
Το βιβλίο αναφοράς της Αγγλικής Λογοτεχνίας του Τζέφρι Τσώσερ «Ιστορίες του Καντέρμπερυ» για πρώτη φορά στα ελληνικά σε μετάφραση Δημοσθένη Κορδοπάτη, κυκλοφορορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.
Του Γιώργου Λαμπράκου
Οι περισσότερες εθνικές λογοτεχνίες στη Δύση αναδύθηκαν, ως γνωστόν, όταν οι συγγραφείς και οι διανοητές έπαψαν να γράφουν στα λατινικά και άρχισαν να γράφουν στην εκάστοτε εθνική τους γλώσσα. Η αγγλική λογοτεχνία, για παράδειγμα, αρχίζει τυπικά τον 8ο αιώνα με το έπος Μπέογουλφ, που γράφτηκε στα αρχαία αγγλικά, μια γλώσσα γερμανικής προέλευσης. Ωστόσο, το έργο που θεμελίωσε την αγγλική λογοτεχνία έμελλε να γραφτεί πάνω από μισή χιλιετία αργότερα από έναν ιδιαίτερα μορφωμένο και ευκατάστατο αξιωματούχο, τον Τζέφρι Τσώσερ (περ. 1340-1400).
Οι περίφημες Ιστορίες του Καντέρμπερυ γράφτηκαν στα τέλη του 14ου αιώνα και η επίδρασή τους, πρώτα στην αγγλική και κατόπιν στην υπόλοιπη Δυτική λογοτεχνία, είναι ανυπολόγιστη. Δεν γνωρίζουμε από ποιον (ή ποιους) γράφτηκε το Μπέογουλφ. Στο πρόσωπο του Τσώσερ, συνεπώς, η Αγγλία αντικρίζει έκτοτε τον πρώτο της μεγάλο ποιητή.
Ο Τσώσερ έχει δεχτεί επιδράσεις από όλη τη γραμματεία του παρελθόντος: από τη Βίβλο μέχρι τους αρχαιοελληνικούς μύθους και από τους Ρωμαίους ποιητές μέχρι τους χριστιανούς θεολόγους
Ο Τσώσερ, ένας πολύγλωσσος αυλικός και διπλωμάτης, έκανε πολλά ταξίδια λόγω της δουλειάς του και γνώρισε νέους τόπους σε μια εποχή που αυτό ήταν από δύσκολο έως αδύνατο. Όπως γράφει στην Εισαγωγή του ο μεταφραστής Δημοσθένης Κορδοπάτης, το ταξίδι του Τσώσερ στην Ιταλία στάθηκε μάλλον το καθοριστικότερο, καθώς εκεί γνώρισε από κοντά έναν νέο κόσμο να αναδύεται, τον κόσμο που έμελλε να οδηγήσει σταδιακά στην Αναγέννηση. Γνώρισε το έργο του Δάντη, του Πετράρχη και του Βοκκάκιου (τους δύο τελευταίους ενδέχεται να γνώρισε και προσωπικά), από τους οποίους επηρεάστηκε στη συγγραφή των ιστοριών του. Στις ΙστορίεςτουΚαντέρμπερυ, πάντως, ο Τσώσερ έχει δεχτεί επιδράσεις από όλη τη γραμματεία του παρελθόντος: από τη Βίβλο μέχρι τους αρχαιοελληνικούς μύθους και από τους Ρωμαίους ποιητές μέχρι τους χριστιανούς θεολόγους. Σημαντική στάθηκε η επίδραση του φιλοσόφου Βοήθιου, το σημαντικότερο έργο του οποίου, ΗΠαραμυθίατηςφιλοσοφίας, μετέφρασε ο Τσώσερ.
Είκοσι εννέα άνθρωποι, πολλές ιστορίες
ΣτιςΙστορίεςτουΚαντέρμπερυ κεντρικός αφηγητής είναι ο ίδιος ο Τζέφρι Τσώσερ (ή έστω μια ειρωνική εκδοχή του), ο οποίος συναντά σε ένα λονδρέζικο πανδοχείο 29 ανθρώπους και προσχωρεί αμέσως στη συντροφιά τους. Στον «Γενικό Πρόλογο» του έργου αναλαμβάνει να μας τους γνωρίσει. Μας εξηγεί ότι στόχος τους είναι να προσκυνήσουν τα λείψανα του αγίου Τόμας Μπέκετ στο Καντέρμπερυ, μια πόλη περίπου 100 χιλιόμετρα μακριά από το Λονδίνο. Ο ιδιοκτήτης του Πανδοχείου, ο Φιλοξενητής, προτείνει έναν διαγωνισμό: οι προσκυνητές, προκειμένου να μην πλήττουν στον δρόμο, θα αφηγούνται ιστορίες, με τελικό κριτή τον ίδιο. Όποιος κερδίσει, θα δειπνήσει δωρεάν στο πανδοχείο μόλις επιστρέψουν, με έξοδα των υπολοίπων.
