Για τα βιβλία του Χόρχε Λούις Μπόρχες «Άπαντα τα Πεζά Ι» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης), «Άπαντα τα Πεζά ΙΙ» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης), «Ποιήματα» (Ανθολόγηση-μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης) τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη.
Του Νίκου Ξένιου
«Ένας άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του.» [1]
H επανέκδοση του συνόλου του έργου του Mπόρχες από τον «Πατάκη» (Άπαντα τα Πεζά του σε δύο τόμους, στην καταξιωμένη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη [2] και ένας τόμος με ανθολογημένη μετάφραση ποιημάτων του από τον Δημήτρη Καλοκύρη) είναι ευκαιρία για μια ακόμη περιδιάβαση στη «συμπαγή μυθολογία» του μεγάλου αργεντίνου συγγραφέα, που είναι «και μεταφραστέα και μεταφράσιμη, εμποτισμένη με ό,τι πέρασε και διαποτίζει ό,τι μέλλεται να ’ρθεί» [3]
Στα 1921 ο Χόρχε Λούις Μπόρχες (1899-1986) εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, τον Πυρετό του Μπουένος Άιρες. Το 1935, μέλος, τότε, της συντακτικής επιτροπής του σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού «Sur», εκδίδει την Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, αποτελούμενη από κείμενα που ο ίδιος χαρακτήριζε «αφηγηματικά πειράματα, κάτι μεταξύ φάρσας και ψευτοδοκιμίου». Η πρώτη του συλλογή οκτώ διηγημάτων: Ο Κήπος με τα Διακλαδωτά Μονοπάτια εμφανίζεται το 1941, ενώ οι Μυθοπλασίες [ 4] το 1944. Το 1946, επί δικτατορίας Περόν, η οικογένειά του διώκεται και ο ίδιος χαρακτηρίζεται persona non grata. To 1949 κυκλοφορεί το Άλεφ. Το 1955 η αντιπερονική επανάσταση τον διορίζει διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας, του απονέμεται το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και παίρνει την έδρα της Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Σταδιακά εξασθενεί η όρασή του. Το 1960 μοιράζεται με τον Σάμιουελ Μπέκετ το Βραβείο Διεθνούς Συνάντησης Εκδοτών. Το 1967 εγκαινιάζει πενταετή συνεργασία με τον Αμερικανό μεταφραστή Νόρμαν Τόμας ντι Τζοβάνι, χάρη στον οποίο γίνεται πιο γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο, ενώ το ’68 εκδίδει το Βιβλίο των φανταστικών όντων και το ’69 την Αναφορά του Μπρόουντι. Το 1974 εκδίδονται τα Άπαντά του σε ογκώδη τόμο 1.160 σελίδων, όπου συγκεντρώνονται 50 χρόνια πνευματικής δημιουργίας του, τυφλού πλέον, συγγραφέα. Το 1980 του απονέμεται το Βραβείο Θερβάντες. Το Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ρέθυμνο) τον αναγορεύει επίτιμο διδάκτορα το 1984, παράλληλα με τρία ιταλικά πανεπιστήμια. Ο Μπόρχες χάνει δύο φορές το Νόμπελ Λογοτεχνίας, την πρώτη φορά από τον Σολζενίτσιν και τη δεύτερη από τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Στον καθρέφτη του Ζεύγους Αρνολφίνι
«Το ζεύγος Αρνολφίνι» του Van Eyck
και η λεπτομέρεια του καθρέφτη (κάτω)
|
«Η τυφλότητα είναι ένα δραστικό μέσον για ν’ απαλλαγείς από τους καθρέφτες», έλεγε ο συγγραφέας. Και όμως: πίσω από κάθε γραμμή του έργου του υπάρχει ο καθρέφτης εκείνος που τον έχουμε ξανασυναντήσει σ’ ένα πίνακα από την Μπριζ: στο Ζεύγος Αρνολφίνι του φλαμανδού Γιαν βαν Άικ (1434), όπου ο δημιουργός καθρεφτίζεται καταπρόσωπο στον θεατή, ενώ το εξεικονιζόμενο ζεύγος με τα παντοφλάκια και το σκυλάκι παρίσταται με γυρισμένη την πλάτη: όλα αυτά σε μια πρωτοποριακή, γεωμετρικά ορθογωνισμένη προοπτική. Για πρώτη φορά στην Ιστορία της Τέχνης το μάτι του καλλιτέχνη απεικονίζεται ως ο «τέλειος οφθαλμός».
