
Για το μυθιστόρημα της Χιρόμι Καουακάμι (Hiromi Kawakami) «Ο Σενσέι και ο χαρτοφύλακας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση της Μαρίας Αρώνη και της Kyoko Shibayama. Στην κεντρική εικόνα, η συγγραφέας.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Τι να συμβαίνει στους χαρακτήρες της, αναρωτιέται η συγγραφέας, όταν εκείνη σταματάει να γράφει; Τι κάνουν τότε οι ήρωές της; Το τέλος του βιβλίου της είναι και το τέλος των ιστοριών τους; Ο Σενσέι, πώς γέμιζε τη μέρα του, μετά τη φυγή της γυναίκας του και πριν αρχίσει να συναντά την Τσούκικο; Πώς ήταν οι μέρες της Τσούκικο όταν δεν συναντούσε τον Σενσέι; Πώς έζησε εκείνη μετά από την οριστική απώλειά του;
Ας δούμε όμως ποιοι είναι οι δύο ήρωες του μυθιστορήματος. Η Τσούκικο είναι μια γυναίκα που διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής της. Δεν έχει την ικανότητα να συμβαδίζει με τον χρόνο, και δεν ακολουθεί την πορεία ζωής των συνομηλίκων της. Εργάζεται σε ένα γραφείο και έχει στο ενεργητικό της κάποιες αποτυχημένες σχέσεις. Πλέον θεωρεί ότι δεν είναι πολύ καλή σε αυτό που λένε έρωτα, και προτιμά να μένει μόνη της. Ο Σενσέι είναι ο καθηγητής της των Ιαπωνικών στο σχολείο, τον οποίο συναντά ένα βράδυ στο μπαρ που συχνάζει. Εκείνος είχε έναν γάμο που τελείωσε όταν τον εγκατέλειψε η γυναίκα του, η οποία στη συνέχεια αρρώστησε και πέθανε.
Μετά από την τυχαία αυτή συνάντησή τους, για κάποιο λόγο συνεχίζουν και οι δύο να πηγαίνουν στο συγκεκριμένο μπαρ, άλλοτε συχνότερα κι άλλοτε αραιότερα, τρώνε, πίνουν σάκε ή μπύρα, ο ένας δίπλα στον άλλον, μιλούν αλλά όχι πολύ. Δεν επικοινωνούν τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας, ούτε και κανονίζουν κάτι για την επόμενη φορά. Απλά συναντιούνται εκεί και η συνάντησή τους αυτή αποκτά μια μόνιμη βάση. Κάθονται για ώρες ο ένας δίπλα στον άλλον, ανταλλάσσοντας ελάχιστες κουβέντες. Απλά συνυπάρχουν, νιώθουν καλά με αυτό, κι ακολουθούν κάθε φορά μια συγκεκριμένη ιεροτελεστία. Ο καθένας σερβίρει το ποτό του και το πίνει, τρώει το φαγητό που παρήγγειλε, στο τέλος, ο καθένας πληρώνει τον δικό του λογαριασμό, και πηγαίνει μόνος στο δικό του σπίτι.
Απλά ο Σενσέι της
Ματσουμοτό Χαρούτσουνα είναι το ονοματεπώνυμο του καθηγητή της. Η Τσούκικο δεν το θυμάται την πρώτη φορά που τον βλέπει, και τον αποκαλεί Σενσέι. Συνεχίζει να τον αποκαλεί έτσι, όλο τον καιρό που συναντιούνται. Σενσέι σημαίνει δάσκαλος, είναι εκείνος που κατέχει καλά μια τέχνη και έχει την ικανότητα να την διδάξει. Για κείνη θα είναι πάντα ο Σενσέι της, ο δάσκαλός της, μάλιστα παραξενεύεται όταν ακούει να τον αποκαλούν με το όνομά του. Με τον καιρό, εκείνος γίνεται η σταθερή της συντροφιά, ένα σημείο αναφοράς, κάποιος που δεν απειλεί την ανεξαρτησία και την ελευθερία της, αλλά είναι πάντα εκεί χωρίς να επιβάλλει και χωρίς να απαιτεί τίποτα. Μαζί του νιώθει ασφαλής. Τον ακολουθεί σε μια υπαίθρια αγορά, όπου κάνουν τα ψώνια τους, πηγαίνουν μαζί μια εκδρομή για συλλογή μανιταριών, μετά κάνουν κάποιο σύντομο ταξίδι.
Πρώτη εκείνη εκδηλώνει τα αισθήματά της απέναντί του, πράγμα που του προκαλεί αρχικά έντονη αμηχανία, καθώς τους χωρίζουν περισσότερα από τριάντα χρόνια.
Είναι ικανοποιημένοι και πλήρεις ο ένας από την παρουσία του άλλου, όμως για πολύ καιρό, δεν το σχολιάζουν. Πρώτη εκείνη εκδηλώνει τα αισθήματά της απέναντί του, πράγμα που του προκαλεί αρχικά έντονη αμηχανία, καθώς τους χωρίζουν περισσότερα από τριάντα χρόνια. Όμως η ευχάριστη συντροφικότητά τους σταδιακά, εξελίσσεται σε βαθιά και αμοιβαία αγάπη, είναι ένα αντίδοτο στη μοναξιά τους, και δεν μπορεί παρά να το αναγνωρίσει κι εκείνος, να το αποδεχτεί και να το απολαύσει.