Οι προσκυνητές, προκειμένου να μην πλήττουν στον δρόμο, θα αφηγούνται ιστορίες, με τελικό κριτή τον ίδιο. Όποιος κερδίσει, θα δειπνήσει δωρεάν στο πανδοχείο μόλις επιστρέψουν, με έξοδα των υπολοίπων
Τα πρόσωπα που αφηγούνται τις ιστορίες είναι ιδεοτυπικά, για να αξιοποιήσουμε τον χρήσιμο όρο του Μαξ Βέμπερ. Ο Ιππότης, ο Μάγειρας, ο Δικηγόρος, η Ηγουμένη, ο Πωλητής Συγχωροχαρτίων, ο Έμπορος, ο Πάστορας και οι υπόλοιποι αφηγούνται τις ιστορίες σύμφωνα, σε μεγάλο βαθμό, με την καταγωγή, την κοινωνική θέση και τη μόρφωσή τους. Με τη συνοδεία μπίρας η γλώσσα των προσκυνητών πάει ροδάνι και η αφήγηση ρέει άφθονη. Ένας είναι ευγενής, άλλος πρόστυχος, κάποιος είναι σοβαρός, άλλος ιλαρός, και πάει λέγοντας. Συχνά οι αφηγήσεις διακόπτονται προκειμένου να επισημανθεί ή να διορθωθεί κάτι, συνήθως από τον χιουμορίστα Φιλοξενητή.
Παρότι οι ιστορίες συγκροτούν ένα πανόραμα της ζωής εκείνης της μακρινής εποχής, τα βιώματα των χαρακτήρων μοιάζουν πολύ με τα δικά μας, αφού ο Τσόσερ έχει συνθέσει άκρως πειστικούς και διαχρονικούς χαρακτήρες. Όπως επισημαίνει ο μεταφραστής: «Τους περιγράφει τόσο καλά και με τέτοια συμπάθεια και χιούμορ, που ακόμη κι εμείς σήμερα, μετά από 700 χρόνια, τους αποδεχόμαστε σαν φίλους και γείτονές μας». Στις ΙστορίεςτουΚαντέρμπερυ περιλαμβάνονται όλα τα ουσιαστικά ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης: έρωτας και σεξ, πόλεμος και θάνατος, αγάπη και μίσος, πλούτος και φτώχεια, γάμος και οικογένεια, δικαιοσύνη, εξουσία, φιλία, θρησκευτική πίστη, ζήλια, φιλαργυρία, κ.α. Μέσω της ιδιοφυούς πένας του ποιητή παρελαύνει όλη η ανθρώπινη τραγικωμωδία.
![]() Geoffrey Chaucer
|
Αφήγηση με λόγο καινοτόμο
Στις ΙστορίεςτουΚαντέρμπερυ συνυφαίνεται ένας λόγος παραδοσιακός με έναν λόγο καινοτόμο. Ο παραδοσιακός λόγος είναι εξιδανικευτικός, θυμίζει συχνά τα παραμύθια: οι ιππότες είναι ακαταμάχητοι ήρωες, οι παρθένες πεντάμορφες, οι ιερείς αμέμπτου ηθικής κ.λπ. Ωστόσο, αυτός ο παραδοσιακός λόγος διακόπτεται συχνά, και ευτυχώς, από χαρακτηριστικά που μας φέρνουν πιο κοντά στη νεότερη λογοτεχνία, όπως η ειρωνεία, η παρωδία, η απλή καθημερινή κουβέντα, κ.λπ. Έτσι, η ιστορία του Ιππότη για έναν αυλικό έρωτα ακολουθείται αμέσως από την πρόστυχη ιστορία του Μυλωνά. Ένα άλλο στοιχείο που μας φέρνει πιο κοντά στην εποχή μας είναι τα αυτοαναφορικά (και δήθεν αυτοκριτικά) σχόλια: για παράδειγμα, ο Τσώσερ βάζει τον Δικηγόρο να λέει «δεν μπορώ να πω κάποια αξιόλογη ιστορία προς το παρόν που να μην έχει ειπωθεί από τον Τσώσερ (άτεχνα βέβαια ως προς τη ρίμα και το μέτρο της), με αυτά τα άτσαλα αγγλικά που χρησιμοποιεί»… Ή βάζει τον Φιλοξενητή να διακόπτει την ιστορία του Τσώσερ βρίζοντάς τον επειδή χρησιμοποιεί «αντιλογοτεχνικό υλικό» και «στίχους της δεκάρας»!