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης πρωτογνώρισε το έργο του συγγραφέα γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, όταν είχε πέσει στα χέρια του ένα βιβλίο του Μπόρχες από την «Penguin». Από τότε επιδόθηκε στη μετάφραση των κειμένων του μεγάλου Αργεντινού ως σε έργο ζωής, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην καθιέρωσή τους στην ελληνική αγορά λογοτεχνίας [5]. Ο αναγνώστης συναντάται με τον Άλλον Εαυτό του σε μια διάσταση που σκηνοθετεί ο συγγραφέας με απόλυτη πανουργία. Είναι επιδιωκόμενο να δυναμιτίζεται η ορθολογική προσέγγιση των νατουραλιστικών εικόνων του κόσμου. Είναι συνθήκη sine qua non να απαλλαγεί ο αναγνώστης από την κοντόθωρη αντίληψη του κόσμου ως περατού [6], να απλώσουν οι αντιληπτικοί του ορίζοντες με σκαπάνη την ιδιότυπη αυτήν γλώσσα, που περιγράφει τον κόσμο σαν μια εν κινήσει εξεικόνιση της σκέψης, που αντιστρέφει δηλαδή τα αντιληπτικά δεδομένα ώστε να ενεργοποιήσει το όνειρο μέσα στο όνειρο. Δεν πρόκειται για απλή, ιδεαλιστική οικοδόμηση ενός λαβυρινθώδους σύμπαντος[ 7], στις διακλαδώσεις του οποίου το υποκείμενο συστεγάζει τα αντιληπτικά του δεδομένα με τις ονειρώξεις του - κάτι τέτοιο το έχουμε ξαναδεί στη λογοτεχνία. Η καινοτομία του «μπορχεσικού σύμπαντος» συνίσταται στην άνευ όρων παράδοση του αναγνώστη στην αποκαλυπτική -και ταυτόχρονα τρομακτική- αίσθηση ότι η αντικειμενική πραγματικότητα, πολλώ δε μάλλον η λογοτεχνική ομόλογός της, είναι επινοημένη από τη γραφίδα του λογοτέχνη.
Η καινοτομία του «μπορχεσικού σύμπαντος» συνίσταται στην άνευ όρων παράδοση του αναγνώστη στην αίσθηση ότι η πραγματικότητα είναι επινοημένη
Επίνοια, λοιπόν, με την έννοια του υστερόχρονου, εφόσον το προτερόχρονο αναζητάται στις περγαμηνές της παγκόσμιας κληρονομιάς του λόγου: έτσι, η πολυσυζητημένη μεταμοντέρνα συνθήκη [8] υλοποιείται στο έργο του Μπόρχες ως συνεχής πάλη με τη ροή του αφηγηματικού χρόνου και είναι ένας άθλος που αποβαίνει εις όφελος της προσωπικής χρονικότητας του αναγνώστη. Είναι μια ανάπλαση της μνήμης στο διηνεκές, σε όλα τα στάδια πραγμάτωσης κι επανενεργοποίησής της, από την ατομική μνήμη στη συλλογική και τ΄ανάπαλιν, ώστε να γίνει εφικτή η σχεδόν πειθαναγκαστική εγκατάλειψη της συμβατικής χρονικότητας.
Eπιστροφή στο λίκνο της ποίησης
Η ανθολόγηση των ποιημάτων του Μπόρχες από τον Δημήτρη Καλοκύρη σχηματίστηκε σταδιακά, στη διάρκεια περίπου 30 χρόνων, ενώ η προσωπική γνωριμία του με τον ποιητή και η επιμελημένη μετάφρασή του διευκόλυνε στην προσέγγιση του έργου.
