό άρμα του Ήλιου, που σύμφωνα με τον μύθο χρησιμοποίησε για την εξαφάνισή της η ανιψιά της Κίρκης λείπει, το οποίο δεν αποκλείεται να μας το εμφανίσει και αυτό η Φερράντε στο τέταρτο βιβλίο που, προς το παρόνμ δεν έχουμε δει μεταφρασμένο στα ελληνικά.
Η τετραλογία της Νάπολης είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό παλίμψηστο μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε δεδομένο χωροχρόνο. Είναι ακόμα ένα γαϊτανάκι προσωπικών βιωμάτων. Μα πάνω από όλα είναι μια επί της ουσίας εμβάθυνση στη γυναίκα. Το τρίτο βιβλίο της σειράς προσθέτει μια περαιτέρω κατανόηση της γυναικείας φύσης και θέσης. Υπό αυτό το πρίσμα κάθε επίφαση λαϊκισμού, όπως και κάθε τεχνική ή άλλη ατέλεια, παύουν να έχουν σημασία.
* Η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΠΑΤΡΗ είναι συγγραφέας.