Ο Τσώσερ επεμβαίνει και με άλλου τύπου σχόλια: για παράδειγμα, καλεί τον αναγνώστη να μη διαβάσει όλη την ιστορία του Μυλωνά αν τη βρει υπερβολικά πρόστυχη, αφού «όλα αυτά αποβλέπουν στη διασκέδαση μόνο». Έτσι όμως μας κλείνει έξυπνα το μάτι, αφού ξέρει πως και θα διαβάσουμε όλη την ιστορία του Μυλωνά (ακριβώς επειδή είναι πρόστυχη και σκαμπρόζικη – όπως φαίνεται και στην κινηματογραφική της διασκευή από τον Παζολίνι), και θα αποκομίσουμε από αυτήν «διασκέδαση», αλλά και διδάγματα. Οι ΙστορίεςτουΚαντέρμπερυ είναι μεν διδακτικές, αλλά με την καλή έννοια, με τον ωφέλιμο τρόπο που είναι διδακτική, χωρίς να παύει απαραίτητα να είναι και ψυχαγωγική, όλη η σπουδαία λογοτεχνία, από τον Όμηρο μέχρι τον Πίντσον. Όπως προειδοποιεί η Κυρά από το Μπαθ: «Αυτοί οι οποίοι δεν λαμβάνουν υπόψη τις προειδοποιήσεις που τους απευθύνουν γίνονται οι ίδιοι προειδοποίηση για τους άλλους».
Ο χριστιανισμός παραμένει το κυρίαρχο δόγμα, αλλά ο ποιητής επιτρέπει στους χαρακτήρες του να ξεφεύγουν από αυτό το απαρέγκλιτο δόγμα χωρίς να τους καταδικάζει
Οι περισσότερες αφηγήσεις ολοκληρώνονται με διάφορα σχόλια από τους παρευρισκόμενους, αρκετοί από τους οποίους δεν χάνουν την ευκαιρία να διακωμωδήσουν τους προλαλήσαντες ώστε να πάρουν πιο γρήγορα τη σκυτάλη. Ναι μεν υπάρχουν ιερά και όσια, και ο Τσώσερ ασφαλώς τα αποδέχεται ως τέκνο του Μεσαίωνα, αλλά σε αρκετά σημεία διαφαίνεται η τάση να διασαλευθούν οι ακλόνητες (για την εποχή εκείνη) βεβαιότητες. Ο χριστιανισμός παραμένει το κυρίαρχο δόγμα, αλλά ο ποιητής επιτρέπει στους χαρακτήρες του να ξεφεύγουν από αυτό το απαρέγκλιτο δόγμα χωρίς να τους καταδικάζει. Εξάλλου, το ανατρεπτικό στοιχείο έχει νόημα μόνο όταν υπάρχει κάτι απολύτως ενάρετο και ευσεβές για να ανατραπεί – την παρέκκλιση νοηματοδοτεί πάντα η ηθική αυστηρότητα. Χαρακτηριστικές, από αυτή την άποψη, είναι η ιστορία του Πωλητή Συγχωροχαρτίων, που ξεμπροστιάζει τις εκκλησιαστικές απάτες, και η ιστορία της Κυράς από το Μπαθ, που ανατιμά τη θέση της γυναίκας.
Ως προς τη σχέση των δύο φύλων, διαβάζουμε ορισμένες εξαιρετικές και προχωρημένες, για την εποχή, παρατηρήσεις και στην ιστορία του Κτηματία: «Οι εραστές που επιθυμούν να ζήσουν μαζί για πολύ χρόνο οφείλουν να υποτάσσονται ο ένας στον άλλον. Ο έρωτας δεν χειραγωγείται διά της βίας. Έτσι και προκύψει καταδυνάστευση, ο θεός του Έρωτα χτυπά τα φτερά του και “γεια σου”. Φεύγει! Ο έρωτας είναι πράγμα ελεύθερο, όπως κάθε πνεύμα. Οι γυναίκες επιθυμούν την ελευθερία, να μη νιώθουν καταπίεση σαν τους δούλους. Κι αν δεν κάνω λάθος, το ίδιο είναι και οι άνδρες».