Για τον δοκιμιογράφο-Μπόρχες, «η διαφορά μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας βρίσκεται στον αναγνώστη, ο οποίος στη μεν πεζογραφία ζητά πληροφορία και επιχείρημα, ενώ στην ποίηση ξέρει ότι οφείλει να συγκινηθεί». Παρότι ξεκίνησε από την πεζογραφία, αποκαλούσε τον εαυτό του ποιητή. Όσο προχωρούσε η τύφλωση, επανερχόταν στην ποίηση, και μάλιστα στην έμμετρη. Στις συνεντεύξεις του, επιχειρώντας να «νομιμοποιήσει» την ανορθόδοξη μεταφορά, μιλά για την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, για τον Βιργίλιο και τους Νιμπελούγκεν, για τον Ευριπίδη, τον Πυθαγόρα, τον Σωκράτη, τον Ιησού και τον Βούδα, τον Σοπεγχάουερ και τον Κάρλαϊλ. Συγκρίνει ένα ποίημα του Τσέστερτον [9] με εκείνο το υπέροχο ποίημα της ελληνικής αρχαιότητας που αποδίδεται στον Πλάτωνα:
«Μετράς τ' αστέρια, αστέρι μου.
Άς ήμουν ουρανός,
με χίλια μάτια αστεριών να σε κοιτώ» [10]
Ο Borges στο Παρίσι |
Έτσι μπορεί να μιλήσει για την οπτική των πραγμάτων και της Φύσης, σε μια σκηνοθεσία όπου ο άνθρωπος είναι το αντικείμενο, και όχι το υποκείμενο της ποιητικής θέασης, ως εάν επρόκειτο για ένα σύγχρονο Ηράκλειτο. Σε κάθε περίπτωση βρίσκει την ίδιαν ακριβώς μεταφορά, μέχρι που συναντά το ημιτελές έργο του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον Weir of Hermiston: εδώ ο Μπόρχες εντοπίζει την ονειρική διάσταση της μεταφοράς, και αμέσως ανατρέχει στον γερμανό ποιητή Βάλτερ φον Φόγκελβάιντε και στον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε και τον Χάινε, για ν’ αναζητήσει τη μεταφορική βαρύτητα του ονείρου. Κατόπιν παραπέμπει στον αργεντινό ποιητή Λεονάρδο Λουγόνες (1874-1938), και συγκεκριμένα στην ποιητική του συλλογή Lunario sentimental [11], για να εντοπίσει τα πρώτα ψήγματα του μοντερνισμού στην αργεντίνικη ποίηση, κι ενώ επιχειρεί ν’ αποδώσει την έννοια της Μεταφοράς μέσω ενός κινεζικού αποφθέγματος [12]. Παραπέμπει, επίσης, στον ανδαλουσιανό συγγραφέα Ραφαέλ Κανσίνος Ασένς, τα απομνημονεύματα του οποίου μνημόνευε σε όλην του τη ζωή. Στον ιδεαλιστή Μασεδόνιο Φερνάντες (1874-1952) και στον Ουώλτ Ουίτμαν. Στη Βίβλο, στον Άγιο Αυγουστίνο και στο Κοράνι. Στην αρχαία σαξονική ποίηση, στον Βεοβούλφο και στην ιπποτική μυθιστορία. Στον Θερβάντες και στον Ντίκενς. Στην Τζώρτζ Έλιοτ και στους στίχους του αργεντίνικου τάνγκο. Στον Γέιτς και στον Τόμας ντε Κουίνσι. Στα σονέτα του Ροσέτι και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Στη «σκοτεινή νύχτα της ψυχής» του Τέννυσον και στον Σαν Χουάν δε λα Κρουθ. Στην περσική ποίηση του Ομάρ Χαγιάμ και στον Κίπλινγκ. Στις Χίλιες και μια νύχτες και στον Λόρδο Βύρωνα. Στον Ουέρντσγουερθ, στην Ελίζαμπεθ Μπράουνινγκ και στον Τσώσερ. Στον Κάφκα και στον Τζόις.