Ο ιδιαίτερος ρόλος του χαρτοφύλακα
Ο Σενσέι, είτε πάει στο μπαρ, είτε εκδρομή στο βουνό για μανιτάρια, είτε διήμερο σε ένα νησί, έχει προσεγμένο ντύσιμο, στέκεται ευθυτενής και κουβαλά πάντα μαζί του τον χαρτοφύλακά του. Ο χαρτοφύλακας είναι η προέκταση του σώματός του, και είναι το αντικείμενο το οποίο κάνει την εμφάνισή του στις περισσότερες σελίδες του βιβλίου. Ο χαρτοφύλακας είναι επίσης το αντικείμενο που κρατάει η Τσούκικο, όταν ο Σενσέι φεύγει από τη ζωή. Το κρατάει, ελπίζοντας ότι θα κρατήσει ένα κομμάτι από κείνον, ότι θα δηλώνει την εσαεί παρουσία του, μόνο που, κοιτάζοντας στο εσωτερικό του χαρτοφύλακα, πλέον βλέπει μόνο το κενό και μιαν απέραντη ερημιά.
Το βιβλίο καταρρίπτει κάθε στερεότυπο για τη διαφορά ηλικίας ανάμεσα σε ένα ζευγάρι. Μια διαφορά που, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν είναι αποτρεπτική στην ουσιαστική σύνδεση δύο ανθρώπων.
Το βιβλίο καταρρίπτει κάθε στερεότυπο για τη διαφορά ηλικίας ανάμεσα σε ένα ζευγάρι. Μια διαφορά που, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν είναι αποτρεπτική στην ουσιαστική σύνδεση δύο ανθρώπων. Γιατί άλλοι είναι οι παράγοντες που καθορίζουν πότε δύο άνθρωποι ταιριάζουν. Η Τσούκικο και ο Σενσέι είναι δύο άνθρωποι τελείως διαφορετικοί και φαινομενικά αταίριαστοι. Ιδιότυποι, μοναχικοί και αντισυμβατικοί με τον τρόπο τους, όμως καλλιεργούν μεταξύ τους μια σχέση ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης, στην οποία η οικειότητα φτάνει να γίνει βαθιά αγάπη. Μια αγάπη που στηρίζεται ελάχιστα στη σωματική επαφή, κι όμως καταφέρνει να επιβιώσει, γιατί ενισχύεται από τη στοργή, την τρυφερότητα και τον σεβασμό προς τον άλλον.
Στο κείμενο δεν υπάρχουν εντάσεις, δραματικές εξελίξεις και απροσδόκητα γεγονότα. Διαβάζοντάς το, είναι σαν να παρατηρείς τη ροή του νερού ενός ρυακιού, η διαύγεια του οποίου σου επιτρέπει να δεις τα πάντα στον πυθμένα του, που μπορείς να ακούσεις το μουρμουριστό κελάρισμά του και να ξαφνιαστείς με τα χρώματα που λαμπυρίζουν όταν πέφτει το φως του ήλιου πάνω του. Με έναν ήσυχο ρυθμό, η συγγραφέας περιγράφει την καθημερινή ζωή των ηρώων της, δίνοντας έμφαση στην κάθε λεπτομέρειά της, γιατί κάθε στιγμή της ζωής τους είναι αξιοσημείωτη, κάθε τι που τους περιβάλει έχει την αξία του, κι όλα έχουν σημασία, γιατί δημιουργούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται και ανθίζει η ιδιαίτερη σχέση τους.
Η μετάφραση της Μαρίας Αρώνη και της Kyoko Shibayama μεταφέρει με επιτυχία το ιδιαίτερο κλίμα του βιβλίου.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Από πότε ο Σενσέι κι εγώ ήρθαμε πιο κοντά; Στην αρχή ήταν ένας μακρινός ξένος. Ένας άγνωστος ηλικιωμένος άντρας, που κάποτε υπήρξε καθηγητής μου στο σχολείο. Ακόμα κι όταν αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε πότε πότε, ακόμα και τότε, σχεδόν ποτέ δεν τον κοιτούσα στο πρόσωπο. Καθόταν δίπλα μου στον πάγκο του μπαρ και έπινε ήρεμα το σακέ του – μια αόριστη παρουσία.
Μόνο η φωνή του μού ήταν, από την αρχή, οικεία. Ηχηρή, με κάπως υψηλό τόνο, πλούσια όμως σε υπαινιγμούς των χαμηλών τόνων. Μια φωνή που έφτανε σε μένα από την αόριστη παρουσία δίπλα μου στον πάγκο.»
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Χιρόμι Καουακάμι γεννήθηκε το 1958 στο Τόκιο και είναι μία από τις πιο δημοφιλείς και πολυβραβευμένες σύγχρονες μυθιστοριογράφους της Ιαπωνίας : Βραβείο Διηγήματος Pascal για Νέους Συγγραφείς, Βραβείο Akutagawa, Βραβείο Λογοτεχνίας Ito Sei και Βραβείο Γυναικών Συγγραφέων (Joryu Bungaku Sho) το 2000 για το μυθιστόρημά της Drowning, Βραβείο της Επιτροπής Φιλίας Ιαπωνίας-ΗΠΑ το 2011 για το μυθιστόρημά της Manazuru.