Η μεγάλη λογοτεχνία του Τσώσερ
Εντέλει δεν θα ειπωθούν οι εκατό και πλέον ιστορίες που προβλέπονταν. Ο Τσώσερ δεν μπόρεσε, ή δεν ήθελε, ή απλώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει όλες τις ιστορίες που υποσχέθηκε, ενώ κάποιες ενδεχομένως χάθηκαν. Δύο ιστορίες του (οι μόνες που γράφτηκαν σε πρόζα) περιέχουν, σύμφωνα με τον μεταφραστή, αρκετές σχολαστικές λεπτομέρειες ώστε αυτός έκρινε σκόπιμο να τις παραλείψει, βάζοντας στη θέση τους μια περίληψή τους. Σε καμία περίπτωση δεν αισθανόμαστε πάντως αυτή την έλλειψη ως έλλειμμα. Οι είκοσι τόσες ΙστορίεςτουΚαντέρμπερυ παραμένουν ποικιλόμορφες και χορταστικές. Όπως το λέει και ο Επιστάτης στον πρόλογο της δικής του ιστορίας: «Έστω κι αν η δύναμή μας εξασθενεί, μας αρέσουν ακόμα οι τρέλες. Κι όταν δεν μπορούμε πια να τις κάνουμε, συνηθίζουμε να μιλάμε γι’ αυτές· παραμένει, βλέπετε, μια σπίθα ζεστή ακόμα στις στάχτες μας».
Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ είναι γραμμένες σε ποίηση, ωστόσο η παρούσα μετάφραση είναι σε πρόζα: η επιλογή αυτή κρίνεται εύστοχη
Οι ΙστορίεςτουΚαντέρμπερυ είναι, όπως είπαμε, γραμμένες σε ποίηση, ωστόσο η παρούσα μετάφραση είναι σε πρόζα: η επιλογή αυτή κρίνεται εύστοχη, αφενός διότι καθιστά πολύ πιο προσιτές στον σύγχρονο αναγνώστη τις ιστορίες (που έχουν ούτως ή άλλως έναν έντονο αφηγηματικό χαρακτήρα), αφετέρου διότι η απόπειρα πιστής μετάφρασης του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας της ποίησης πληρώνει αναπόφευκτα το τίμημα της απώλειας ενός μέρους του νοήματος. Αξίζουν λοιπόν συγχαρητήρια στον μεταφραστή και στις εκδόσεις Μελάνι για την πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση των ΙστοριώντουΚαντέρμπερυ στα ελληνικά, τόσους αιώνες μετά τη συγγραφή τους.
Το κύριο, και γενικότερο, ερώτημα που θέτουν έργα μιας τέτοιας ιστορικής αξίας είναι το εξής: αξίζει η ανάγνωσή τους σήμερα; Ή μήπως είναι κειμήλια που πρέπει να τα τοποθετούμε σε περίοπτη μεν θέση, αλλά κάπου αρκετά ψηλά ώστε να μη μπορούμε να τα βρίσκουμε εύκολα; Επιβεβαιώνεται άραγε στην περίπτωση του Τσώσερ ο στίχος του Τζον Μπέριμαν, από το 14ο «ονειρικό» άσμα του: «Η λογοτεχνία με κάνει να πλήττω, ιδίως η μεγάλη λογοτεχνία»; Όσο κι αν αγαπούμε τον Μπέριμαν, η απάντηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι «όχι». Και αν κάποιος νιώσει ότι «τα έχουμε ξαναδεί, τα έχουμε ξανακούσει, τα ξέρουμε», αξίζει να σκεφτεί ότι όλα αυτά τα έχει ξαναδεί, τα έχει ξανακούσει, τα ξέρει χάρη, μεταξύ άλλων, σε συγγραφείς του Μεσαίωνα που με το έργο τους έβαλαν τα πρώτα θεμέλια για την έλευση των Νέων Χρόνων. Χάρη σε ποιητές όπως ο Τσώσερ.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα ««Αίμα μηχανή» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Ιστορίες του Καντέρμπερυ
Τζέφρυ Τσώσερ
Μτφρ. Δημοσθένης Κορδοπάτης
Μελάνι 2014
Σελ. 480, τιμή € 18,00