Αρνείται να παρερμηνεύσει την απατηλή εικόνα της ζωής του ως «προσωπικό βίωμα»
Πρόκειται για μια περιδιάβαση στην ποιητική παραγωγή της ανθρωπότητας, κατάθεση ανυπολόγιστης αξίας, την ανθολόγηση της οποίας πραγματοποιεί με το καθαρό βλέμμα μαθητευόμενου και τη σοφία ταξιδιώτη της «Παγκόσμιας Βιβλιοθήκης». Ο Μπόρχες υιοθετεί την αυτοακύρωση του δημιουργού και αποσύρει το προσωπικό του βίωμα από τη διαδικασία της δημιουργίας, όχι από υποκριτική, ψευδεπίγραφη αυταπάρνηση, παρ’ απλούστατα γιατί αρνείται να παρερμηνεύσει την απατηλή εικόνα της ζωής του ως «προσωπικό βίωμα» - γνωρίζοντας πως η ατομική συνείδηση δεν είναι παρά η συντεταγμένη, στον χώρο και τον χρόνο της ανθρώπινης Ιστορίας, ενός παραπειστικού οφθαλμού.
Λόγος άνω θρώσκων [13]
Ο Jorge Luis Borges με τη Maria Kodama σε αερόστατο
|
Η ποίηση «επαναδραστηριοποιεί» ένα σύνολο -έως τη στιγμή της δημιουργίας- παθητικών εμπειριών του ανθρώπου, εμψυχώνοντας τα «ακινητοποιημένα» βιώματά του. Οι μορφές (λόγου χάριν: τα μυθικά σύμβολα και αρχέτυπα) φέρουν δυνάμει συγκεκριμένο πολιτισμικό φορτίο και παραπέμπουν σε μια σειρά συνειδησιακών καταστάσεων που θα μπορούσε κανείς να τις αποκαλέσει συλλήβδην: έμπνευση. Θεωρούμε πως δεν υφίσταται «αμιγής» συμβολισμός ή «ακραιφνής» μετάπλαση του ποιητικού βιώματος στη συνείδηση του αναγνώστη, αλλά πως το νόημα του ποιήματος απογειώνεται από την ενδιάθετη, διαρκώς μεταβαλλόμενη και μεταμορφωσιγενή «συμβολοποιητική βούλησή» του [14]. Για ν’ αντιληφθεί κανείς την απογείωση με τα λόγια του ίδιου του Μπόρχες, αρκεί να παρατηρήσει μια φωτογραφία πάνω σ΄ένα αερόστατο, όπου ο ποιητής χαμογελά με τη Μαρία Κοδάμα στο πλάι του, λίγο πριν την απογείωση: «Νιώθαμε μια σχεδόν σωματική ευτυχία. Λέω "σχεδόν", γιατί δεν υπάρχει ευτυχία ή δυστυχία που να μην είναι σωματική – απλώς, παρεμβάλλονται το παρελθόν, οι περιστάσεις, η κατάπληξη και τα άλλα δεδομένα της συνείδησης» [15].
Ο συγγραφέας σάρκαζε στην προοπτική του να επιχειρήσει ένας μελλοντικός ομότεχνός του να πλάσει ένα ολότελα καινούργιο κόσμο. Αυτή ήταν μια πρόκληση τεράστια εκ μέρους του, κι έκτοτε είναι αμφίβολο αν υπήρξε άλλος συγγραφέας που να συνύφανε το παρελθόν, τις περιστάσεις, την κατάπληξη και την εγκυκλοπαιδική γνώση της δυτικής παράδοσης σε τέτοια θαυμαστή σύνθεση. Πλέκουμε, λοιπόν, το εγκώμιο του ποιητή αυτού, που υποστήριξε ότι «τα πάντα έχουν γραφεί κι ότι εμείς δεν κάνουμε άλλο απ’ το να μηρυκάζουμε τα γεγραμμένα».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
Άπαντα τα πεζά [Ι]
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Πατάκη 2014
Σελ. 598, τιμή € 19,70
Άπαντα τα πεζά [ΙΙ]
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Πατάκη 2014
Σελ. 486, τιμή € 17,60
Ποιήματα
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ανθολόγηση-Μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης
Εκδόσεις Πατάκη, 2014
Σελ. 304, τιμή € 16,40